Further tags

Χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται μάλλον μειωτικά για τη λεβεντομάνα νήσο Κρήτη, η οποία ψήφιζε σε μεγάλα ποσοστά Πα.Σο.Κ., όταν το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα ήταν στα ντουζένια του. (Πλέον ψιλοπαίζει η έκφραση Συριζονήσι χωρίς να έχει παγιωθεί).

Τα παραδείγματα υβριστικά, μάλλον έχουν γραφτεί από αντιπασόκους.

  1. Πολυ πιθανό οι Κρητικοι να ηταν και κανίβαλοι. Τίποτα δεν μας εκπλήσσει πλεον απο το Πασοκονήσι. (Εδώ).
  2. - Εδω έχει γίνει στάχτη όλη η Ελλάδα, το πασοκονησι τώρα ποιος χέστηκε...
    -to pasokonisi sas zei omos!!!!!!
    -σωστα. για το πασοκονησι δεν ενδιαφερεται κανεις, ενω για το μουνι της μανας σου ολοι. (Βρις-οφ σχετικά με την Κρήτη εδώ).
  3. Κανονικα στο πασοκονησι θα επρεπε να πεσουν πυρηνικα ή να πληρωνουν + 50% φορολογια τα επομενα 50 χρονια. (Εδώ).
  4. Δυο μέτρα πιο κάτω άρχισα να φωνάζω "Αλήτη προδότη Σαμαρά". Ακουσα όμως ενα Nissan Navara να κατεβαινει και κρυφθηκα σε κατι πουρναρια. Ετρομαξα διοτι ναβαρα οδηγουν οι Κρητικοί οι οποιοι κατάγονται απο το πασοκονήσι και συνήθως οπλοφορούν. Ειμαι κοτσονάτος αλλα δεν είμαι και μαλάκας.... (Εδώ).
  5. Έτσι ήταν πάντα το πασοκονήσι που έγινε ροζουλί.... λαμόγια, μεθύστακες, αμόρφωτοι, κρυπτολουλούδες, κουραδόμαγκες, μαχαιροβγάλτες. (Εδώ).

Μετά από τον απόστολο Παύλο, και το κήρυγμα του Βασίλη Λεβέντη δεν είχε επιτυχία με τους Κρητικούς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός χαρακτηρισμός κυρίως για τη νήσο Μύκονο, τζιναβονήσι στα καλιαρντά, που είναι φιλική προς τους γκέι.

  1. Πάντα έχει απόκριες το αδερφονήσι.. Και πάντα το τιμούν καρνάβαλοι με την παρουσία τους εκεί κυρίως τα καλοκαίρια!. (Εδώ).
  2. Βούλιαξε η Μύκονος το Δεκαπεντάυγουστο! Δες φωτογραφίες - Το νησί των ανέμων αποτελεί σταθερό καλοκαιρινό προορισμό. Σχόλιο: eleos me to aderfonisi......ginate san to star. (Από το Φέισμπουκ).
  3. Το πλησιέστερο λιμάνι που θα μπορούσαν να κατασκηνώσουν μέχρι να ετοιμαστούν για την μεγάλη απόβαση στο αδερφονήσι της Μυκόνου, όπου σημειωτέον, θα περνούσαν το μήνα του μέλιτος ο Τζόκερ με τον Μπάτμαν. (Εδώ).

Γενικότερα και για άλλα νησιά που προσελκύουν γκέι.

Περιμένετε να δείτε τη δική μου εκπομπή που θα βγει σύντομα στην τηλεόραση και θα κάνει αναδρομή στην ιστορία της Σπιναλόγκα. Ξεκίνημα από την εποχή που ακόμα φορούσαν οι μπόχαλοι προβιές,μέχρι σήμερα που εξελίχτηκε σε αδερφονήσι και τα τρενάκια του Κερμεντέ είναι τα πιο φημισμένα στη Gay κοινότητα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τρώει σουβλάκια, το λέει κι η λέξη. Καθ' εαυτό το να τρως σουβλάκια 'ν'ν' κακό..., μόνο κάπως παχυντικό και ανθυγιεινό. Η έκφραση, όμως, χρησιμοποιείται ως εθνικό αυτοφαυλιστικό για να χαρακτηρίσει τον κλασικό τον μαλάκα τον Έλληνα. Η σουβλακοφαγία θεωρείται ως ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του ελληνικού λαού κι έτσι όταν θέλουμε να αυτοβριστούμε ή να αποδεχθούμε στερεοτυπικές βρισιές άλλων για εμάς, θα αναφερθούμε σε έναν Έλληνα σουβλακοφάγο, φραπέλληνα / φραπεδέλληνα, τσιφτετέλληνα κ.τ.ό. Ο σουβλακοφάγος είναι, λοιπόν, ο Ελληνάρας, που, όπως ορίζεται προσφυώς από σύσσλανγκο, έχει «μπυροκοιλιά, αξύριστο του βρομιάρη, αθλητική εφημερίδα παραμάσχαλα, φραπέ στο χέρι και κωλοχωρίστρα τριχωτή που φαίνεται κατά τη διάρκεια της επίκυψης ή και χωρίς αυτήν». Βρωμάει αντρίλα, αρχιδίλα, ματσίλα που μπορεί να καταντήσει τουματσίλα. Όπως, όμως, και ο Lumberjack των Monty Python μπορεί να επιφυλάσσει εκπλήξεις ως προς τον σεξουαλικό του προσανατολισμό (όντας όντως σουβλακοφάγος).

Λιτός βίος

  1. Μένει να ξαναγίνουμε ο κατά Σάξονα τεμπέλης, φωνακλάς, καλοπερασάκιας, σουβλακοφάγος, τριχωτός και μικροτσούτσουνος λαός. (Από μπλογκ).
  2. Φραπεδέλληνας ο σουβλακοφάγος. O πρωτος ειναι προφανες οτι ειναι Δημόσιος Υπάλληλος που τιμησε με την ψηφο του το ΠΑ__Κ και αυτο τον τιμησε διοριζοντας και την υπολοιπη οικογενεια… Ο καγκουρο50αρης που μπηκε μετα, τον κοβω να ειναι αγροτης του καφενειου και του κωλόμπαρου, τίγκα στις μαϊμού επιδοτησεις… Ο παπουλης, δεν ψηφισε τον «αλλο». Βενιζελο ψηφισε… Αλτσχάιμερ πρωιμης μορφης… Ο αλλος ειναι 71 χρονων δεν είναι «χτεσινός», αλλα οι χτεσινοι φταινε για ολα… Ο κλασικός ο κύριος ο Έλληνας… Η χοντρη κυριουλα με τα γυαλια, μαζευει ευρουλακια χωρις αποδειξη. Κλασσικη κυριουλα της κατουρημένης ποδιάς, για τα τεκνα της ρε γαμώτο… Ο επομενος γυαλάκιας ο κλασσικος καφενοβιος που τα ξερει ολα, γιατι ειναι γεννημενος το 40’… Ζουν ανάμεσά μας… Αν υποψιαστω οτι ειναι και πλειοψηφια, μαζι με τους αλλους του Αντωνακη, ψαχνω για διαβατηριο…. (Εθνικός αυτοφαυλισμός εδώ).
  3. Καθε σουβλακοφαγος χρυσαυγουλα θα ποθησει και θα φορεσει αυτα τα εσωρουχα . ειδικα αν βγουν και σε παραλλαγη θα γινουν αναρπαστα. (Γυναικεία εσώρουχα για άντρες).

Η λέξη ασφαλώς μπορεί να σημάνει απλώς κάποιον που του αρέσουν τα σουβλάκια χωρίς άλλη κονοτέησιο.

Είσαι τίμιος σουβλακοφάγος γιατί αν και το τρως μπασταρδεμένο, έχεις απλά αποδεχθεί την μετεξέλιξη του σουβλακιού. (Τι άνδρας είσαι ανάλογα με το τι σουβλάκι τρως).

Και βεβαίως αποτελεί το παρατσούκλι ειδικά του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή (ανηψιού) στον οποίο αναφέρονται και τα περισσότερα αποτελέσματα του γούγλη. Ως πολιτικό παρατσούκλι βγάζει χάρη στο -φαγος, κάτι το ένδοξο εθνικιστικό, όπως λέμε Τουρκοφάγος, Βουλγαροκτόνος κ.τ.ό., μόνο που ο εν λόγω καθαρίζει απλώς σουβλάκια.

  1. Το Χριστοφοράκο τον φυγάδεψε η ντορα και ο σουβλακοφαγος.....δε μπορεί να το ξεχάσες ούτε να μη το πρόσεξες. (Εδώ).
  2. Δηλαδη ο "σουβλακοφαγος" δεν εφταιξε, ο Παυλόπουλος με τις προσληψεις δεν εφταιξε? Τελος παντων, κάθε λαος αξιζει τους "αρχοντες" του! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπολογικό όνομα που σημαίνει τον ψεύτη, τον απατεώνα. Το όνομα Θεόδωρος- Θόδωρος μας έχει δώσει άλλωστε τα τυπολογικά ονόματα γυναικοθόδωρος, μουγγοθόδωρος, μουνοθόδωρος, πτωχοθόδωρος ενώ η Θεοδώρα/ Θοδώρα την παστρικοθοδώρα και τη βιαστικοθοδώρα.

Ο Ψευτοθόδωρος είναι ο βασικός ήρωας στην ταινία Ζητείται Ψεύτης (1961) υποδυόμενος από τον Ντίνο Ηλιόπουλο σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη από θεατρικό έργο του Δημήτρη Ψαθά. Η ταινία θίγει τα ψέματα των πολιτικών στο πλαίσιο του πελατειοκρατικού συστήματος του Ελλαδιστάν. Ψευτοθόδωρος είναι και ο τίτλος μιας ταινίας του 1963 σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπάζογλου, όπου ο ψευτοθόδωρος υποδυόμενος από τον Βασίλη Αυλωνίτη είναι ένας πτωχοθόδωρος παλιννοστών εξ Αμερικής που αναγκάζεται να λέει ψέμματα για να εκδικηθεί λιγούρια που προσπαθούν να τον εκμεταλλευτούν σε φάση καλώς ήρθε το δολλάριο!

Ο ψευτοθόδωρος αυτοσυστήνεται

  1. Ψευτοθόδωρος ο Καρατζαφέρης! Παρά την άμεση διάψευση της είδησης, που διαδόθηκε από διάφορα ΜΜΕ ότι ο Σύνδεσμος Εθνικής Ενότητας συνεργάζεται πλέον με τον ΛΑΟΣ, το παραμύθι συνεχίζεται, επιφέροντας νέα, οργισμένη, διάψευση από την πλευρά των αξιωματικών: Η ψευδής είδηση ότι ο Σύνδεσμος Εθνικής Ενότητας, θα συνεργασθεί με το κόμμα του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού συνεχίζεται. Τηλεοπτικοί σταθμοί εθνικής εμβέλειας μεταδίδουν καθημερινώς την είδηση αυτή. (Εδώ).
  2. Κωδικός “ψευτοθόδωρος” – Επιχειρήσεις φοροδιαφεύγουν κάτω από τη “μύτη” των ελεγκτών. (Εδώ).
  3. Ο ψευτο-Θόδωρος και οι ..."κατηγορηματικές διαψεύσεις" του. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από τις βασικές -ίλες, είναι η μυρωδιά που αναδίδει η γυναίκα, το αντίστοιχο του αντρίλα, μόνο- ελπίζουμε- πιο μυρωδικό. Βεβαίως, η γυναικίλα μπορεί να καλύπτει ένα μεγἀλο φάσμα οσμών από την μυρωδάτη τριανταφυλλίλα έως το καμένο ντουί, όταν υπάρχει θεματάκι με τα μουνικά, φτάνοντας μέχρι και τη μαμαδίλα μιας ώριμης γυναίκας που αποπνέει μιλφίλα, ή όλες αυτές τις μυρωδιές που αναδίδει η φύση μετά το πέρασμα μιας μουνοκαταιγίδας. Γενικά πάντως η γυναικίλα είναι το τζενέρικ, είναι συνήθως κάτι περισσότερο από μια οσμή, μάλλον περιγράφει κατάσταση, όπου υπάρχει υπερβολική δόση θηλυκότητας φορ μπέτερ ορ φορ γουόρς, ή που έχουμε έναν μουνόκαμπο από πάρα πολλές γυναίκες μαζεμένες.

Η λέξη παλιά, υπάρχει από τον 19ο αιώνα, καθώς την βρίσκω σε μια μετάφραση των Νεφελών Αριστοφάνους από τον Γεώργιο Σουρή (1900), και βεβαίως την βρίσκουμε στους δύο μεγάλους Νεοέλληνες πεζογράφους της -ίλας, ήτοι τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Στρατή Τσίρκα, που προσπαθούν και οι δύο να αποδώσουν με λέξεις στα μυθιστορήματά τους ένα ολόκληρο οσφραντικό σύμπαν εμπνευσμένο αντιστοίχως από την Κρήτη και από τις πολιτείες της Εγγύς Ανατολής. Σε παλαιότερες εποχές, η γυναικίλα ήταν η μυρωδιά μιας παστρικιάς, με την ευρεία έννοια, δηλαδή μιας γυναίκας που πλενόταν και μοσχοσαπουνιζόταν, πιθανόν σε αντίστιξη με τον άντρα της που μύριζε βαρβατίλα και τραγίλα. Η γυναικίλα μπορεί να ήταν και ύποπτη: Ένας άντρας που μυρίζει γυναικίλα σημαίνει ότι θα ξενοπηδιότανε με κάποια παστρικοθοδώρα, και δυστυχώς δεν έχει την καθησυχαστική γνώριμη αρχιδίλα του, αλλά αφενός πλένεται ο ίδιος για να κάνει τον δανδή, και αφεδύο κουβαλάει πάνω του και τις μυρωδιές της γκόμενας.

  1. Μπήκαμε. Μύριζε η παράγκα μυρωδιές, πούδρες, σαπούνια, γυναικίλα.
    - Κι αυτά τα μασκαραλίκια τι είναι, δε μου λες; φώναξα βλέποντας αραδιασμένα απάνω σ' ένα κασόνι τσαντάκια, μοσκοσάπουνα, κάλτσες γυναικείες, ένα κόκκινο ομπρελίνο, δυο μποτιλάκια μυρωδιά.
    - Δώρα... μουρμούρισε ο Ζορμπάς με σκυμμένο το κεφάλι.
    - Δώρα;! Έκαμα προσπαθώντας να αγριέψω. Δώρα;
    - Δώρα, αφεντικό. Μη θυμώσεις. Για την καημένη την Μπουμπουλίνα. Λαμπρή ζυγώνει. Άνθρωπος είναι κι αυτή.
    Κατάφερα να κρατήσω τα γέλια. (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Αθήνα: Τυπ. Δημητράκου, 1946).
  2. Και δεν τον πρόδωσε, δεν τον φανέρωσε ποιος ήτανε σε κανένα, μήτε γνώρισε ποτέ άλλον άντρα, πιστή στ' όνομα που της δώσανε στη Νάξο, Αριάγνη, η πιο αγνή δηλαδή. Χρόνια τον κράτησε μακριά της. Στο ίδιο κρεβάτι, ναι- μα τίποτ' άλλο. Σπάραζε, παρακαλούσε, σήκωνε χέρι. Εκείνη: Αριάγνη. Έμπλεξε αυτός με άλλες, ξενοκοιμότανε, βρωμοκοπούσε γυναικίλα και μυρωδιές, ας τον χαίρονταν οι πατσαβούρες τέτοιον άντρα που δεν είχε αντρισμό. (Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962).
  3. Και σαν γλυκοκοιμότανε τη νύχτα στο κρεβάτι, μ' εμένα τον χωριάτη, εγώ τρυγιαίς εμύριζα, σύκα, μαλλί, τραγίλα, και τόση βαρβατίλα, κι εκείνη πάλι μύριζε κρόκους και μύρα τόσα, παιχνίδια και φιλήματα που δεν τα ΄λεγε η γλώσσα, και γυναικίλα κι έρωτα και γκάστρωμα και γέννα (Αριστοφάνους Νεφέλαι, σε μετάφραση Γεωργίου Σουρή, 1900)

Στη δική μας εποχή η γυναικίλα έχει εξελιχθεί:

Στάνταρ το διηύθυνε γυναίκα. Η γυναικίλα αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα και ήταν πνιγηρή. Δεν ήταν μόνο τα διακριτικά rechaud με άρωμα βανίλιας και κανέλλας, οι απαράμιλλου γούστου καναπέδες με τα έθνικ μαξιλάρια - με τα καλύμματα κεντημένα στο χέρι σαφώς - ήταν... (Η μπλογοτέχνης Αγγελική Μαρίνου εδώ)

Άλλες σημασιολογικές αποχρώσεις: Η γυναικίλα μπορεί να είναι η γυναικεία ανθρωπίλα, η φυσική μυρωδιά, αν αφαιρέσεις όλες τις τεχνητές επιστρώσεις, που στην εποχή μας είναι πολυάριθμες. Η γυναικίλα μπορεί να σημαίνει έτσι μια νοσταλγική επιστροφή στη φυσική (μη)-καθαρότητα.

Το ανθρώπινο δέρμα δεν πρέπει να μυρίζει ανθισμένα ανοιξιάτικα άνθη αλλά "δερματίλα"!!! Σεξ με αντρίλα και γυναικίλα. Πλύσιμο μόνο με νερό. (Γλάιφο).

Μπορεί να είναι η θηλυκότητα.

Παντως για μενα, η γυναικιλα (ναι, η λεξη θηλυκοτητα δε μου αρεσει, ειμαι βλάχος, τι να κανουμε..) στη γυναικα δε χρειαζεται να ειναι μετρημενη. (Ινσόμνια).

Μπορεί να είναι η συσσώρευση γυναικείων ορμονών σε έναν μουνόκαμπο:

  1. Η εξαιρετική φωτογραφία είναι από δω. Μόνο που ο μουσάτος στο πίσω μέρος του κάδρου -είτε βρέθηκε εκεί από φωτογραφική άποψη είτε όχι- καταστρέφει στα μάτια μου την αρμονία της εικόνας, σπάζοντας την γυναικίλα με την αντρόφατσά του. (Ο μπλογοτέχνης Old Boy εδώ).
  2. Πολλές γυναίκες μαζί. Δυο, δυο. Τρεις, τρεις. Τέσσερις, πέντε... [...] Κουτσομπόλες όλες αντάμα, ραντεβού στην Βασ. Σοφίας. Δυο, τρεις τέσσερεις, φιλιούνται σταυρωτά, διαισθάνονται αμέσως αν η αύρα του φιλιού είναι θετική -και ναι της Τ είναι σταθερά αρνητική- χαριεντίζονται από κεκτημένη ταχύτητα, είναι σε φόρμα (Η Τ το ‘χει πάντα το προβληματάκι της, ποιος της φταίει που έχει να δει άντρα από τότε που βάφτισε τον γιό της;). Όλες μαζί. Κάτι σαν αδελφότητα ας πούμε. Αδελφότητα πολύπειρων, δυνατών, ευαίσθητων, χαρισματικών (middle aged) γυναικών. Αδελφότητα ανώριμων, ανασφαλών, εξαρτημένων, μαλακισμένων θηλυκών -αν και όχι τόσο, τώρα πια. Η ηλικία και τα «δώρα» της. Έχει και το middle age τα θετικά του… Δεν είναι πολύς καιρός που αυτή η «γυναικίλα» μου έφερνε ναυτία. Μου μύριζε γκρίνια, αγαμία, μπιρίμπα, μούχλα. (Εδώ).

Μπορεί να είναι αποδιοπομπαία οσμή.

Αν τεκνοποιήσεις με γυναίκα, μπορεί να κολλήσει το παιδί γυναικίλα και να βγεί με κέρατα και ουρά. (Μπουντουσουμού).

Τέλος μπορεί να σημάνει την γυναικεία ετεροκανονιστικότητα, ήτοι το γυναικείο αντίστοιχο της ματσίλας, που μπορεί να καταντήσει τουματσίλα και ως τέτοια να αποδοκιμαστεί από λοξούς, αχαρτογράφητους, χιπστέρια και άλλους περίεργους.

Άρα το pride είναι και για εμάς. Και πού ξέρεις μπορεί να ανακαλύψουμε και μια άλλη μας πλευρά που δεν τολμούσαμε. Σκατά στη γυναικίλα! (Ίντυ)

Γυναικίλα, απάντηση στο Μπραφ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Χοντρός (-ή). Από το τόφαλος

  1. οταν λες τον αλλο χοντρο, βοδι, τοφι κλπ κλπ ειναι ρατσιστικο αλλο αν εσυ τον λες για "πλακα" (εδώ)

  2. Βάζω να κάνω μακαρονάδα, σκέφτομαι 10 το βράδυ είναι, σα βόδι θα γίνω, τρώω ένα λίτρο παγωτό ΕΥΤΥΧΩΣ ΠΑΡΑΛΙΓΟ ΘΑ ΓΙΝΟΜΟΥΝ ΤΟΦΙ ΜΕ ΤΑ ΜΑΚΑΡΟΝΙΑ (εδώ)

Β. Βλήμα, ούφο, φυτό.

Νομίζω οτι αυτό το τελευταίο (το φυτό), εισήχθη σε αναγραμμαντείο και ανορθογραφείο και ούτως πως προέκυψε το τόφι, δηλ. ο φύτουκλας.

  1. Τι φάση την είδατε όλοι λεξιπλάστες ρε τόφια; (εδώ)

  2. Και βλέπεις κατι τόφια συμφοιτήτες σου με πτυχίο και λες τι κάνω λάθος (εδώ)

  3. Ρε τόφια εσείς που φτάσατε 24 χρονών κι έρχεστε ακόμα να δώσετε εξετάσεις για πτυχίο με τη μάνα σας...τι φάση;;; (εδώ)

  4. πραγματικά το forum του indy έχει γεμίσει με τόφια... (εδώ)

  5. ειμαι λομπι δραχμης, μην συγκρινεσαι μαζι μ! εσυ καταλαβες τι σημαινει παραμονη ρε τοφι? καταλαβες η τα καψες ολα τ κυτταρα? (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ρακετάγκουρας, ρακετοκάγκουρας

Προέρχεται από τη σύνθεση της «ρακέτας» και του «κάγκουρα». Αυτή η σύνθεση λαμβάνει χώραν χιλιάκις -τι λέω- εκατομμυριάκις, εις κλαρινοπαραλίας κατά τη διάρκεια του μεγάλου ελληνικού καλοκαιριού.

-Εχω θεμα με τους ρακετιστες.
-Δια ροπαλου θα επρεπε να τους απαγορευεται η εισοδος.
-Ειναι με διαφορα η πιο σιχαμενη φυλη της παραλιας δεν εχει βγει και κατι να τους ψεκαζουμε να ψοφανε σαν τις κατσαριδες...
-υπάρχουν οι καγκουρορακετίστες ή αλλιώς ρακούν που πετάνε το μπαλάκι με όλη τους τη δύναμη και όπου να ναι.. Και αυτοί που σέβονται παίζουν πιο προσεγμένες μπαλιές και γενικότερα δεν δημιουργούν πρόβλημα.
-οποιος βγαλει μινι χειροβομβιδες σε σχημα μπαλακι τεννις η πιγκ πονγκ, θα βγαλει τρελο χρημα.
-Αι ρακεται μου σπάνε το καμπαναριο, τακ τουκ όλη την ώρα, σε οοοοοοοοοοολη τη παραλία!!
-Με ενοχλούν αυτοί που τους ενοχλούν οι ρακέτες. :P
θρεντ όπου οι Insomniacs αδειάζουν τη χολή τους

θέρος τρύγος πόλεμος

  • 10 πράγματα που μου έμαθε η ζωή για τις διακοπές
    Φροντίστε να είστε μέσα στη θάλασσα νωρίς το πρωί και κατά τη δύση του ηλίου. Το ψυχικό και συναισθηματικό όφελος είναι απείρως πολλαπλασιαστικό. Αποφύγετε το καταμεσήμερο με τον πανσουρλισμό, και τους ρακετάγκουρες. (εδώ)

  • Το κέφι ανάβει όταν Ρακετοκάγκουρες και Ξέκωλα ανεβαίνουν στα λευκά τραπέζια του Μπιτσόμπαρου για να αποδώσουν σε χορογραφία λαϊκά άσματα. (εδώ)

  • Κοιλιακοι των απειρων "συμπληρωματων" κ λάδι μαυρίσματος με γκλιτερ για να τυφλώνονται αναμετάξυ τους οι ρακετοκαγκουρες.

  • Πάντως, δεν έχεις δει ρακετοκαγκουρα αν δεν πας στην παραλια Barceloneta της Βαρκελώνης.. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του τσιμπουκόστομα, κυρίως χρησιμοποιείται ως βρισιά, προκειμένου να υποχρεώσουμε τον υβριζόμενο αντίπαλο στη σιωπή, αφού θεωρείται ότι το στόμα του έχει ως μοναδική χρηστική αξία το να παίρνει πίπες, οπότε δεν θα πρέπει να το χρησιμοποιεί επιπλέον και για να μιλάει/ εκφέρει τη γνώμη του/ πιάνει σε αυτό πράγματα και πρόσωπα που τον υπερβαίνουν και τα λερώνει αναφέροντάς τα λεκτικώς κ.ο.κ. Μικρή διαφορά από το απλό τσιμπουκόστομα είναι ότι το πουτανόστομα παίρνει πίπες επί πληρωμή, οπότε είναι ακόμη μεγαλύτερη ξευτίλα.

  1. Καλα να παθεις κωλομπουτσουρα να γαμας ολα οσα σου συμβαινουν κωλοαπογονε του χιτλερ που τροει χουμους και ψοφαει απο βαλλιστικη επιθεση κωλοκαριολη παλιολεσβια πούστη σαμαρα ο κασιδιαρης σας γαμαει μεσα στο σπτι σου γαμο το κωλοκερατο της πουτάνας και του πουστη που σε γαμησε ανθρωπο και μαλακισμενο κατασκευασμα φατη στον κωλο σου μπασταρδοποιημενο ανανδρο τσογλανι πολιτικος φτωχος ξυλο απελεκητο καριολη κωλοπαιδι κωλογιδοβοσκε κερατα γαμωπουστα που πιανεις στο πουτανοστομα σου τις ανακριτριες τσογλαναραιε της κορινθιας αλβανομεταναστη βλακα τωρα στη φυλακη ευχομαι να μπεις μαλακισμενο σκατοτσογλανακι κωλοπαιδο (Το βρισίδι συνεχίζεται αρκετά ακόμη εδώ).
  2. re shiloputane an me ksana piasis mes t putanostoma sou pou mono pipes kseri na kami kales ena s spasw tha s aniksw ti kele s orkizume s to tha se skotosw (Από Ασκ, μάλλον για κυπριακό ιδίωμα πρόκειται).
  3. Που να τα βγάλεις πέρα με το πουτανόστομα τους! Και πάλι οι γυναίκες από πάνω! (Σχέσεις).

Σπανιότερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σαδομαζοχιστικές φαντασιώσεις με θετικό πρόσημο, ή, μάλλον, με αρνητικό πρόσημο με την κα(υ)λή έννοια, για να περιγράψει κάπως πιο κυριολεκτικά κάποιον που όντως έχει διαπρέψει στην πεολειχία.

  1. Η Καίτη με έπιασε από το αυτί και με έφερε μπροστά στα δύο πέη αναγκάζοντάς με να πλησιάσω σε απόσταση αναπνοής το ένα. - Έλα καριόλα! Άνοιξε το πουτανόστομα σου να πιπώσεις το γαμιά μου! Είπε επιτακτικά η Καίτη. (Από κίνκι μπλογοτέχνημα).
  2. -Και τώρα οι δυο μας βρωμότσουλο! Άνοιξε το χυμένο σου πουτανόστομα και άρχισε να μιλάς. Κλαίγοντας με λυγμούς , άρχισα να διηγούμαι την ιστορία μου. Όλα ξεκίνησαν όταν γνώρισα την Κυρία Βάνα η οποία μετακόμισε στο διπλανό διαμέρισμα όπου κατοικούσα ως φοιτητής. Φυσικά η Κυρία Βάνα ήταν μια Γυναίκα που δεν μπορούσε να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. (Από μπλογοτέχνημα που χρησιμοποιεί την αφηγηματική τεχνική in media res).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κωλοτρυπίδα, η κωλότρυπα. Λέγεται κι έτσι για να εξαρθεί το αυτονόητο που παραλείπουν οι άλλες εκφράσεις, ότι δηλαδή είναι μια τρύπα (δυνητικά) γεμάτη σκατά. Νήντλες του σέι ότι όταν χρησιμοποιείται με αυτή τη συγκριτικά κυριολεκτική σημασία σε σεξουαλικά συμφραζόμενα, συνήθως δεν εκφράζει αποκλειστικά και μόνο αηδία, αλλά κυρίως μεράκια, γούστα, μπιντιεσεμικές καταστάσεις και άλλα ξεκωλαριλίκια, όπου οι μερακλήδες μάλλον φτιάχνονται στην ιδέα της μερέντας και των διαφόρων μεζέδων.

  1. -Κοίτα πόσο ανοιχτή είναι η σκατότρυπά της φίλε...κοίτα... Μας χωράει και τους δύο...
    - Όχι...μη!!! Σας παρακαλώ νιώθω ήδη ξεσκισμένη...!, παρακάλεσα. (Από ερωτική ιστορία στο Φλοκ τζι αρ).
  2. Η Φωφώ μη έχοντας τι άλλο να κάνει άρχισε να γλείφει τη σκατότρυπα της Σοφίας, που είχε κολλήσει πάνω στα χείλια της.
  3. Ε? Ε? μέχρι και την σκατότρυπά μου σου αρέσει να καθαρίζεις βρωμοπουστράκι μου! Λατρεμένο σιχαμένο κωλογλειφτράκι μου?» (Από το Μπουντουσουμού).

Κατ' επέκταση, έχει και τις διάφορες μεταφορικές σημασίες της κωλοτρυπίδας, όπως έναν βρωμερό τόπο ή ένα άθλιο σπίτι (βλ. και κωλοτρυπίδα). Ενίοτε σημαίνει ότι οι εν λόγω τόποι είναι και μικροί και μηδαμινοί, εκτός από άθλιοι.

  1. Αλβανια- μια σκατότρυπα στα βαλκάνια. (Εδώ).
  2. Μια σκατότρυπα είναι η Αθήνα, όπου οι άνθρωποι αγωνίζονται να επιβιώσουν, με τα νεύρα τους μονίμως σπασμένα. (Εδώ).
  3. Αξίζει κανένας από εμάς τους υπόλοιπους να παλεύει σε αυτή την άθλια χώρα; Καλύτερα να φεύγουμε από την σκατότρυπα όσο είναι ακόμα καιρὀς (Εδώ).
  4. ΤΟ ΣΑΙΤ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΝΤΗΣΕΙ ΜΙΑ ΣΚΑΤΟΤΡΥΠΑ ΓΕΜΑΤΗ ΤΡΟΛΛ ΚΑΙ ΝΟΜΙΖΕΤΕ ΟΤΙ ΘΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΚΑΤΙ ΑΞΙΟΠΙΣΤΟ? ΕΛΕΟΣ! (Εδώ).
  5. Με αυτό τον τρόπο θα εξασφαλίζεις λεφτά και μια σκατότρυπα για να μεγαλώσεις τα βρωμοπαιδά σου. (Εδώ).

Συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα μέρος όπου υποτίθεται ότι κρύβεται ο υβριζόμενος, που θεωρείται ως βρωμερός, σιχαμένος και άξιος να λουφάζει σε μια κωλοτρυπίδα μέχρι να αναλάβει και πάλι δράση.

  1. Είμαι πραγματικά περίεργος σε ποια σκατοτρυπα θα κρυβόταν ο Πάγκαλος αν κάποιος απ τους συγγενείς των νεκρών του ζητούσε αποδείξεις. (Από Τουίτερ).
  2. Μαλακάκο δεξιούλη πατριωτάκο πίσω στη σκατότρυπά σου, παίξε και καμιά μαλακία και άσε μας εμάς να κάνουμε ό,τι μας καυλώσει.. (Τρομπαχτικό).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Τριανταφυλλίδης δεν το αναφέρει.

Το σχήμα πολύ (άκλιτο, εμφανιζόμενο ως επίρρημα) ακολουθούμενο από ουσιαστικό σε ενικό αριθμό αντικαθιστά την κανονική σύνταξη πολλοί-πολλές-πολλά συν ουσιαστικό στον πληθυντικό, όταν θέλουμε να δείξουμε απαξία ή δυσαρέσκεια ακριβώς λόγω της μεγάλης ποσότητας των αντικειμένων που περιγράφει το ουσιαστικό.

Πέραν των δύο πρώτων παραδειγμάτων, υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις όπου η ομοηχία των πολύ και το πολλή δυσχεραίνουν την διάκριση και είναι καθαρά θέμα ερμηνείας, καθότι σε κάποιες περιπτώσεις το σχήμα πολλή συν ενικός θα μπορούσε να είναι δόκιμη, βλέπε το τρίτο παράδειγμα, όπου η τσιρίδα μπορεί να θεωρηθεί περιεκτικό ουσιαστικό.

Στα παραδείγματα έχω την εντύπωση ότι συνηθίζεται μια μικρή παύση στην εκφορά του λόγου πριν το αλλά.

  1. - Σου άρεσε η Βενετία;
    - Ναι δε λέω ωραία, αλλά πολύ εκκλησία ρε παιδάκι μου... και πολύ κανάλι.
    - Ανεργία τέζα, Νίκο Ευαγγελάτο.
    - Ναι, νίκο.

  2. - Σου άρεσε η Μύκονος;
    - Ναι δε λέω ωραία, αλλά πολύ τουρίστα ρε παιδάκι μου...

  3. - Σου αρέσει η όπερα;
    - Για πότε-πότε καλά είναι, αλλά πολλή τσιρίδα ρε συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified