Further tags

Aυτή η φράση λέγεται, όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος είναι πούστης.

Εμπνεύστηκε από την πετυχημένη σειρά πρίζον μπρέικ, όπου, στην φόξ ρίβερ, τα αγοράκια που γαμούσε ο τι-μπαγκ του έπιαναν την τσέπη.

- Τους βλέπεις αυτούς τους δυο εκεί;
- Ναι ρε μαλάκα και έχω φρίξει με τον ξανθό!
- Του κρατάει την τσεπούλα από ό,τι φαίνεται...
- Σίγουρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πειρακτικός όρος για γεροντοφρικιά και άλλους συνομηλίκους τους που αγοράζουν μηχανές για πρώτη φορά στα 40+ αλλά δεν είναι ούτε τόσο φραγκάτοι, ούτε και τόσο ψώνια για να πάρουν Harley και βολεύονται με μηχανές μικρού κυβισμού.

Ενίοτε παν και διακοπές στα νησιά το καλοκαίρι μ’ αυτές, αλλά συχνά σπάνε και κάνα ποδαράκι...

Αν συνοδεύονται και από αίσθημα (σ' αυτήν την ηλικία λέγεται σύζυγος…) προσθέτουμε και το Σοφία (Αλιμπέρτη). Δεν συνοδεύονται όμως από χαίτη…

Ρε καλώς τον Γαρδέλη! Πού το φάγαμε το γόνατο πάλι; ΠΣΚ με την enduro και το Σοφάκι πάλι;

(από BuBis, 16/02/09)(από Khan, 14/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη, περιπαικτική, που περιγράφει καλές κοπέλες από κακές οικογένειες, ή κακές κοπέλες από καλές οικογένειες, ή τέλος πάντων οποιουδήποτε συνδυασμού, οι οποίες, όπως αφήνει να εννοηθεί το λήμμα, απλά είτε κερατώνουν τον σύντροφο τους, είτε γενικά την πλέκουν την κάλτσα του φαντάρου.

Παράφραση του ονόματος της ηρωίδος του γνωστού μυθιστορήματος της Λιλής Ζωγράφου, «Η αγάπη άργησε μια μέρα», που διασκευάστηκε σε σήριαλ για την ελληνική τηλεόραση το 1997 (δηλαδή Ερατώ την λέγανε αν δεν είναι obvious).

Χρησιμοποιείται και για άλλα πρόσωπα με άλλα ονόματα φυσικά, εκτός της Ερατούς.

Δεν ξέρω γιατί μου θύμισε και την φράση «πολύ καλό κορίτσι» που λέγαμε παλιά, βάζοντας ταυτόχρονα την γλώσσα μας στο μέσα μέρος του μάγουλου μας, μιμούμενοι ξέρετε τι. Δοκιμάστε το…

- Καλό κορίτσι η Αφροξυλάνθη, ε; Τυχερός, ο φίλος μας ο Γιαννάκης ο Μυλωνάς.
- Kαλά δεν λες τίποτε, και η Κερατώ τον άνδρα της με τους πραματευτάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέμε για δύο άτομα ότι «κάνουν σαν τους δυο γέρους στο μάπετ σόου», παρομοιάζοντάς τους δηλαδή με τους δύο γνωστούς παππούδες του γνωστού σόου, σε μία ή και τις δύο από τις παρακάτω περιπτώσεις:

  1. Τα έχουν βρει τέλεια μεταξύ τους, θαυμάζουν ο ένας τον άλλο, κάνουν τέλεια παρέα μεταξύ τους, αλλά ΜΟΝΟ μεταξύ τους, είναι δηλαδή περιθωριακοί. Λένε φοβερά αστεία, αλλά που τα καταλαβαίνουν μόνο οι ίδιοι, δηλαδή inside jokes.

  2. Θεωρούν ότι έχουν το δικαίωμα ή μάλλον την υποχρέωση να κρίνουν τους πάντες και τα πάντα. Λειτουργούν ως αυτόκλητη κριτική επιτροπή. Επειδή είναι επαΐοντες επί παντός επιστητού.

Να μην συγχέεται με το μάπετ σόου.

Από τα σχόλια στο λήμμα: πρέκια (Μιλάμε για 2η έννοια εδώ).

