Ο κατ' επανάληψιν χήρος, που πρέπει καλού κακού να τον φοβάσαι και να μην μπλέξεις μαζί του μη σε ...στείλει και σένα.
Το προξενειό καλό, αλλά πάλι έθαψε δύο ο κερατάς! Για τέτοια είμαστε τώρα; Κι αν είναι φαρμακόπουτσος;
Ο κατ' επανάληψιν χήρος, που πρέπει καλού κακού να τον φοβάσαι και να μην μπλέξεις μαζί του μη σε ...στείλει και σένα.
Το προξενειό καλό, αλλά πάλι έθαψε δύο ο κερατάς! Για τέτοια είμαστε τώρα; Κι αν είναι φαρμακόπουτσος;
Got a better definition? Add it!
Ο ισχνός, όπως το ψάρι τσίρος, άνθρωπος. Λέγεται και τσιροπούλι.
Πφ! δεν μ' αρέσει ο τσίρος! χάθηκε νάχει λίγη κοιλίτσα;
Got a better definition? Add it!
Απαξιωτικός χαρακτηρισμός για άτομα υπερεθνικιστικών απόψεων, μάλλον νεαρά σε ηλικία. Προσδίδεται τακτικά σε Χρυσαυγίτες και νεοναζί, αλλά όχι μόνον.
Ο όρος εμφανίσθηκε στη δεκαετία του '90 και παραμένει σε χρήση.
Anyway, αν εξαιρέσουμε και κάτι τρελαμένα εθνίκια που χειροκροτούσαν σε κάθε δυνατή στιγμή, ήταν πολύ καλογυρισμένο. Αλλά φτωχό από άποψη πραγματικής ιστορίας και σπαρτιάτικης φιλοσοφίας... (Κριτική της ταινίας '300' από φόρουμ της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ Νομικής)
Εθνίκια κουφάλες, έρχονται κρεμάλες (Σύνθημα αναρχικών)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
το αποκριάτικο προσωπείο (μάσκα) είτε όμορφο είτε άσχημο
μτφ. ο άσχημος άνθρωπος, συνήθως μακροπρόσωπος
Μμμ! θέλει και γκόμενα η μουτσούνα!
Got a better definition? Add it!
Ο χέστης φαντάρος ή γενικά στρατιωτικός, μάλλον λόγω του ωραίου μεν, εύθρυπτου δε.
Τί να περιμένει κανείς από έναν κουραμπιέ;
Βλ. και κλάνας, ο, χέστης, κατουρλής, ο, κότα, μπουγατσόφλωρος, χεσμεντέν, χεζμεντέν, ζάζος
Got a better definition? Add it!
Ο τάχαμ σπουδαίος. Διατυπώνεται ειρωνικά ως «η αφεντομουτσουνάρα του» και αυτοσαρκαστικά ως «η αφεντομουτσουνάρα μου». Αντικαθιστά οπωσδήποτε το όνομα, όπως λέμε ο εξαποδώ, η επάρατος νόσος κ.λ.π.
Νομίζεις θα κάτσει να δουλέψει η αφεντομουτσουνάρα του; Ενώ εμείς οι πληβείοι τη βάψαμε...
Got a better definition? Add it!
Η λέξη περιγράφει υποτιμητικά τον σπανό άνδρα. Συνήθως ο προσδιορισμός αυτός αντικαθιστά το όνομα του άνδρα.
- Ποιος το είπε;
- Ο σπανομαρίας.
Got a better definition? Add it!
Καράπουτάνα: πιο πουτάνα και από τις πουτάνες (ο διπλός τονισμός της λέξης συνηθίζεται).
Καράπουταναριό: σόι γεμάτο καραπουτάνες (ή αλλιώς ακόμη πιο μεγενθυμένο: καράπουτανάρες).
- Ήμαρτον Χριστούλη μου! τί να περιμένει κανείς από το καράπουταναριό...
Got a better definition? Add it!
Ο φιλεύσπλαχνος και φιλάνθρωπος με τα λεφτά των άλλων (περί το 1960 φιλάνθρωπός τις ονόματι Καραμουρτζούνης έστηνε στις άκρες των πεζοδρομίων χτιστούς κουμπαράδες για να συλλέγει τον οβολό των περαστικών και να κάνει αγαθοεργίες).
- Για τι με περνάς καλέ; Καραμουρτζούνης είμαι εγώ;
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα πουτανέ και πονηρή συνάμα.
Είναι αυτή μια καρακαηδόνα! Ωχ μανούλα μου!
Got a better definition? Add it!