Άνδρας (ούτως ειπείν...) του οποίου οι περήφανοι γονείς έχουν γνωριστεί με τους γονείς της γκόμενάς του - κοινώς, έχει κάνει «φανερώματα». Θηλυκό: Φανούρω, φανούραινα.
Καμία σχέση με το φανουρομωρό
Φανούρη, κόκα-κόλα έφερες;
Άνδρας (ούτως ειπείν...) του οποίου οι περήφανοι γονείς έχουν γνωριστεί με τους γονείς της γκόμενάς του - κοινώς, έχει κάνει «φανερώματα». Θηλυκό: Φανούρω, φανούραινα.
Καμία σχέση με το φανουρομωρό
Φανούρη, κόκα-κόλα έφερες;
Got a better definition? Add it!
Αυτός που θέλει συνέχεια να επιδεικνύεται.
- Καλά, χτες το βράδυ ήμουν φοβερός... Πού να στα λέω...
Got a better definition? Add it!
Αυτό το λέμε όταν κάποιος κάνει άσχετα πράγματα και γενικώς κάνει ό,τι να 'ναι, αρκεί να 'ναι!
Σχετικά: τρία πουλάκια κάθονται, ωραία φέτα, καλά, πιάσε μια Amstel, του Κίτσου η μάνα κάθονταν, από την πόρτα σου περνώ..., πούτσο κλαίγανε, τον, άρες, μάρες, κουκουνάρες, άρτσι μπούρτσι και λουλάς, καλά κρασιά.
Αργκοτικοί ισμοί: ανορθογραφισμός, αρχιδισμός, ασιγματισμόσ, ατονισμος, γκρηκλισμός, γουτσισμός, δηθενισμός, ετσιθελισμός, μπαμπαδισμός, μπιζιμποντισμός, ξερολισμός, ξυσαρχιδισμός, οτινανισμός, παπαρολογισμός, πολυτονισμὸς, ρεμαλισμός, σκεμπεδισμός, σλανγκισμός, (εφαρμοσμένος) σπαζαρχιδισμός, σταρχιδισμός, τιραμισουρεαλισμός, τουκανισμός, χουλιγκανισμός, ωχαδερφισμός.
Got a better definition? Add it!
Η ομοφυλόφιλη γυναίκα, η λεσβία.
- Για κοίτα της πλακομούνες, χαμουρεύονται πάλι!
Από το πλακομούνι.
Got a better definition? Add it!
Aυτός που πανικοβάλλεται πολύ εύκολα.
- Ρε Γιώργη πανικοτρίκωλε!
Got a better definition? Add it!
Ο αξιωματικός του Ελληνικού στρατού. Ονομάζεται έτσι επειδή είναι παντελώς ανάξιος και ανίκανος για οποιαδήποτε δουλειά και τα φορτώνει όλα στους φαντάρους.
- Περίμενε λίγο, στις 3 φεύγουν οι αναξιωματικοί και θα χαλαρώσουμε λίγο.
- Πρόχεχε σ' αυτή τη μονάδα, άμα βλέπεις αναξιωματικό θα χαιρετάς, αλλιώς θα φας καμπάνα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ψηλός και άχαρος άνθρωπος, ειδικότερα γυναίκα (εύχρηστο στον νομό Ηλείας, από το ομώνυμο λατινογενές ουσιαστικό που δηλώνει το παράπηγμα του τσοπάνη...).
- Πόσο ξελόντζα αυτή η γκόμενα, ρε γέροι...
Got a better definition? Add it!
Ο προφυλακτικός τύπος είναι αυτός που προσέχει πολύ (είτε ενεργητικά, είτε παθητικα. Σε όλους τους τομείς). Παίρνει πολλές προφυλάξεις.
(Βασίλης)
-Ρε μαλάκα, τι λέει το γκομενάκι, το κουμαντάρεις καλά;
(Μάνος)
-Την προσέχω πολύ ρε... δεν την αφήνω να παει πουθενά μόνη... φοβάμαι μην πάθει τίποτα...
(Βασίλης)
-Μην είσαι τόσο προφυλακτικός μαζί της ρε... Θα το χάσεις το γομενάκι.
Got a better definition? Add it!
Η παρακμή, αλλά και ο παρακμιακός, -ή, -ό. Από την γαλλική λέξη décadence που σημαίνει παρακμή και προφέρεται «ντεκαντάνς» (παρεμπιπτόντως: οι dead can dance παίζουν με την προφορά της λέξης αυτής). Το χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε ανθρώπους, καταστάσεις, χώρους, μουσική.
Είδα την Ράνια χθες. Χάλι. Ήταν υπερβολικά βαμμένη, ντυμένη σαν τρεντάκι ενώ έχει κλείσει τα πενήντα, την έπινε χαλαρά όλη την ώρα και δεν ήξερε πού πατούσε όταν σηκωθήκαμε, άσε που μιλούσε φωναχτά και έλεγε κάτι μαλακίες... Γάμησέ τα, πολύ ντέκα...
Με πήγε να φάμε σε ένα εστιατόριο μες στη ντέκα. Ψευτοχρυσές πλαστικές καρέκλες, συνθετικά τραπεζομάντηλα, μουσική να κόβεις τις φλέβες σου, τα 'παιξα και δεν μπορούσα να φύγω, ήμασταν οι δυο μας μόνο.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που έχει μανία με τις μπίζνες αλλά δεν έχει απαραίτητα δική του επιχείρηση. Αν δεν έχει δική του επιχείρηση είναι συνήθως στέλεχος μεγάλης εταιρίας. Η μετεξέλιξη του γιάπη. Τον ενδιαφέρει πάντα το χρηματιστήριο και οι οικονομικές ειδήσεις. Το κοστούμι και η γραβάτα είναι τα απαραίτητα αξεσουάρ καθώς και το κοντό καλοχτενισμένο μαλλί. Πάντοτε κάθεται μέχρι αργά στη δουλειά (και υπερηφανεύεται γι' αυτό) και συνήθως πηγαίνει και τα σαββατοκύριακα. Μισεί τους δημοσίους υπαλλήλους. Τους συναντάμε σε μεγάλες ποσότητες στο Κολωνάκι και γύρω από το χρηματιστήριο.
Εγώ πεντέμιση σχολάω, δεν είμαι μπιζνεσαίος να κάθομαι μέχρι τις 9.
Σιγά μη φορέσω γραβάτα! Γιατί με πέρασες, για μπιζνεσαίο;
Προσπαθώ, αλλά δεν μπορώ να βρω μια δουλειά. Τις έχουνε πιάσει όλες οι μπιζνεσαίοι!
Αυτά τα μπιζνεσαίικα κόλπα με τα τεστ δεξιοτήτων δεν τα μπορώ.
Μπιζνεσαίοι, μπιζνεσαίοι, ποιος σας είπε ότι είστε ωραίοι;
Got a better definition? Add it!