Άλλος ένας χαρακτηρισμός για τα ζάρια. Θα συναντήσουμε αυτόν τον όρο σε καφενειακούς χώρους και στα υπόγεια κρατητήρια της ΓΑΔΑ
Πήγα στο καζίνο κι έχασα 50.000 ευρώ στα κόκαλα.
Άλλος ένας χαρακτηρισμός για τα ζάρια. Θα συναντήσουμε αυτόν τον όρο σε καφενειακούς χώρους και στα υπόγεια κρατητήρια της ΓΑΔΑ
Πήγα στο καζίνο κι έχασα 50.000 ευρώ στα κόκαλα.
Got a better definition? Add it!
Ο χορταστικός φραπέ (χτυπητός) καφές που σερβίρεται σε μεγάλο γυάλινο ποτήρι με πολλά παγάκια και που πίνουν με μανία όλοι οι Έλληνες ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες από τις 8 το πρωί ώς τις 8 το άλλο πρωί. Για να χαρακτηριστεί έτσι ένας καφέ θα πρέπει να διαρκεί τουλάχιστον 5 ώρες και να μη διακόπτεται για κανέναν λόγο (μόνο για κατούρημα). Συχνά συνδυάζεται και με το αγαπημένο άθλημα του οφθαλμόλουτρου.
- Πω πω δικέ μου είσαι να αράξουμε στο Da Capo για καμιά φραπεδούμπα σήμερα το μεσημέρι;
- Και δεν πάμε καλύτερα καμιά παραλία να δούμε και κάνα ξέκωλο...
Δες και -ούμπα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πορτοφόλι γεμάτο με χαρτονομίσματα, στην αργκό των κλεφτρονιών.
«Τα λεμονάδικα»:
Εμείς τρώμε τα λάχανα
βουτάμε τις παντόφλες
για να μας βλέπουν ταχτικά
τις φυλακής οι πόρτες.
βλ. και πράσο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για λουλούδι που μόλις ανοίγει, εκ του αρχαίου βομβύκιον.
Στην σλανγκ όμως του όμως εκδοχή, μπουμπούκι αποκαλούμε κάθε λογής απατεώνα η μιζαδόρο.
Μπουμπούκια ανθίζουν σε όλες τις βαθμίδες της δημόσιας διοίκησης, από τα πλούσια αμειβόμενα διορισμένα πολιτικά στελέχη μέχρι τον τελευταίο τροχό της αμάξης που για να τσουλήσει θέλει λίπανση με γρηγορόσημο.
Μπουμπούκια βρίθουν στην βουλή, στον στρατό, στο εκκλησιαστικό και παραεκκλησιαστικό βαλτοπαίδιο, στην δημοσιοκαφρία. Στον ιδιωτικό τομέα, πολλά μπουμπούκια επικεντρώνονται σε οτιδήποτε έχει σχέση με δημόσια έργα (έχει ψωμί!) και μου-μου-Ε, όπου οι προοπτικές διαπλοκής διεγείρουν και τους πιο εγκρατείς σιελογόνους αδένες.
Όλα ανεξαιρέτως τα μπουμπούκια εκμεταλλεύονται κάθε δυνατότητα που τους προσφέρεται στο σεξουαλικό πεδίο.
Να σημειωθεί, τέλος, ότι υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες μπουμπουκιών:
1. Τα πολιτικής χροιάς μπουμπούκια, τα οποία γνωρίζουν καλά ότι οι μέρες τους είναι πεπερασμένες, και ωσεκτουτού απολαμβάνουν ό,τι φανε, ό,τι πιούνε και ό,τι αρπάξει ο κώλος τους σε μια εναλλασσόμενη αλλαξοκωλιά πρασινοφρουρών και bluetooth κουμπάρων.
2. Τα μονιμοποιημένα μπουμπούκια, τα οποία βολεύονται σε κάποια αναπαυτική στάση η οποία τους επιτρέπει τον αέναο θηλασμό του μαστού του φορολογουμένου πολίτη, αδιαφορώντας εάν όλοι οι λοιποί τους μύες ατροφήσουν από την αδράνεια.
Σκάνδαλο με καθηγητή-«μπουμπούκι» στο ΤΕΙ Πάτρας. Σεξ, χρήμα, απειλές αλλά και ταξίδια με μικρούλες σε εξωτικά μέρη συνθέτουν το παζλ που αφορά γνωστό καθηγητή του Ανωτάτου Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος της Πάτρας. Η ιστορία ξεκίνησε το Μάιο του 2005, αλλά συζητείται στα πηγαδάκια του ΤΕΙ μέχρι σήμερα. (Από το «Espresso»)
Σήμερα μαθαίνουμε ότι ο πρώην υπουργός και σύμβουλος του Καραμανλή, ο Γιάννης Κεφαλογιάννης, προσπάθησε να κάνει παρέμβαση για να την βγάλει καθαρή ένας χασισέμπορας. Γι’ αυτό τώρα κατηγορείτε για «πρόκληση τέλεσης πλημμελήματος και απόπειρα υπόθαλψης εγκληματία». Τι μπουμπούκια έχει ο κήπος της Ν.Δ.! (Από την βλογόσφαιρα)
Τώρα που συζητάμε για «σκάνδαλα», γιατί οι καναλάρχες «εξαφάνισαν» από τα μαγαζιά τους τον Άκη, το Σημίτη, τη Βασούλα, το Λαλιώτη, το Χριστοδουλάκη, το Βερελή, τον Πάχτα, τον Παπαντωνίου και δεκάδες άλλα πράσινα μπουμπούκια; (Από την βλογόσφαιρα)
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά το ματσούκι είναι το μακρύ και χοντρό ραβδί. Η προέλευση της λέξης είναι ιταλική [ιταλ. mazzoca]. Μεταφορικά, η λέξη σημαίνει ξυλοδαρμός. Συνώνυμη λέξη είναι το μπερντάχι. Ως ρήμα χρησιμοποιείται το γνωστό ματσουκώνω. Βλ. επίσης κρεατομάτσουκο.
Άρθρο του Ριζοσπάστη:
Το ματσούκι κι ο μικρός Ματσούκα
Είχα καιρό να πάω σινεμά. Κι είδα τη χιλιάνικη ταινία «Ματσούκα». Οσοι προλάβετε, σύντροφοι, να τη δείτε γιατί βέβαια δε φιλοξενείται και στα σινεμά-πολυκαταστήματα. Θα θυμηθείτε. Το πραξικόπημα στη Χιλή το '73 μέσα από μια υπέροχη παιδική φιλία δυο ταξικά αντίπαλων εφήβων που ξεπερνούν τη φρίκη της θηλιάς που σφίγγει τη ζωή και τη σχέση τους. Θα πονέσετε με την αφύσικη βιαιότητα γεγονότων και αισθημάτων, αλλά θα αποκρυπτογραφήσετε και το σημερινό νεοταξίτικο «πολιτισμό» της κατανάλωσης και του τρόμου που σκιάζει τα όνειρα των νέων και αλλοτριώνει τους λίγο μεγαλύτερους για να μας τους φέρει κατάμουτρα, εδώ και τώρα, σήμερα. Είναι η ...άρχουσα τάξη.
Σχόλιο αναγνώστη του Ριζοσπάστη:
«Θα τους πάρω με το ματσούκι!»
Η μαρτυρία ανήκει σε 70χρονο συνταξιούχο, που τηλεφώνησε αγανακτισμένος στην εφημερίδα μας: «Ο γιατρός του ΙΚΑ έδωσε παραπεμπτικό στη γυναίκα μου να κάνει ακτινογραφία για οστεοπόρωση. Και επειδή το ΙΚΑ δεν έχει τέτοιο μηχάνημα, πήγε σε ένα συμβεβλημένο ιδιωτικό εργαστήριο χτες, όπου της κλείσανε ραντεβού για τον Οκτώβρη! Τι να κάνω, θα πάω σε άλλο εργαστήριο και θα τα πληρώσω. Αλλά μην τολμήσουν και περάσουν από δω για να ζητήσουν την ψήφο μου, θα τους πάρω με το ματσούκι». Η μαρτυρία αποτελεί χαρακτηριστικότατο παράδειγμα των πολύμορφων συνεπειών της πολιτικής εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης της Υγείας, που προώθησαν και προωθούν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Οσο για το «ματσούκι», μάλλον είναι η πλέον ενδεδειγμένη απάντηση στους πολιτευτές που στηρίζουν και προωθούν την αντιλαϊκή πολιτική του δικομματισμού και την άλλη ώρα βγαίνουν για να ζητήσουν την ψήφο του λαού.
Got a better definition? Add it!
Το νερόβραστο φαγητό, με πολύ ζουμί και ελάχιστη γεύση. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από τον ήχο που ακούγεται ρίχνοντας στερεά υλικά στο νερό που βράζει.
- Ψηλέ, τι έχουμε για φαΐ;
- Πατάτες μπλουμ.
- Πάλι ρε πούστη μου... Πατάτες μπλουμ, μακαρόνια μπλουμ, για το πούτσο είναι ο μάγειρας... Πότε θα πάω σπίτι μου να φάω σαν άνθρωπος...
