Further tags

Άνδρας (ούτως ειπείν...) του οποίου οι περήφανοι γονείς έχουν γνωριστεί με τους γονείς της γκόμενάς του - κοινώς, έχει κάνει «φανερώματα». Θηλυκό: Φανούρω, φανούραινα.

Καμία σχέση με το φανουρομωρό

Φανούρη, κόκα-κόλα έφερες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που θέλει συνέχεια να επιδεικνύεται.

- Καλά, χτες το βράδυ ήμουν φοβερός... Πού να στα λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό το λέμε όταν κάποιος κάνει άσχετα πράγματα και γενικώς κάνει ό,τι να 'ναι, αρκεί να 'ναι!

- Φίλε Νίκο εμένα που με βλέπεις μου αρέσει η μέταλ μουσική, ντύνομαι σαν τρέντουλο και κάνω γκραφίτι (που κάνουν οι χιπ-χοπάδες).
- Αα... καλά... ο ο,τινανισμός σε όλο του το μεγαλείο!

Τα κυριολεκτικώς ο,τι-νανιστικά τακούνια της Φανής Σπυριδάκη, που από αρκετούς θεωρήθηκαν ότι συνάδουν με τον ό,τι νάνε χαρακτήρα του κόμματος "Το Ποτάμι" που εκπροσωπεί. (από Khan, 07/05/14)Ο,τι-νανισμός στα τακούνια. (από Khan, 07/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ομοφυλόφιλη γυναίκα, η λεσβία.

- Για κοίτα της πλακομούνες, χαμουρεύονται πάλι!

Από το πλακομούνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aυτός που πανικοβάλλεται πολύ εύκολα.

- Ρε Γιώργη πανικοτρίκωλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αξιωματικός του Ελληνικού στρατού. Ονομάζεται έτσι επειδή είναι παντελώς ανάξιος και ανίκανος για οποιαδήποτε δουλειά και τα φορτώνει όλα στους φαντάρους.

- Περίμενε λίγο, στις 3 φεύγουν οι αναξιωματικοί και θα χαλαρώσουμε λίγο.
- Πρόχεχε σ' αυτή τη μονάδα, άμα βλέπεις αναξιωματικό θα χαιρετάς, αλλιώς θα φας καμπάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψηλός και άχαρος άνθρωπος, ειδικότερα γυναίκα (εύχρηστο στον νομό Ηλείας, από το ομώνυμο λατινογενές ουσιαστικό που δηλώνει το παράπηγμα του τσοπάνη...).

- Πόσο ξελόντζα αυτή η γκόμενα, ρε γέροι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο προφυλακτικός τύπος είναι αυτός που προσέχει πολύ (είτε ενεργητικά, είτε παθητικα. Σε όλους τους τομείς). Παίρνει πολλές προφυλάξεις.

(Βασίλης)
-Ρε μαλάκα, τι λέει το γκομενάκι, το κουμαντάρεις καλά;
(Μάνος)
-Την προσέχω πολύ ρε... δεν την αφήνω να παει πουθενά μόνη... φοβάμαι μην πάθει τίποτα...
(Βασίλης)
-Μην είσαι τόσο προφυλακτικός μαζί της ρε... Θα το χάσεις το γομενάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρακμή, αλλά και ο παρακμιακός, -ή, -ό. Από την γαλλική λέξη décadence που σημαίνει παρακμή και προφέρεται «ντεκαντάνς» (παρεμπιπτόντως: οι dead can dance παίζουν με την προφορά της λέξης αυτής). Το χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε ανθρώπους, καταστάσεις, χώρους, μουσική.

  1. Είδα την Ράνια χθες. Χάλι. Ήταν υπερβολικά βαμμένη, ντυμένη σαν τρεντάκι ενώ έχει κλείσει τα πενήντα, την έπινε χαλαρά όλη την ώρα και δεν ήξερε πού πατούσε όταν σηκωθήκαμε, άσε που μιλούσε φωναχτά και έλεγε κάτι μαλακίες... Γάμησέ τα, πολύ ντέκα...

  2. Με πήγε να φάμε σε ένα εστιατόριο μες στη ντέκα. Ψευτοχρυσές πλαστικές καρέκλες, συνθετικά τραπεζομάντηλα, μουσική να κόβεις τις φλέβες σου, τα 'παιξα και δεν μπορούσα να φύγω, ήμασταν οι δυο μας μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει μανία με τις μπίζνες αλλά δεν έχει απαραίτητα δική του επιχείρηση. Αν δεν έχει δική του επιχείρηση είναι συνήθως στέλεχος μεγάλης εταιρίας. Η μετεξέλιξη του γιάπη. Τον ενδιαφέρει πάντα το χρηματιστήριο και οι οικονομικές ειδήσεις. Το κοστούμι και η γραβάτα είναι τα απαραίτητα αξεσουάρ καθώς και το κοντό καλοχτενισμένο μαλλί. Πάντοτε κάθεται μέχρι αργά στη δουλειά (και υπερηφανεύεται γι' αυτό) και συνήθως πηγαίνει και τα σαββατοκύριακα. Μισεί τους δημοσίους υπαλλήλους. Τους συναντάμε σε μεγάλες ποσότητες στο Κολωνάκι και γύρω από το χρηματιστήριο.

  1. Εγώ πεντέμιση σχολάω, δεν είμαι μπιζνεσαίος να κάθομαι μέχρι τις 9.

  2. Σιγά μη φορέσω γραβάτα! Γιατί με πέρασες, για μπιζνεσαίο;

  3. Προσπαθώ, αλλά δεν μπορώ να βρω μια δουλειά. Τις έχουνε πιάσει όλες οι μπιζνεσαίοι!

  4. Αυτά τα μπιζνεσαίικα κόλπα με τα τεστ δεξιοτήτων δεν τα μπορώ.

  5. Μπιζνεσαίοι, μπιζνεσαίοι, ποιος σας είπε ότι είστε ωραίοι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified