Selected tags

Further tags

Παρέα ή σύνολο γυναικών που χαρακτηρίζονται από το κοινό γνώρισμα της υπέρμετρης λατρείας του ανδρικού μορίου σε κάθε περίπτωση, με κάθε μέσο και τρόπο, κοινώς είναι ξεκωλιάρες και η εμφάνιση αυτών συχνά χαρακτηρίζεται από ξώμουνο και ξώβυζο ρουχισμό, προκλητικό βλέμμα και πουτανιά.

  1. Είδες το πάνελ της νέας εκπομπής; Όλες οι μούνες μαζευτήκανε. Ο θίασος του Ξεκωλίδη!!

  2. Περπάταγα στη παραλία και γινότανε χαμός. Ο θίασος του Ξεκωλίδη!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τις λέξεις σταφ και «φίλοι». Αναφέρεται στην ομαδική κατανάλωση ναρκωτικών ουσιών, κυρίως χασίς.

Παράγωγα: σταφυλιάζω, σταφύλιασμα, πάτημα σταφυλιών (αναφέρεται στο στρίψιμο τσιγάρου με χασίς)

- Πσιτ,Μάκη, πάμε για... σταφύλι; (κλείσιμο ματιού)
- Έλα ρε φίλεε... Πάτημα σταφυλιών κι έτσι; Το 'ψησα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέτσας ή φλούδας είναι ο άνθρωπος που συνεχώς επιδίδεται σε μαλακίες και σπάει τα νευρά της παρέας του. Επίσης, σε μερικές περιπτώσεις, ο πολύ φλώρος που κάνει τον έξυπνο.

  1. - Κοίτα ρε μαλάκα τι κάνει πάλι ο Γιάννης. Ρεζίλι έχουμε γίνει!
    - Ρε πέτσα κατέβα απ' το τραπέζι γκόμενα είσαι κ χορεύεις εκεί πάνω; Γελάει όλος ο κόσμος μαζί σου.

  2. - Λοιπόν, είναι πολύ εύκολο, δεν καταλαβαίνω που κολλάς. Η υποτείνουσα του γ είναι.....
    - Σκάσε ρε πέτσα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράσις χορτοσλάνγκ-τεκεδοσλάνγκ, αναφερόμενη στην φούντα, προϊούσα γυριστροπαρέας.

Απαντάται στην απελπισία του κύκλου, που αδημονώντας για «την άφιξη του παπά, με τα άμφια, για να τελέσει το ευχέλαιο», απευθύνεται στον στρίφτη που την καθυστερεί για αδιευκρίνιστους λόγους. Ο ίδιος, με τη σειρά του απαντά με την εν λόγω για να παινέψει το αριστούργημά του ως προς την γεύση και την μαεστρία της στρεπτικής κατασκευής, παραλληλίζοντάς το με την πεντανόστιμη, στριφογυριστή χορτόπιτα, σπεσιαλιτέ της Σκοπέλου.

1ος στον 2o: Άντε ρε, μία ώρα... Δεν την παλεύω ρε... Ανοίγεις φύλλο για σπανακόπιτα;
2ος στον 1o: Μην αγχώνεσαι, ξέρω τι κάνω... Θα σ' την κάνω σκοπελίτικη και θα γλείφεις τα δάχτυλά σου...
3oς στον 1ο: Αγχώσου, ρε... (άσχετο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν έχει μαζευτεί μια μπακουροπαρέα και βρίσκεται σε φάση αράγματος, κουβεντιάζοντας για το νέο προπονητή του Γαύρου και άλλες μαλακίες, το «διαφημίσεις!» είναι το συνθηματικό για να σταματήσουν προς στιγμή οι βαθυστόχαστες αναλύσεις και να επικεντρωθεί η προσοχή της παρέας σε κάποιο ωραίο καυλάκι / καυλάκια που περνάνε εκείνη τη στιγμή από μπροστά. Η παρέα κάνει ένα κιτ-κατ και απολαμβάνει το θέαμα ενώ συνήθως γίνονται και κάποια χυδαία σχόλια. Μετά το διαφημιστικό διάλειμμα το πρόγραμμα επιστρέφει στην κανονική ροή του.

- Τώρα με Βαλβέρδε θα σας πάμε πίπα-κώλο παλιοβαζελάκια!
- Κάνε υπομονή μισό λεπτό κωλόγαυρε και θα σου απαντήσω. Προς το παρόν έχουμε διαφημιστικό.
- Πού βρε μαλάκα;
- Πίσω δεξιά. Κοίτα με τρόπο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω επαφή με κάποιον, κάνουμε παρέα, κλπ.

Η έκφραση σπανίως χρησιμοποιείται θετικά. Συνήθως λέμε «Δεν μιλέμαι», εννοώντας ότι τσακώθηκα, χώρισα τα τσανάκια μου, έκοψα, κάνω μούτρα, κουτουλού.

- Τά 'μαθες; Η Βάλια και η Κάτια δεν μιλιούνται λέει!
- Έλα!!!

(από MXΣ, 18/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλητική προσφώνηση μεταξύ Ευρυτάνων νέων, χωρίς πολύ ειδική σημασία. Κυρίως εκφωνείται ως έκπληξη (αν έχω καταλάβει καλά) προς αυτά που μας εξιστόρησε ο άλλος, δηλαδή συντάσσεται ως «α ρε τσοπ, μας κούφανες!», ή «τι λε ρε τσοπ! πρόλαβες και την κουτούπωσες;»...