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά, baiocco (από τα ιταλικά) ήταν παλιό μπακιρένιο παπικό νόμισμα μικρής αξίας.
Σημαίνει:
τα «ψιλά» νομίσματα εξού «…τα ψιλά τα λέω μπαγιόκο…» που αναφέρει ο Πέτρος Κυριακός στο Λεξικό του μάγκα, που ειρωνικά κατέληξε να σημαίνει
χρήμα, μεγάλο ποσόν χρημάτων, κομπόδεμα (εξού και μπαγιοκλής: ο παραλής), πακέτο από λεφτά, και (σήμερα) κρατική ή ευρωπαϊκή επιδότηση / επιχορήγηση.
«Τα λεφτά της καβάντζας, τα κρυμμένα για κάθε ενδεχόμενο χρήματα» (κατά Ζάχο).
Όμως συχνότατα όποτε μιλάμε για μπαγιόκο υπονοείται μια συνδιαλλαγή παράνομη με διεφθαρμένο, ή (και) διαπλεκόμενο υπάλληλο / μεσάζοντα οπότε είναι:
το χρήμα για το λάδωμα / το γράσο / τα «μετρητούλια», το αντίτιμο μιας παράνομης μεσιτείας / μεσολάβησης. Εξού και το: «δε θέλει κόπο, θέλει μπαγιόκο». Μιλάμε δηλαδή για μαύρα / μαύρο χρήμα.
Το μπαγιόκο αυτό καθ' αυτό, παλιότερα, δεν ήταν υποχρεωτικά σε χρήμα: στο «Είσαι φάντης» του Ασίκη προφανέστατα εννοείται (ή θα μπορούσε να είναι): η προίκα (βλ. πχ ).
Κι η άχρηστη σχετική πληροφορία της ημέρας: ο Ντάβιντε Μπαγιόκο είναι Ιταλός ποδοσφαιριστής (μέσος) που (τώρα) ανήκει στην Μπρέσια.
2α. Όλα γίνονται για το μπαγιόκο. (από το δίχτυ)
2β. «…Ο ΟΑΕΕ δεν έχει μπαγιόκο να πληρώσει τις συντάξεις και τα δώρα του Απριλίου,…» (από μπλογκ)
2γ. «…Οι τράπεζες, που ενθυλάκωσαν το μπαγιόκο της στήριξής τους, ούτε άνοιξαν τους κρουνούς της χρηματοδότησης ούτε σκέφτονται να προχωρήσουν σε κάποιο πρόγραμμα αναχρηματοδότησης…» (από το δίχτυ)
4α. «…Αν δεν έχει λαλά και μπαγιόκο απ' τα δημοτικά έργα, γιατί να κατέβει ο άλλος να διεκδικήσει τον δήμο; Για να παίρνει (ούτε) τρία χιλιάρικα τον μήνα και να τον βρίζουν όλοι,…» (από άρθρο εφημερίδας)
4β. «…Δεν έχω πρόβλημα να πληρώνω φόρους, άλλωστε σε έλεγχο του ΣΔΟΕ, με αποκάλεσαν μακάκα γιατί δεν κρύβω τίποτα. (τους χάλασα το γλυκό, δεν είχε μπαγιόκο για να διαπραγματευτούμε..)» (αγορασμένο)
Ε ρε, κι εγώ που διάλεξα εσένα το μπερμπάντη
και μου ξηγιέσαι πονηρά, σε κόζαρα, ρε φάντη!
Στο σορολόπ μου το ΄ριξες, βρε ψευτοπονηράκια
και σ΄ έχω κάνει τσακωτό με κάτι κοριτσάκια.
Μου κάνεις το κορόιδο κι όλο μου λες, “τί τρέχει;”
και να σε φτύσω αλλού κοιτάς, σου φαίνεται πως βρέχει.
Ίσα, ρε φάντη!
Και πως με εκατήντησες, κοπέλα σα νταρντάνα
και το μπαγιόκο μού ΄φαγες, βρε ψευτοαρπαγάνα.
Μα ΄γω κρατάω πισινή και δε θα σου περάσει
και ξαφνικά θα το ιδείς η μπόμπα που θα σκάσει.
Γειά σου, βρε Ρίτα, μάγκισσα!/ Γειά σου, Σαλονικιέ μου!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κιμωλία. Κατά συνεκδοχή, η αγορά επί πιστώσει. Κι αυτό γιατί οι παλιοί ταβερνιάρηδες είχαν ένα μικρό μαύρο πίνακα –την πλάκα– και εκεί σημείωναν με κιμωλία, με το τεμπεσίρι, τα βερεσέδια των πελατών, τα χρωστούμενα.
Η λέξη έχει επιβιώσει (just) με αυτή την έννοια στην έκφραση γράφω τεμπεσίρι –θέλει να πει η έκφραση πως σημειώνω ότι κάτι μου χρωστάς αλλά είτε δεν με νοιάζει να το ξεπληρώσεις, γιατί είναι ασήμαντο, είτε ξέρω ότι δεν πρόκειται να το ξεπληρώσεις, γιατί είσαι μπαταχτσής.
Υπάρχει επίσης και η έκφραση εσύ έχεις την πλάκα, εσύ και το τεμπεσίρι –δηλαδή, όλα τα εργαλεία και τα ατού τα έχεις στα χέρια σου και κάνεις κουμάντο.
Η προέλευση της λέξης, όπως έχει ήδη πει ο vikar, είναι από το τούρκικο tebeşir που σημαίνει ακριβώς κιμωλία και η σαφώς πιο συνηθισμένη σημασία της είναι η κιμωλία του μπιλιάρδου.
Κάποιοι Έλληνες συνταξιούχοι με ένσημα μιας ζωής παίρνουν συντάξεις πείνας. Τους βλέπουμε κάθε μήνα στις ουρές να περιμένουν για λίγα ευρώ που θα τους φτάσουν για μια εβδομάδα και μετά αρχίζουν το τεμπεσίρι (αγοράζουν βερεσέ) για να μπορέσουν να επιβιώσουν. (από το blogathinaios.blogspot.com)
(Από το τραγούδι «Μονά ζυγά τα χάνουμε» (1973), Στίχοι: Γ. Καλαμαριώτη, μουσική: Γ. Μητσάκη, ερμηνεία: Ρ. Κουμιώτη)
Σ' ένα στενό στην Κοκκινιά / στενάζει η φτωχογειτονιά / καρτούτσο ξεροσφύρι / Στο καπηλειό του Βελωνιά / στη μουχλιασμένη τη γωνιά / και γράφε τεμπεσίρι.
– Μεγάλο καλό, αδερφέ... θα στο χρωστάω...
– Ναι ρε, εντάξει... θα το γράψω τεμπεσίρι...
Ποιος είναι ρε, το κουμάντο σ' αυτό το ψιλικατζίδικο; O Ταρζάν και η τσίτα; Αυτοί δεν είναι που κρατάνε την πλάκα και το τεμπεσίρι; (Ρητορικές ερωτήσεις από το xanthiblogs.gr, οι «αυτοί» που αναφέρει είναι η κυβέρνηση)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μεγάλο κλουβί
Ημιφορτηγό σε στυλ βαν
Όχημα που διαθέτει κάγκελα στα παράθυρά του και χρησιμεύει για την μεταφορά κακοποιών ... ή αστυνομικών. Στην πρώτη περίπτωση τα κάγκελα είναι για να μην δραπετεύσει ο κακοποιός, στην δεύτερη για να προστατευθούν οι μπάτσοι.
Το καφάσι
Το κατάστημά μας διαθέτει κλούβες αναπαραγωγής, διαβίωσης, πτήσης, μεταφοράς σε ό,τι τιμές και μεγέθη θέλετε.
από αγγελία
Πωλείται Ford Transit κλούβα με ανοιγόμενες πόρτες (€ 6.000,00)
Επίθεση σε κλούβα των ΜΑΤ
Νεαροί πέταξαν μολότοφ σε κλούβα των ΜΑΤ
Ομάδα κουκουλοφόρων κινήθηκε στη 1:00 μετά τα μεσάνυχτα εναντίον κλούβας των ΜΑΤ που βρίσκονταν στην οδό Αγγελάκη στη Θεσσαλονίκη.
από δελτίο του ΣΚΑΪ
- Και πώς θα τα κουβαλήσουμε όλ' αυτά ρε μάνα στην Αθήνα;
- Μα θα σας τα βάλω εγώ παιδάκι μου σε δύο κλούβες, μην έχεις έγνοια για τίποτα.
Got a better definition? Add it!
Κουτσομπόλα ονομάζεται ένα έπιπλο με ενσωματωμένο κάθισμα, στο οποίο τοποθετούσαν παλιά τη συσκευή του τηλεφώνου και κάθονταν οι κυρίες με τις ώρες και κουτσομπόλευαν, αφού η χρέωση ήταν ανά κλήση και όχι ανάλογα το χρόνο συνδιάλεξης. Είναι είδος προς εξαφάνιση πλέον για ευνόητους λόγους
Πάλι στο τηλέφωνο είσαι Μαριγώ; Θα την πετάξω την κουτσομπόλα και θα κάθεσαι στο πάτωμα!!!
Got a better definition? Add it!