Η θεογκόμενα, η πολύ ελκυστική γυναίκα (αντί για το χαρακτηρισμό «μουνί»).
- Πω πω τι μούνος είναι αυτός απέναντι! Και τι δεν θα έδινα για να την ρίξω στο κρεβάτι.
Η θεογκόμενα, η πολύ ελκυστική γυναίκα (αντί για το χαρακτηρισμό «μουνί»).
- Πω πω τι μούνος είναι αυτός απέναντι! Και τι δεν θα έδινα για να την ρίξω στο κρεβάτι.
Βλ. και σχετικό λήμμα θεόμουνο
Got a better definition? Add it!
Λέγεται η γυναίκα η οποία φλερτάρει πολύ και σε οδηγεί να σκεφτείς ότι σε γουστάρει τρελά αλλά στο τέλος δεν ενδίδει σε σεξουαλική επαφή. Η άρνηση αυτή δεν έχει να κάνει με το πώς είσαι ή συμπεριφέρεσαι, αλλά είναι απόρροια της ιδιαίτερης φύσης της. Με λίγα λόγια, σε «ζεσταίνει» αλλά δεν σε «μαγειρεύει», όπως άλλωστε δουλεύει και ο φούρνος μικροκυμάτων.
- Πολλά τριψίματα και φιλάκια είδα που έκανες χθες με την Αφροξυλάνθη. Τι έγινε τελικά;
- Δυστυχώς τίποτα φίλε μου. Όλα τέλεια όλο το βράδυ, γέλαγε σε κάθε αστείο μου, έπαιζε με τα μαλλιά μου, μου πέταγε ερωτικές σπόντες και μετά πήγε για ύπνο. Τι να κάνω... έπεσα σε φούρνο μικροκυμάτων ο άτυχος.
Βλ. και σχετικό λήμμα ανάφτρα
Got a better definition? Add it!
Yet another χαρακτηρισμός για την πολύ ωραία γυναίκα, την Λίλιαν του θρύλου ας πούμε. Γενικώς, οι διάφορες λεκτικές παραλλαγές του «μουνιού» χρησιμοποιούνται ως χαρακτηρισμός εξαιρετικού κάλλους για το σύνολο μίας θηλυκής ύπαρξης.
Πριν συνεχίσω με την μουνοκλίμακα που προτίθεμαι να παραθέσω προς χρήση από το σλανγκεπώνυμο πλήρωμα, θα ήθελα να τονίσω ότι ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει όταν η λέξη μουνί και τα διάφορα παράγωγά του αναφέρονται σε άντρες, όπου ο χαρακτηρισμός είναι μόνο αρνητικός. Χαρακτηριστικά αναφέρεται το «σα μουνί έγινα πάλι» και το μουνόπανο.
Η σχετική κλίμακα, κάτι σαν το σλανγκόμετρο αλλά για γυναίκες ένα πράμα, πάει ως εξής, ξεκινώντας όχι από ένα επίπεδο το οποίο να είναι άξιο λόγου αλλά από τα τάρταρα, το αντι-Λίλιαν δλδ:
μουνί της λάσπης και του αγρού >>> μουνί κλαμένο >>>μουνάκι >>> μουνίτσα >>> μουνί (αυτό που γίνονται οι μουνίτσες όταν μεγαλώσουν) >>> μούνος (εναλλακτικά και μούνα) >>> μουνάρα (εναλλακτικά και μούναρος) >>> μουναρομούναρος (εμφανίζεται ως ελαφρώς ενισχυμένη εκδοχή του απλού μούναρου αλλά δε μας χαλάει ως αυθύπαρκτος χαρακτηρισμός και ξεχωριστό λέβελ) >>> θεόμουνο (το γνωστό Λίλιαν)
- Ρε συ, τι έχετε πάθει στο σλανγκ τζιαρ μ' αυτή τη Λίλιαν; Σε κάθε δεύτερο λήμμα, Λίλιαν έτσι, Λίλιαν αλλιώς; Τι κόλλημα είναι αυτό; Νισάφι πια...
- Μικρέ πτωχέ αναγνώστη... Το Λίλιαν αγόρι μου δεν είναι απλά ένα μουνί, είναι το απόλυτο αμαρτωλό. Είναι ιδέα. Είναι θρησκεία. Είναι θεόμουνο. Μη σου πω ημιθεόμουνο...*
- Νταξ. Το γαμεί κανείς ή είναι ρέστο;
- Ωπ! Καλώς τον Πέρι. Να, για τον ΠΑΟΚ μιλούσαμε τώρα, έτσι δεν είναι Ανέστη; (θα σου πω αργότερα... κάνε την παλαβή)
- Ναι, ναι... καλά πάει εφέτο... (Γουανταφάκ;)
- Καλά ρε μαλάκα, τι πίνεις και δε(ν) δίνεις; Θεόμουνο η Μαρίτσα; Αν κρεμάσουν τα θεόμουνα, τζάμπα θα πάει το κορίτσι. Νταξ, δε λέω... δε είναι και του πεταματού, θα της τον σφύριζα με 4-5 μπυρίτσουαλς αλλά πάνω από μουνάκι εγώ δεν θα τη χαρακτήριζα. Ρε μπας κι είσαι Σάββας τελικά;
Σύγκρινε με μπιμπελό. Δες και -μούνα, -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Το πολύ αδύνατο άτομο.
- Πώς έγινε έτσι ρε ο Νίκος;
- Άσε. Στην πόλη που πέρασε δεν τρώει τίποτα, έχει γίνει σα σουβλί.
Got a better definition? Add it!
Το πολύ ψηλό και λεπτό άτομο. Καταλληλότερο για άντρα.
-Πώς είναι ρε αυτός έτσι;
-Είναι σαν τηλεγραφόξυλο.
Got a better definition? Add it!
Η λεπτή και με λεπτά πόδια κοπέλα.
- Φίλε, ωραίο γκομενάκι αλλά ξυλόκοτα.
- Άσε, αν δεν έχει λίγο μπουτάκι να πιάσεις τι να το κάνεις.
Got a better definition? Add it!
Το μωρό, ειδικά όταν έχει συλληφθεί εκτός γάμου.
- Τα 'μαθες; Έγκυος η Μαρία.
- Θα της τον κουβαλήσει της μάνας της τον κουνενέ.
Got a better definition? Add it!
Ο μικροκαμωμένος άντρας, ο οποίος πολλές φορές το παίζει και μάγκας από κόμπλεξ.
- Τι κακαντράκι είναι αυτό. Μας το παίζει και ωραίος. Μια σφαλιάρα να του σκάσεις είναι κάτω.
Got a better definition? Add it!
Ο λεπτός και συνήθως με λεπτά πόδια άντρας. Από το ομώνυμο πουλί.
-Πώς είσαι έτσι ρε, σα σπίνος.
Βλ. και σχετικό λήμμα καλαμκανάς
Got a better definition? Add it!