Επίσης είναι η γκόμενα η οποία έχει πολύ μεγάλο κώλο και (στις περισσότερες των περιπτώσεων) σέξι για τους αρσενικούς παρατηρητές.
- Πωπω ρε συ, κοίτα μια φακλάνα!
- Δεν θα με χάλαγε να την είχα για ένα βράδυ... Ωραία κορμοστασιά...
Επίσης είναι η γκόμενα η οποία έχει πολύ μεγάλο κώλο και (στις περισσότερες των περιπτώσεων) σέξι για τους αρσενικούς παρατηρητές.
- Πωπω ρε συ, κοίτα μια φακλάνα!
- Δεν θα με χάλαγε να την είχα για ένα βράδυ... Ωραία κορμοστασιά...
Got a better definition? Add it!
Η ετυμολογία προφανής:
Είναι συνδυασμός των λέξεων πανικός και βλαμμένος
και χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άτομα με
χαμηλό δείκτη νοημοσύνης και αγχώδη συμπεριφορά.
-Ρε συ, τι κάνει το πανικοβλαμμένο; Πήγε για κατούρημα στις γυναικείες τουαλέτες;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στεκάτος είναι κάποιος που παίζει μπιλιάρδο χρησιμοποιώντας τη δική του στέκα και όχι του μαγαζιού.
Είναι παράλληλα και δηλωτικό ενός παίχτη άνω του μέσου όρου αφού για να έχει κάποιος δική του στέκα, σημαίνει πως το κατέχει το άθλημα (αν και κάτι τέτοιο δε συμβαίνει πάντα).
- Να σου πω, τα παιδιά από το διπλανό τραπέζι θέλουν να μας παίξουν πάγκο.
- Άστο ρε συ, δε βλέπεις ότι είναι στεκάτοι;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέμε ότι κάποιος είναι φέτες όταν έχει πολύ γραμμωμένο κορμί.
Χρησιμοποιείται κυριώς για τους κοιλιακούς μυς οι οποίοι όταν είναι γυμνασμένοι και δεν καλύπτονται από στρώμα λίπους, σχηματίζουν έξι ξεχωριστές φέτες (αγγλιστί: six-pack)
- Πω πω, κοίτα ένα μποντέο! Ρε συ, αυτός είναι φέτες!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ανόητος, ο αφελής.
- Έλα 'δω ρε ματζαφλάρα, να σου πω εγώ τι να κάνεις ...γιατί εσύ όλα θάλασσα τα κάνεις!
Got a better definition? Add it!
Ο πονηρός, ο πανούργος, ο καταφερτζής.
- Είσαι μεγάλος τσάτσος!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που κυριολεκτικά χέζεται πάνω του.
- Πάλι χέστηκες, ρε χεστίκα;
Got a better definition? Add it!
Ο μάγκικος, ο μουράτος, ο φινετσάτος.
-Είδες αμάξι που πήρα; Τσίλικο, ε;
Got a better definition? Add it!
Ο πανίβλακας, αυτός που δεν στροφάρει, ο γκιούμης.
- Αυτός είναι γκασμάς, ρε! Δεν παίρνει μπρος......
Βλ. και γκαζμάς, μπετόβεργα, τούβλο, στόκος.
Got a better definition? Add it!