Γενικά θα μπορούσε να είναι συνώνυμο των «πω ρε μάγκα μου!», «wow, dude!» και «τι λε ρε παιδάκι μου!».

- Άσ' ρε φίλ', ήμουν στον Έβρο 3 μήνς 'μπλοκή. Βγήκα έξ' και πήγ' στο μοναδ'κό μπ'ρδέλ' του χωριού. Έπ'σα σ' τράβελο. Ήταν και μουσλμάν', είχ' περιτ'μή. Αλλά τι να κάν'; Είχαν στραβώσ' τ' αρχίδια μ' τόσους μήν'ς!
- Τι λε ρε τσοπ! Την κ'τούπ'σες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αυτός είναι συνώνυμος με τις λέξεις φίλοι, παρέα και κολλητοί. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον από τους νέους.

Όταν κάποιος αναφέρει ότι θα βγει με τα φιλάρια, δεν εννοεί μόνο τα πρόσωπα αλλά αυτομάτως αυτό συνεπάγεται ότι υπάρχει πολύ καλή ατμόσφαιρα στη παρέα και θα διασκεδάσουν μέχρι πρωίας.

-Πού πας;
-Θα βγω με τα φιλάρια, αλλά μην ανησυχείς θα επιστρέψω νωρίς, κατά τις 6 το πρωί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κανονίζουμε μπασκετάκι για Σάββατο βράδυ, ένεκα ότι μεγαλώσαμε, δουλειά σπίτι κ.λ.π. και οι εποχές που ήμασταν δεκάξι και παίζαμε κάθε μέρα φύγαν ανεπιστρεπτί. Η παρέα είναι 10 άτομα, σπανίως μαζευόμαστε ζυγός αριθμός (φαντάσου τι τραβάει ο Πλατινί), και συνήθως εμφανίζονται βία έξι άτομα.

Έλα που σήμερα μαζευτήκαμε και οι δέκα, και ο Μάκης έφερε και έναν εξτρά. Το σύνολον 11. Άντε τώρα να παίξεις μονό...

Οπότε ο Μάκης που έκανε την μαλακία, ως άλλος Κύρος Γρανάζης προτείνει να αγγαρέψουμε έναν πιτσιρικά από την απέναντι μπασκέτα (δια της βίας, γιατί είμαστε και άγριοι) και να κάνουμε (ή παίξουμε) πρωταθληματάκια. Δλδ, να κάνουμε τέσσερις ομάδες (των τριών) και να παίξουν όλες οι ομάδες εναντίον όλων, μονά στα 11, και να ανακηρυχθεί ο νικητής. Σαν τους όμιλους του champions' league ένα πράμα.

Τα πρωταθληματάκια είναι η λύση όταν υπάρχει μεγάλος αριθμός διαθέσιμων παικτών για μονό. Το τέλειο είναι τρεις εναντίον τριών. Δύο εναντίον δύο είναι ξελίγωμα μεγάλο γιατί δεν ανασαίνεις, και τέσσερις εναντίον τέσσερις έχει γρίνα γιατί πάντα κάποιος αδικείται σε πάσες και προσπάθειες... Άσε που κάποιοι κατασκηνώνουν κάτω από το καλάθι.

Τα πρωταθληματάκια αποτελούν μια Σολομώντειο λύση, διότι είναι η λύση που δυσαρεστεί λιγότερο. Σε αντίθετη περίπτωση, ή θα γαμιόταν το παιχνίδι (4vs.4), ή κάποιος θα περίσσευε.

Αυτό για τώρα που έχουμε κάποια ηλικία. Όταν ήμασταν μικροί και είχαμε κουράγιο για διπλά, συνήθως καταφεύγαμε στη λύση αυτή, διότι είτε το γήπεδο ήταν μισό, είτε γιατί η άλλη μπασκέτα ήταν πιασμένη από άλλη παρέα.

Πάρτο-βάλτο: Χότζας (από πρόχειρο).

(νομίζω ότι είναι ενσωματωμένο στον ορισμό, με το μαλάκα το Μάκη)

(από electron, 01/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Αυτό δεν είναι slang» θα αναφωνήσει ο μέσος αναγνώστης. Και θα έχει δίκιο.

Κάποιες παρέες όμως χρησιμοποιούν τον όρο αυτόν εννοώντας ότι στην έξοδο θα συμπεριλαμβάνονται τελικά και γυναίκες - αλλά με μια σημαντική λεπτομέρεια: οι γυναίκες αυτές θα είναι οποιεσδήποτε άλλες, ΕΚΤΟΣ από τις δικές τους.

Με αυτήν την έννοια, το λήμμα προάγεται σε slang - και μάλιστα εξαιρετικής χρησιμότητας.

(μετά από πολύωρο καυγαδάκι με συνοδεία παντόφλας)
- Μα ρε μωρό μου, δεν σε καταλαβαίνω. Τόσο καιρό είμαι τύπος και υπογραμμός. Δικαιούμαι πιστεύω μετά από τόσα χρόνια να βγω επιτέλους αντροπαρέα.
- Ουφ, τέλος πάντων. Σου επιτρέπω μια τελευταία φορά, αλλά να ξέρεις ότι θα με αποζημιώσεις αδρά.

(μετά από πέντε λεπτά, στο τηλέφωνο)
- Έλα ρε μαλάκα, ΟΚ τελικά, εγώ πήρα άδεια από τη δικιά μου. Οπότε, παίρνω αμέσως την Κική να την καλέσω και να της πω να φέρει και καμιά πεινασμένη φίλη της.
- Έγινε, κι εγώ θα πω στην 25η κάβα, την Τζένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified