Απαρχαιωμένος χαρακτηρισμός του πρεζάκια. Αυτός που «πίνει» λάβδανο, παραμύθα, ζουζού κ.ά. Σήμερα έχει λίγο πολύ περιπέσει σε αχρησία.
- Τζάσε τον λαβδανάκια από τη μέση γιατί κάνει στα χάπατα τη ζωή πατίνι!! (έκφραση των πρεζάκηδων)
Απαρχαιωμένος χαρακτηρισμός του πρεζάκια. Αυτός που «πίνει» λάβδανο, παραμύθα, ζουζού κ.ά. Σήμερα έχει λίγο πολύ περιπέσει σε αχρησία.
- Τζάσε τον λαβδανάκια από τη μέση γιατί κάνει στα χάπατα τη ζωή πατίνι!! (έκφραση των πρεζάκηδων)
Got a better definition? Add it!
Λέξη που χρησιμοποιείται οταν αναφέρεσαι σε μπαζοσαβουρογκόμενα με ανδρόφατσα και μουστάκι.
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλικό top. Χρησιμοποιείται για ωραία γκόμενα που έχει πάρει 10άρι με τόνο. Εχει 3XL tits, ass, lips, μαλλιά και όλες οι άλλες γκόμενες γύρω της μοιάζουν με yugo.
-Τοπαδούρι ειναι η γκόμενα!
-Thirty four double D (34dblD) ειναι το τοπαδούρι, όχι παίζουμε!
Got a better definition? Add it!
Παραλλαγή της αγγλικής retard (=καθυστερημένος), για άτομα που είναι εκ γενετής καθυστερημένα και στον κόσμο τους. Δεν συμμετέχουν ποτέ σε κουβέντα και δεν καταλαβαίνουν τίποτα, κι όταν τους γίνεται κάποια ερώτηση απαντάνε στο θέμα που συζητιόταν πριν 2 μέρες ή για θέματα που τους απασχολούν, π.χ. βούτυρο ή peanut butter κάτω από τη μαρμελάδα.
Σχετικά: αρπαγμένος, κάθυστερ - καθυστέρα, βραδυφλεγής, Σελήνη, ριτάρντεντ, Κατέλης, μογγόλι, το, ληγμένος, -η, -ο
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για άτομα που εκτελούν καθήκοντα κουβαλητή, χαμάλη. Απο τη λέξη χαμάλης και την αρμένικη κατάληξη -ιαν.
Got a better definition? Add it!
Από τη λέξη υπερπαραγωγή (hyper production στα εγγλέζικα). Χρησιμοποιείται για γκόμενα που εκτός του ότι είναι αλάβαστρο και τοπαδούρι συνδυασμός, το φοράει όλο το σύνολο από underwear μέχρι shoewear, μαλλί και make-up πολύ σωστά έτσι ώστε να μοιάζει με υπερπαραγωγή του Ηollywood, ενώ μια άλλη μοιάζει με παραγωγή ουζμπεκιστανού σκηνοθέτη με αφιέρωμα στους αρκουδο-entertainers.
- Πω τι σκάει. Χάιπερ προντάξιον!!!
- Ναι ρε yo. Πού πάει η γκομενα "τρέμουν τα πεζοδρόμια".
- Tοπαδούρ μαλάκα.
- Χάιπερ... Χάιπερ προντάξιον!
Got a better definition? Add it!
Υπερτούμπανο γκόμενα, τοπαδούρ, που χύνεις και μόνο με το τσεκερά. Συνηθίζεται για πιπινάκι νεαρής ηλικίας, αλλά ενίοτε μπορείς να το πεις και για μεγαλύτερη, ειδικά αν έχεις θέμα με τους flintstones. Αρκετά ποιητική και εύηχη λέξη όπως ταιριάζει στα νιαμού τέτοιου τύπου.
Προφανώς προέρχεται από την χαρακτηριστική ομορφιά που διακρίνει τα αντικείμενα που είναι κατασκευασμένα από αλάβαστρο.
Got a better definition? Add it!
Νέουρας, ποντικαράς, στραβάδι ή στραβόγιαννο στο Πολεμικό Ναυτικό με ΕΣΣΟ μετά την Α 06.
Πλωτάρχης Witherspoon: - Τι σειρά είσαι νέος;
Νέοπας: - Ευπειθώς Α07.
ΠW: - Πρόσεχε μην πατήσεις την ουρά σου, ποντικαρά.
Συνώνυμα: ποντίκι, νιάτο, Νεοκλής, Στραβόγιαννος, κωλόψαρο, σκουίζ, ψαροκασέλα, στραβάδι, γκαβάδι, γκάβακας, γκάου-μπίου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Καραγκιόζης που σκάει με πουκαμισάκι και φλώρικο παπουτσάκι, να γαμήσει.
- Ωραίο μαγαζί αυτό...
- Ναι, αλλά τι τον έφερες τον τάκουνα μαζί ρε Σούζυ;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ιστορική φιγούρα της Αναγέννησης. Σωματοφύλακας του Βασιλιά που για όπλο φέρει mullet (τη χαίτη του)!
-Φύγε από εδώ ρε Mulleteer...
-Άντε γαμήσου ρε!
Got a better definition? Add it!