Mes: Κάτι δεν πάει καλά. «Θα σου γαμήσω τα πρέκια» θα πει «θα σου γαμήσω τους όρχεις»;

GATZMAN: Ναι mes. Καλά το παρατήρησες.Τι παίζει άραγε;

Ironick: φοβερό! όλα τα λεφτά! καλά και σεις οι δύο πια... σαν τους παππούδες του μάπετ σόου... δεν παίζεστε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά την Ευγενία Μανωλίδου, ο Ελληναράς Άδωνις Γεωργιάδης. Γνωστός και ως μπιφτεκάκι, λουλούκος, μωρουλίνι, μαϊντανός και μικρούλης (μικρούλης και στην π...α δεν ξέρω, ρωτήστε την Ευγενία στη στιγμή της αλήθειας). Για όλους τους άλλους, είναι γνωστός ως Άδης (χωρίς το Γεωργι-). Μπουμπούκος είναι γενικά όποιος συμπεριφέρεται στη γυναίκα του όπως ο Άδωνις στην Ευγενία.

-Ρε μαλάκα, εγώ λέω να πάρουμε τους άλλους και να πάμε στο γηπεδο, με τον Πανιώνιο παίζουμε.
-Άσε ρε. Το Μαράκι θα με πάει στη μάνα της.
-Κι εσύ θα πας ρε;
-Ε, τι να κάνω.
-Καλά ρε μαλάκα, πώς έγινες έτσι μπουμπούκος ρε. Προτιμάς τη γκόμενα και τη μάνα της από την ομάδα; Φτύνεις τα φιλαράκια σου; Ουρτ!

Ευγενία Μανωλίδου και Μπουμπούκος. Παρτ 2/2. (από Hank, 03/03/09)Παρτ 1/1. (από Hank, 03/03/09)(από Khan, 19/10/09)(από Khan, 02/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυπάς που βάζει περούκες σαν αυτές απ' το Bellas TV.

- Ρε, γιατί έβαλες αυτή την καούκα; Σα μπελάς τιβής είσαι!

Δείγμα (από poniroskylo, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι υπερευαίσθητος και φοβάται να αναμιχθεί σε οποιαδήποτε ένταση (καλομαθημένος σκατοφλώρος). Η λέξη προέρχεται αρχικά από το ζεύγος Κλούβιου και Σουβλίτσας.

- Πάμε να ξεφορτώσουμε τις παλέτες με τα πλυντήρια;
- Είσαι σοβαρός; Θες να ιδρώσω και να χτυπήσω;
- Σιγά μωρή Σουβλίτσα. Μήπως θες να περιμένω να σου στεγνώσει το μανό;

Κλούβιος και Σουβλίτσα - ρετρό. (από poniroskylo, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τηλεφάπας. Αυτός που στηρίζεται αποκλειστικά στην τι-βί για να διαμορφώσει άποψη. Ο καλύτερος πελάτης των τηλεδημοσιοκάφρων. Συνήθως εκτός από την σκλήρυνση κατά τσιμεντόπλακας, πάσχει και από οσφυαλγίες από τις πολλές ώρες που περνάει στον καναπέ.

Κάποια εκατομμύρια τηλεκαρπαζοεισπράκτορες και μερικοί πονηροί πανηγύρισαν...

Από μικρός στα βάσανα... (από Marco De Sade, 25/03/09)Γιά πελάτες που είναι γάτες... (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τηλεκαρπαζοεισπράκτορας. Αυτός που βαριέται να μασάει μόνος του και λαμβάνει αλεσμένη τροφή από τις κατσίκες των καναλιών. Πάσχει από τις ασθένειες του τηλεκαρπαζοεισπράκτορα, καθώς και από κατινισμό βαριάς μορφής.

Ο τηλεφάπας είναι ο καλύτερος φίλος του εισαγγελάτου.

Με πήρε ο ύπνος κι έγειρα... (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κολλημένος με κάποιο συγκεκριμένο σήριαλ. Ελαφριά μορφή της ασθένειας η οποία μπορεί με τον καιρό να εξελιχτεί σε χρόνια και βαριά (έως θανατηφόρα για τον εγκέφαλο).

Η γυναίκα μου είναι τηλετζάνκι. Όταν παίζει τις «Νοικοκυρές σε απόγνωση» μπορώ να πηδάω άφοβα την μπέιμπι-σίττερ στο διπλανό δωμάτιο.

Το μπουγαδοκόφινο δεν βλέπω πουθενά (από Marco De Sade, 25/03/09)Πάντα υπάρχουν και χειρότερα... (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified