Κάποιος /-α που θεωρεί τον εαυτό του/της πολύ όμορφο, έξυπνο, γενικά τέλειο, και το λέει σε όλους.
Κάποιος /-α που θεωρεί τον εαυτό του/της πολύ όμορφο, έξυπνο, γενικά τέλειο, και το λέει σε όλους.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το τσόντα + βίος.
Αυτός που ζει από τις πορνοταινίες και τα τσοντοπεριοδικά, συνήθως δεν έχει γκόμενα και συνέχεια παίζει το πουλί του.
-Βρήκε γκόμενα ο τσοντόβιος ή ακόμα παιδεύεται με το χέρι του;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δεν έχει συγκεκριμένο ορισμό αλλά χρησιμοποιείται ως επίθετο για να φωνάξουμε κάποιον χωρίς να τον βρίσουμε, αλλά και χωρίς να τον φωνάξουμε με το όνομά του.
-Ρε γκουντρόν, πού είσαι και σε ψάχνω τόση ώρα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Ο ευκολόπιστος, ο συνήθως αφελής.
- Πολύ ψάρι αυτός ο Γιάννης, του είπα ότι έχω γαμήσει την Παπαρίζου και με πίστεψε.
Δες και ψάριν στο cySlang.com.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
1) Συνήθως λέμε τον καλό μαθητή που βγάζει 19 και 20.
2) Η πραγματικότερη σημασία της λέξης είναι ο λιγότερο ευφυής μαθητής που διαβάζει όλη τη μέρα για να φτάσει το επίπεδο του 16-17.
- Πολύ φυτό είναι ο Νίκος, έβγαλε 19 και 3.
- Όχι ρε απλώς είναι έξυπνος.
Αυτή η Ιωάννα πολύ φυτό, δεν βγαίνει ποτέ, κάθεται σπίτι της και διαβάζει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο έξυπνος, που κόβει το μυαλό του.
-Ξυράφι ο Κώστας, όλα τα απάντησε στα μαθηματικά.
Got a better definition? Add it!
Published
Ο ψευτομάγκας, που μόλις του κάνεις ΜΠΟΥ!!! αυτός χέζεται.
.
Got a better definition? Add it!
Ο ό,τι να 'ναι, ο απρόβλεπτος τύπος που καταφέρνει να αποδιοργανώσει την παρέα. Οι πράξεις του σχεδόν πάντα περιβάλλονται από ένα πέπλο ηλιθιότητας. Ο ίδιος ενίοτε δεν αντιλαμβάνεται την ιδιότητά του αυτή, παρά μόνο όταν του την επισημάνουν οι γύρω του. Η ιδιότητα τού να είναι κάποιος αντάβαλος είναι διαρκής. Δεν έχει δηλαδή εξάρσεις και υφέσεις αλλά συνήθως κυμαίνεται γύρω από κάποιον μέσο όρο διαφορετικό για κάθε αντάβαλο, με αποτέλεσμα κάποιος να είναι λίγο, πολύ ή πάρα πολύ αντάβαλος.
- Έμαθες τι έκανε πάλι ο Τάκης...;
- Ε αφού είναι αντάβαλος!!
Got a better definition? Add it!