Αυτός που γαμάει γυναίκες, οι οποίες ειναι τόσο άσχημες όσο ένας δράκος.
- Πωω πω! Κοίτα το μαλάκα με τι κυκλοφορεί!
- Ρε το δρακογάμη !!!
Αυτός που γαμάει γυναίκες, οι οποίες ειναι τόσο άσχημες όσο ένας δράκος.
- Πωω πω! Κοίτα το μαλάκα με τι κυκλοφορεί!
- Ρε το δρακογάμη !!!
Ασχημόφιλοι: δρακογάμης, μπαζογαμιάς, μπαζογλείφτης, μπαζοκίλερ, μπαζοκράτωρ, μπαζοφονιάς, σάββας, Σάββας Ουρογάμης, σαβουρογάμης, σαβουρογαμιάς, σαβουρογαμόσαυρος, σαβουρομπήχτης
Got a better definition? Add it!
Η σάπια, η κατεστραμμένη γκόμενα. Συνήθως συνοδεύεται με τον επιθετικό προσδιορισμό μωρή για έμφαση.
Πού πας μωρή σακαφιόρα;!
- Αχ φιλενάδα πολύ κουράστηκα το Σ/Κ που πήγα Ρώμη με τον Μάκη...
- Ουστ μωρή σακαφιόρα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο όχι και πολύ φανατικός άντρας, ακόμη και πούστης.
- Πώς τον βλέπεις τον Χ ρε φίλε;
- Δεν ξέρω αδερφέ. Μισό-nylon μου φαίνεται, πολλά περίεργα κάνει τελευταία...
Got a better definition? Add it!
Γελοίος, καραγκιοζάκος, (σ)τόκος.
-Ρε σύ είδες θέατρο της Τετάρτης χτές το βράδυ στην Πάνια; Τρομερή βελτίωση αυτός ο Κατέλης. Έχει βελτιωθεί τα μάλα. Πολύ καλός ηθοποιός είναι τελικά!
-Ποιός μωρέ; Το πιτσιποπάκι το ίδιο; Κάτσε στήσου να σε παίξω ένα Pro να στον σφυρίξω να έρθεις στα συγκαλά σου!
Got a better definition? Add it!
Ο παρλαπίπας.
-Βγήκα χθες με ένα μανάρι αλλά ξενέρωσα! Τελικά αποδείχτηκε τόσο μεγάλος μπούμπζας που έπρεπε να βρω μια καλή δικαιολογία για να τον ξεφορτωθώ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο κουραδόμαγκας, ο ψευτόμαγκας, ο μάγκας που φοράει τακούνια, ο όχι και τόσο μάγκας τελικά!
Αναλυτικότερα, αυτός που ενώ προσπαθεί να περάσει ως πραγματικός μάγκας, τελικά αποδεικνύεται πως φοράει τακούνια. Και μιας και πραγματικός μάγκας με θηλυπρεπή στοιχεία δεν νοείται, κάνουμε λόγο για δήθεν μάγκα.
Βλέπε και μαγκιά, κλανιά και κώλο φινιστρίνι.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που σπάει τα νεύρα των άλλων και νομίζει ότι οι άλλοι τον συμπαθούν!
-Τά 'μαθες; Η Μαρία τά 'χει με τον Μπάμπη αυτήν την περίοδο!
-Με ποιον ρε; Μ' αυτόν τον βουρδούλιακα που τα πρήζει σε όλους και νομίζει ότι ειναι η ψυχή της παρέας;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αναφέρεται στην πράξη του αυνανισμού ή αλλιώς όταν τραβάς μαλακία (μινάρεις). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ουσιαστικό αλλά και ως επίθετο.
-Ρε μαγκιά μου, κανά γκομενάκι παίζει;
-Άσε ρε φίλε, τίποτα... Ξενέρα μεγάλη... Έχω ξεσκιστεί στο μινέτο.
Γιάννης : Ωρέ, ωρέεεεεε, μινέτο, κοίτα κάτι βυζά ρεεεεεε!
Got a better definition? Add it!
Μαντράνι: (mandrine): Λέξη αγνώστου προελεύσεως. Πρωτοεμφανίστηκε σε ένα χωριό της Μεσσηνίας (Χανδρινός). Υποδηλώνει άστατο χαρακτήρα. Συνώνυμες λέξεις: αλάνι, τσογλάνι, μαλάκας (μεταφ.)
-Χτες πάλι ήταν μπλεγμένος σε μια παρτούζα ο Γιώργος. -Ρε το μαντράνι, πώς τα καταφέρνει;
Got a better definition? Add it!