Further tags

Ο άνθρωπος που είναι πολυάσχολος, έχει πολύ ενέργεια μέσα του και δεν θέλει να μένει σε αδράνεια ούτε λεπτό.

Πολύ μαμούνι η γιαγιά του Δημήτρη! Έχει φτάσει τα 70 και δεν το βάζει καθόλου κάτω. Κάθε μέρα θα μαγειρέψει, θα μαζέψει το σπίτι, θα κάνει τον κήπο, θα βγει για ψώνια και δεν την ακούς ποτέ να παραπονιέται ότι κουράστηκε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χαζογκόμενα.

Τι μαλακοβιόλα! Της είπα να μου κάνει κράτηση για τις είκοσι του μηνός και μου έκανε για τις είκοσι του άλλου μήνα...

Συνώνυμο: χαζοβιόλα, η.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χαζογκόμενα.

Μωρή χαζοβιόλα, πού το έχεις το μυαλό σου;

λέγεται και για άντρες, «χαζοβιόλης». Συνώνυμο: μαλακοβιόλα, η.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουστάκι, η νεαρή προκλητική αδερφή.

- Είχα να δω τον Γιάννη χρόνια... Και τι να δω! Ένα πουστρόνι από τα λίγα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεαρός μπάτσος ή γενικά ο μπάτσος.

Εκεί που καθόμασταν ήσυχα ήρθε ένα μπατσόνι και μας είπε να φύγουμε. Και έγινε μπάχαλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δημοσιογράφος που τρέφεται με τον θάνατο των συνανθρώπων του.

Λύσσαξαν όλοι οι τηλεκανίβαλοι με τον μικρό Άλεξ. Και τι απέγινε; Τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννούμε τον ξανθό άνθρωπο.

-Πώς πέρασες στη Σουηδία τον χειμώνα;
-Πολύ ωραία, και οι Σουηδέζες κούκλες και φυσικές ξανθιές! Και τους αρέσουν οι μελαχρινοί άντρες. -Ε βέβαια, αφου έχουν ξενερώσει με όλους τους ξανθομπάμπουρες Σουηδούς εκεί!

Got a better definition? Add it!

Published

Βγαίνει απο το delivery και είναι ο διανομέας με μηχανάκι που μας φέρνει πίτσα, σουβλάκια, burgers.

- Μόλις φέρει τα φαγητά ο ντελιβεράς να του αφήσεις και κανένα ευρώ φιλοδώρημα.

Βλ. και πιτσαφέρτας, πιτσαράς, πακετάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο διανομέας που φέρνει την πίτσα.

Δεν ακούς το κουδούνι που χτυπά; Άνοιξε, θα είναι ο πιτσαράς.

o ντελίβεράς με την χοντρή βιλγάρικη πίτσα στο χέρι (από xalikoutis, 05/06/09)

Βλ. και ντελιβεράς, πιτσαφέρνης, πιτσαφέρτας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεθυσμένος.

Χτες πάλι σηκωτό τον έβγαλαν τον Μήτσο απο το μπαρ. Είχε γίνει σκνίπα.

Got a better definition? Add it!

Published