Further tags

Ο πολύ τεμπέλης, που βαριέται που ζει. Ο τεμπελχανάς. Τόσο τεμπέλης, που αν οι τεμπέληδες ψήφιζαν για αρχηγό, θα έβγαινε αυτός. Και με μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο.

- Ο Ρούλης έχασε 25 κιλά από τότε που μετακόμισε επαρχία για τις σπουδές του.
- Από το άγχος ε...
- Όχι επειδή βαριόταν να μαγειρέψει μόνος του.

(Ο Ρούλης είναι τεμπέλαρχος.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το θηλυκό που όχι μόνο έχει κουνιστό κώλο, αλλά και «φιλόξενο».

Σχετικό λήμμα: τσαπερδόνα.

Καλύτερα να πας με τη ξανθιά. Είναι αυτή μια τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα ..... Θα σου ξηγηθεί και οθωμανικό σούπερ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλη πράσινη σαύρα. Η γυναίκα που μιμείται την κίνηση της σαύρας, κωλοκουνίστρα. Σε επέκταση γυναίκα παιχνιδιάρα, τσαχπινογαργαλιάρα.

Είν' αυτή μια τσαπερδόνα! Σε 10 λεπτά, με το νάζι της, θα τον έχει ψήσει, σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τις λέξεις: πουλάω + μούρη. Αυτός που έχει υφάκι, στιλ και γυαλί ρέιμπαν.

Πολύ στιλ ο τυπάς, πουλμούρ. Δεν τα χάφτω εγώ όμως. Έτσι και βγάλει το γυαλί και βγει απ' το γκάμπριο δε θα μετράει μία!

Βλ. και πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εκμοντερνισμένο «χρυσό μου». Συνήθως το χρησιμοποιούν οι φιλενάδες μεταξύ τους. Ο τόσο γλυκός τρόπος που παραπέμπει σε βρεφική ηλικία (βλ. ζουζούνισμα) -μπιάχ!!

Έλα βρε ζουζού μου, πού χάθηκες;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν την δεις θα καταλάβεις τι εννοώ. Η κοντή γεματούλα, χωρίς το γνώθι σεαυτόν, που μου φοράει το μίνι, καλτσόν δίχτυ και μπότα μαύρη.

Κοίτα, κοίτα τον μπόγο, την χιονόμπαλα, λύγισμα και κούνημα και αυτοπεποίθηση το κοντοπούτανο! Με τρελή πίπα θα τον κρατάει τον άλλον τον χάφτα δίπλα της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω γίνει λιώμα απ' το ποτό, δε βλέπω μπροστά μου. Κυρίως για τα ναβαρινοαλάνια χρησιμοποιείται.

- Με μαζεύανε πάλι χτες απ' τα πεζοδρόμια φέτα.
- Αμάν ρε Γιάννη, πάλη πλακώθηκες στα μπυρόνια και τα ούζα χτες;;!

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που μετράει, συνήθως άσχημα, που κωλολέει, που δεν παίρνει χαμπάρι μία.

Χρησιμοποιείται για να υπογραμμίσει την αρτιότητα, την αξία, το μέγεθος της εγγύησης που αποτελεί κάποιος ή κάτι.

  1. Ψηλλλέ τσίμπησα μια οθόνη, πολλλή ζόρικη σε λλλέω. Τρακόσα εκατομμύρια χρώματα, 85 ίντσες και δε συμμαζεύεται...

  2. Άσε τον Τάκη πάνω μου. Είναι ζόρικος ο Τάκης, θα του εξηγήσω και θα καταλάβει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στραβάδι, ο γκαβός, ο τυφλοτσόγκας αυτός που δε βλέπει την τύφλα του.

Προκύπτει απ' τον γνωστό ποιητή Νίκο Καββαδία:
γκαβός + Καββαδίας = γκαβαδίας

-Θα μας σκοτώσεις ρε γκαβαδία; Το κόκκινο δεν το βλέπεις;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εφαψίας.

- Είχε μεγάλο στριμωξίδι στο μετρό το πρωί και βρήκε ευκαιρία ένας ψυχάκιας χούφτερμαν να χουφτώσει μια γυναίκα. Έφαγε όμως με τη σειρά του μια τσιμπιά στα παπάρια κι ακόμα σκούζει ο ανώμαλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified