Further tags

Ο άνδρας που μόλις τα έχει φτιάξει με μια γκόμενα και είναι διαρκώς μαζί της αγκαλιά, αδιαφορώντας για τους γύρω του. Υπήρχε μια κούκλα παλιά που λεγόταν Φωτεινούλης-αγκαλίτσας, καθώς και μια ταινία του 1985 «Ο αγκαλίτσας λαγωνικό» με τον Σωτήρη Τζεβελέκο.

- Δες τον πάλι τον αγκαλίτσα, έχει πέσει με τα μούτρα και ούτε καν μας είδε να μας χαιρετίσει!

(από xalikoutis, 09/09/08)

Επίσης υπάρχει και η ταινία «Αγκαλίτσας ο χαζοχαρούμενος» με τον Παπαναστασίου, του 1985. Φαίνεται ότι το 1985 ήταν η χρονιά του αγκαλίτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καψούρης, ο ερωτευμένος, ο λιώμας, ο αγκαλίτσας. Υποτιμητικός χαρακτηρισμός, εκ του αγγλικού loverman.

- Δες τον λαβερμάνο, πάλι γλείφεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εστιάτορας του τάγματος, ο έχων την ευθύνη του εστιατορίου όπου σιζίτονται οι φαντάροι.

Αναλογικά ελαφριά θέση, μιας και αφενός απαλάσσεται από άλλες υπηρεσίες, αφετέρου του στέλνουν αγγαρεία φαντάρους για να καθαρίσουν και εκείνος έχει μόνο το γενικό πρόσταγμα.

- Πάλι στον εστιάρχοντα έχουμε αγγαρεία σήμερα...

Got a better definition? Add it!

Published

Η λέξη χρησιμοποιείται ως υπερθετικό του ροκ, κυρίως λόγω της ηχητικής συνάφειας αλλά και την παραπομπής στη λέξη μπαρ. Στην κυριολεξία αναφέρεται στο καλλιτεχνικό ύφος baroque που κυριάρχησε τον 17ο-18ο αιώνα στην Ευρώπη.

Καλά γνώρισα χθες μια γκόμενα τελείως μπαρόκ!

(από Khan, 09/05/14)Από την Bratislava της Σλοβακίας (από Khan, 09/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προσώπου ή κατάστασης.

ροκ = αντισυμβατικός, παλαβός, άγριος, αχαλίνωτος, θυελλώδης, έκλυτος, άναρχος. Όταν αναφερόμαστε σε ροκ κατάσταση, εννοούμε ότι θυμίζει ροκ συναυλία.

Η κατάσταση στο γραφείο είναι τελείως ροκ.

«Γιατι εσυ ξέρεις στο κρεβάτι τι θα πεί ροκ εντ ρόλ...» Σιδηρόπουλος (1985) (από vikar, 08/07/11)

Δες και τζαζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως επίθετο: χέστης, φοβιτσιάρης. Ως ουσιαστικό: φόβος, τρόμος, αλλά και χέσιμο, ξεφτίλισμα, βρίσιμο.

  1. Ο Κώστας ο χεσμεντέν, να δεις πως έκανε με το σεισμό...

  2. Η ταινία ήταν θρίλερ, πολύ χεσμεντέν...

  3. Θα του ρίξω ένα γερό χεσμεντέν μόλις έρθει...

(από Galadriel, 07/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης γκαγκά.

Θεωρείται ακόμα πιο υποτιμητική - συνώνυμη του τελείως γκαγκά (γκαγκά σε υπερθετικό βαθμό).

Ηχητικά παραπέμπει στο όνομα Αλί-μπαμπά (και οι 40 κλέφτες).

- Καλά μιλάμε είσαι αλί-γκαγκά, όχι απλώς γκαγκά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλανιάρης, εκείνος που διαρκώς κλάνει δημοσίως (είτε κρυφά είτε επιδεικτικά), εκ του ρήματος πέρδομαι.

- Πω πω βρώμα, την αμόλησε πάλι ο πέρδικας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικό του μαλάκας, με σαφώς λιγότερη διάθεση υποτίμησης. Συνήθως προφέρεται με παιδική τραγουδιστή φωνή.

- Είσαι λίγο μαλιάκας, αλλά δεν πειράζει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της περιοχής Μαλακάσα, που είναι ομόηχη με τη λέξη μαλάκας. Χρησιμοποιείται συχνότερα στο θηλυκό γένος: η μαλακάσα.

- Ήρθε που λες και η Πόπη η μαλακάσα στην παρέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified