Further tags

Αυτός που έχει μαύρη ζώνη στο καράτε.

Μπορεί και σε άλλη πολεμική τέχνη όπως στο ταεκβοντό, στο τζούντο και γενικά όπου χρησιμοποιούν το σύστημα με τις ζώνες. Μπορεί καταχρηστικά να χαρακτηρίσουμε έτσι και κάποιον δυνατό που σφύζει από υγεία. Το θηλυκό μαυροζωνού θα μπορούσε να ειπωθεί.

Απαντάτε σίγουρα από τα 80ies.

-Πως πάμε από υγεία; Καλά;

-Ταύρος, μαυροζωνάς!

από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει καρακατακατάντια, ναδίρ. Η κατάντια στην Κρήτη λέγεται έτσι κι αλλιώς και κατήντια ή και κατηντία, μάλλον υπό την επίδραση του αορίστου, (ε)κατήντησα (στην κρητική διάλεκτο σπανίως (ε)κατάντησα). Φτάνουμε στην φουλ έξτρα επαυξημένη κι ενισχυμένη εκδοχή κατηντίαση, εικοτολογώ λόγω κάποιου σλανγιωτατισμού και παρεπίδρασης από την ακουγόμενη, αλλά και κάπως μυστηριώδη ασθένεια καντιντίαση - προσοχή, ίου φωτογραφίες -> candidiasis. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή, ήταν ακόμη πιο εύκολο να κοτσαριστεί στην κατάντια η κατάληξη -ίαση, που κάνει την ηθικοκοινωνική κατάπτωση να ακούγεται σαν καλοπεριγεγραμμένη όσο και δυσίατη κλινική οντόντηντα.

Ίντά' ναι μωρέ η κατηντίασή σου! Με το σώβρακο πήγες στο περίπτερο;;!! όφου-όφου να κουζουλαθώ θέλει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: ο φαροφύλακας.

Μέχρι το μεσοπόλεμο οι περισσότεροι φάροι στον ελληνικό χώρο δεν λειτουργούσαν αυτόματα και απαιτούσαν την παρουσία ειδικού προσωπικού για τη λειτουργία τους. Ήταν οι φαροφύλακες ή φαναριέρηδες στην κοινή γλώσσα. Σήμερα με την αυτοματοποίηση των φάρων έχουν απομείνει ελάχιστοι.

Στο λήμμα ο όρος χρησιμοποιείται με μεταφορική έννοια, προϊόν της αχαλίνωτης φαντασίας του «Στεφάκια» (βλ.κώλο-μουνί και πρατιγάρω) και σημαίνει: κρατάω φανάρι με τη γνωστή σε όλους έννοια: διευκολύνω μιάν ερωτική συνεύρεση.

Πραγματικό περιστατικό, αρχές δεκαετίας του '70.
Ο Στεφάκιας ξεψαρίζει τα δίχτυα και βλέπει έναν γνωστο του, που είχε να τον δει κάμποσα χρόνια. Μετά τα συνηθισμένα «τι κάνεις» και τα σχετικά, τον ρωτάει:
«Τι έγινε την πάντρεψες την κόρη;»
«Όχι ακόμα, την αρραβώνιασα.»
«Α, κατάλαβα. Κάνεις το φαναριέρη!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1.Ελαφριά έκφραση για την ποττάνα (εταίρα, ιερόδουλη, κοινή, κούρβα) κουφάλα, ξεκωλιάρα, ξεσκισμένη.

2.Στο χωριό μου το λεν και για τις πουλάδες.

3.Προσωπικά χρησιμοποιώ το άνωθεν λεξόνι για τις κουτσομπόλες που χασκογελάνε κακαρίζοντας.

:) Όλα στο 3 (μόνο ΄κει το 'χω χρησιμοποιήσει)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάσο τύμπανο (αγγλικά: bass drum), επίσης γνωστό ως μπότα ή κάσα (προερχόμενο από το ιταλικό cassa), είναι το μεγαλύτερο τύμπανο του συνόλου και χρησιμοποιείται για την παραγωγή βαθύφωνων τόνων. Η κάσα στην καθομιλουμένη των ντράμερ ή γενικότερα μουσικών κρουστών λέγεται και γκρανκάσα.

Συχνά γκρανκάσα λέμε μια γριά ή τουλάχιστον λέγαν οι παλαιότεροι (μπαμπαδισμός). Λογική δεν υπάρχει. Ίσως το γεγονός πως η λέξη είναι παλαιά ιταλική από την περίοδο της προκλασικής μουσικής και το συγκεκριμένο όργανο είναι μεγάλο, βαρύ και θορυβώδες, έφερε στο μυαλό των Νεοελλήνων παλαιοτέρων δεκαετιών που λίγη σχέση είχαν με μουσική παιδεία την εικόνα μιας άσχημης και γκρινιάρας ''μέγαιρας'' γριάς γυναίκας.

- Βρε την γκρανκάσα όλη μέρα γκρινιάζει.
- Πούτσο θέλει η πουτανόγρια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μαμαδογιαγιαδίστικος χαρακτηρισμός του επιδειξία. Παλαιάς κοπής βεβαίως βεβαίως, σήμερα είναι πλέον σε αχρηστία.

  2. Επίσης μαμαδογιαγιαδίστικος χαρακτηρισμός για τους ομοφυλόφιλους. Χρησιμοποιείται ακόμα από ομοφοβικούς και ταλιμπάν όλων των θρησκευτικών αποχρώσεων.

Πέον να σημειωθεί ότι τόοοτε δεν είχε και τόσο αρνητική χροιά όσο σήμερα, ήταν μάλλον μία (ψευδο)επιστημονική προσέγγιση βασισμένη στις αντιλήψεις της εποχής. Αρκεί να θυμηθούμε ότι γιατροί και επιστήμονες θεωρούσαν την ομοφυλοφιλία «ασθένεια» κι έψαχναν τρόπους θεραπείας, από ψυχανάλυση μέχρι ηλεκτροσόκ.

  1. Να πας να μου πάρεις δύο αβγά και 100γρ καφέ. Κάτσε να σου δώσω την αυγοθήκη να σου βάλει μέσα τα αβγά. Και πρόσεξε μην τα σπάσεις. Και να του πεις «είπε η γιαγιά μου τα αβγά να είναι φρέσκα» και τον καφέ να σου τον κόψει εκείνη την ώρα, να μην σου δώσει απ' αυτούς που έχει έτοιμους σε σακουλάκι, να του πεις «η γιαγιά μου μού είπε να είναι φρε-σκο-κομ-μέ-νος», το θυμάσαι; έτσι να του πεις! και να μετρήσεις τα ρέστα -μη σε κοροϊδέψει- δύο δραχμές να σου δώσει πίσω και ένα πενηνταράκι. Και να μην πας να κόψεις δρόμο από το πάρκο, μπορεί να είναι κανένας ανώμαλος και να σου δείξει το τσουτσούνι του. Από τον δρόμο να πας, από την μέση του δρόμου, να σε βλέπω απ το παράθυρο.

  2. - Κάτσε να δούμε αυτό το έργο, για να καταλάβεις, αυτή η ξανθιά, όταν ήταν μικρή την βίασαν και μετά έγινε ανώμαλη και αγαπάει αυτήν, που είναι αρραβωνιασμένη με ...
    - Τι ανώμαλη ρε θειά! λεσβία είναι!
    - Οχι-όχι! είναι καλό κορίτσι, αν δεν την βίαζε εκείνο το κάθαρμα δεν θα γινόταν ανώμαλη.
    - Χαϊντάααα!

Ε μα πχια! (από Khan, 09/05/13)(από Khan, 07/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαλλιά (beau mec), που σημαίνει ωραίος τύπος, γόης. Πλην επειδή είναι λίγο πασέ και μπαμπαδισμός, λέγεται περισσότερο ειρωνικά για κάποιον που προσπαθεί να το παίξει γόης, ενώ δεν του βγαίνει απόλυτα. Λ.χ. κάποιον προκεχωρημένης ηλικίας που το παίζει πάλι τζόβενο, επειδή χώρισε πρόσφατα, κάποιον χοντρό που μόλις έχασε κάμποσα κιλά και ξαναμπαίνει στο παιχνίδι, έναν λαϊκό τύπο που θα προσπαθήσει να το παίξει ψαγμένος κ.τ.ό. Δείτε πάντως και μια προσέγγιση εδώ, μου θυμίζει τον Βαν Κουφ.

Ο άντρας beau mec δεν είναι αυτό που λέμε «αντικειμενικά ωραίος άντρας». Δεν είναι αυτός που, μπαίνοντας σε ένα μαγαζί, θα στραφούν όλα τα γυναικεία κεφάλια προς το μέρος του. Έχει τα μειονεκτήματά του. Αλλά έχει αυτό το κατιτίς που τον ξεχωρίζει από τους άλλους. Έχει τον τρόπο του (αυτός και το ντραμπούι). Δεν είναι λεφτάς. Δεν έχει μουράτο αμάξι. Συνήθως έχει ένα παλιό (σχετικά) και μες στη βρώμα και τη δυσωδία (είναι το μόνο πράγμα δικό του που δεν το φροντίζει). Δεν έχει το τελευταίας τεχνολογίας κινητό με τη φωτογραφική μηχανή. Το ντύσιμό του δεν είναι επιτηδευμένο, είναι απλό, χωρίς να ξοδεύει πολλά λεφτά. Ξέρει τι του πάει και τι πρέπει να φορέσει κάθε στιγμή. Δεν έχει πρόβλημα να εμφανιστεί με βερμούδα και χαβανέζικο, αν έτσι θέλει. [...]

Όταν πλησιάζει γυναίκα, δεν το παίζει «κάπως». Κατ’αρχήν, δεν περιμένει να τον πλησιάσουν αυτές. Δεν είναι ότι είναι παλιομοδίτης, ότι πιστεύει στο τσιτάτο «άντρας-κυνηγός, γυναίκα-θήραμα», απλά δεν κολλάει σε τέτοιες λεπτομέρειες. Αν του την πέσει κάποια, τόσο το καλύτερο. Σε γενικές γραμμές, άμα δει κάποια που του αρέσει και θεωρεί αξιόλογη περίπτωση, την πλησιάζει. Δεν είναι από τους τύπους που θα ξεκινήσει για την κοπέλα λες και πάει στη μάχη, με ατάκες του στυλ «κοιτάχτε ρε μαλάκες τώρα πώς θα πέσει το γκομενάκι» ή «άμα δεν μου πάρει πίπα σε 15 λεπτά να μη με λένε Κώστα» και αντίστοιχο ύφος. Ευγενικά και με χαμηλούς τόνους. Δεν το θεωρεί σαν δεδομένο το ότι θα του κάτσει, δεν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, αλλά δεν πάει και με διάθεση ηττοπάθειας ότι θα φάει χυλόπιτα. Με χιούμορ και ειλικρίνεια πιάνει συζήτηση. Μέσα στα πρώτα 5-10 λεπτά ξέρει αν θα πρέπει να την κάνει ή αν μπορεί να συνεχίσει. Και αν έχει νόημα να συνεχίσει. [...]

Γι’αυτό, αγαπητέ αναγνώστη, δεν πρόκειται να γίνεις ποτέ beau mec. Γιατί εσύ πάντα θα προσπαθείς πολύ. Και, ως γνωστόν, αυτός που προσπαθεί πολύ είναι αυτός που δεν έχει ικανότητες. Κι όσο νωρίτερα το παραδεχτείς, τόσο καλύτερα για σένα. Θα πάψεις να παιδεύεσαι και να παιδεύεις και τους άλλους γύρω σου.

ΜΠΟ - ΜΕΚ ΞΥΡΙΖΕΣΑΙ ΜΑΛΑΚΑ ΜΑΛΑΚΑ ΜΑΛΑΚΑ (από PUNKELISD, 06/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπουλούκος. Ηχοποίητη λέξη που φαίνεται τρυφερή μόνο σ' αυτήν (-ον για λούγκρα) που την λέει, ή μάλλον, διόρθωση, σ' αυτόν που την ακούει, γιατί κι αυτή που την λέει, τον κοροϊδεύει από μέσα της.

Άδωνις Γεωργιάδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκαντέμης, ο κατσικοπόδαρος, ο Μητσοτάκουλας.

Εμπνευσμένο από τον ομώνυμο φίλο του Τιραμόλα, ο οποίος κυκλοφορούσε στο σχετικό κόμικ μονίμως με ένα συννεφάκι βροχής πάνω από το κεφάλι του. Σε ένα πανάρχαιο τεύχος δε, η γκαντεμιά του συνετέλεσε στην κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους Σταυροφόρους (τι θυμάται ο άνθρωπος).

Απηρχαιωμένο πλέον, χρησιμοποιείται μόνο από υπερήλικες αναγνώστες Μικυμάου, καθώς η νέα γενιά αγνοεί τελείως τον ήρωα, υφιστάμενη την απαλλοτρίωση στην οποία την εξωθεί η ντόπια αντίδραση και η εισαγομένη υποκουλτούρα μπλα μπλα μπλα ….

- Γαμώ την Αγία Καραμέλα τη ρουφιάνα, είναι η τρίτη φορά που φέρνω χασσόδυο στο καπάκι!
- Αμάν μωρ' αδερφάκι, τι Ιωνάς είσαι και σύ! Μήπως καλύτερα να το γύριζες στο εργόχειρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο τρελάρας.
  2. Ο ηλίθιος.
  3. Σε επιρρηματική χρήση (οπότε και προφέρεται μακρόσυρτα): τέλεια, γαμάτα, και γαμώ.
  1. - Της είπα ότι τά 'χω με άλλες δύο παράλληλα.
    - Έλα ρε όργιο! Και πώς το πήρε;

  2. - Τι λες ρε όργιο; Χάνεις λάδια;

  3. - Και πώς περάσατε;
    - όοοργιο!

(από ironick, 23/05/09)

Σχετικά: θέατρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified