Further tags

Με πηγή έμπνευσης το λήμμα ξυλοκόπος, θυμήθηκα την παραπάνω κορυφαία λέξη - επάγγελμα που χρησιμοποιείται στην ποδοσφαιρική αργκό.

Ψαράδες λοιπόν (η χρήση περιορίζεται στον πληθυντικό, αφορά δηλαδή ομάδες και όχι μεμονωμένους παίκτες) είναι το σύνολο των άτεχνων, άτσαλων και άμπαλων παικτών μίας ομάδας, που σε αντίθεση με τους υπόλοιπους άμπαλους και ξυλοκόπους, έχουν συγκεκριμένη πατρίδα και συγκεκριμένα την Σκανδιναβία και συνήθως τη Νορβηγία.

Όσον αφορά το λόγο χρήσης του εν λόγω επαγγέλματος: θυμίζω ότι, η Νορβηγία είναι μία χώρα, που η οικονομία της βασίζεται κατά πολυ στην αλιεία (νομίζω πρώτη σε εξαγωγές μπακαλιάρων), οπότε, επειδή οι άνθρωποι το τόπι δεν το κατέχουν, συμπεραίνουμε ότι στο ψάρεμα θα τα καταφέρνουν καλύτερα...

Διάσημοι ψαράδες - αντίπαλοι ελληνικών ομάδων τα τελευταία χρόνια είναι οι:

1) Ψαράδες της Νόρτσελαντ (με Ολυμπιακό)
2) Ψαράδες της Λιν (οι πλέον διάσημοι, γιατί είχαν κανει διπλό στην τούμπα, σε ένα ματς που οργίασαν οι φήμες για αβαβά, ενώ στη ρέβανς έφαγαν τρία γκολ και αποκλείστηκαν).

Στη θεωρητικά εύκολη κλήρωση του Ουέφα αναφέρομαι. Που έβγαλε τον ΠΑΟΚ αντιμέτωπο με κάποια Λιν από τη Νορβηγία, τον Αρη με τη Νιάου Νιάου Ζίμπρου Τσιτσινάου και τον Πανιώνιο με κάτι δανούς ψαράδες, ονόματι Νοβοσέλατς ή κάπως έτσι. **(http://archive.sport.gr/cafe/duplicate/2003/08/030829.asp)**

ΜΑΛΛΟΝ ΑΥΤΟ ΤΟ 5-0 ΜΗΔΕΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΨΑΡΑΔΩΝ ΘΑ ΤΟ ΠΛΗΡΩΣΕΙ ΣΤΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΕΚ Ο ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ .ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟΣ ΟΤΙ ΟΙ ΠΑΙΚΤΕΣ ΤΗΣ ΑΕΚ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΑΝΟΙ(από το sport24)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο χορταρέας, δηλαδή κατά τον προσφυή ορισμό του Γεωργίου Ζάκκου, "η περίπτωση ανδρός ο οποίος καταναλίσκει μεγάλες ποσότητες χόρτου, ήτοι χασίς, μπάφου, μαύρου, νταφού".

  1. den sas goustaroume re xortarakides ai kai gamithite mia zoi to hiphop piso to pate. (Πρεζόνια και μαστούρηδες).
  2. Γνωστός χορταράκιας ο λευκοκέφαλος αετός-σύμβολο των ΗΠΑ. (Από το Luben).
  3. Είμαι ευσεβής χορταράκιας, ήμουν, είμαι και θα είμαι και δεν υπάρχει τίποτα το λάθος μ'αυτό, εκτός απο το κόστος του χόρτου». (Εδώ).

Στο Ιντερνέτι το βρίσκω και σε μία περίπτωση που φαίνεται να συνδέεται με το έτερο γρασίδι, ήτοι το γκαζόν του ποδοσφαιρικού γηπέδου, οπότε φαίνεται να σημαίνει τον πωρωμένο - καμένο με το ποδόσφαιρο ή τον ποδοσφαιριστή. Είναι εξάλλου και παρωνύμιο παράγοντα ποδοσφαιρικής ομάδας όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς από τον γούγλη.

ΤΟΝ ΣΥΝΘΕΤΙΚΟ ΧΛΟΟΤΑΠΗΤΑ ΤΗΣ, ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΗΝ ΖΩΗ ΔΥΣΚΟΛΗ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΧΟΡΤΑΡΑΚΗΔΕΣ (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιότερα αποτελούσε μειωτικό χαρακτηρισμό των οπαδών και μελών της ομάδας του Παναθηναϊκού στη λογική ότι η ομάδα εκπροσωπούσε τα αστικά και μεγαλοαστικά στρώματα της Αθήνας, και δη των Βορείων Προαστίων, με λίγα λόγια τους φλώρους της υπόθεσης, σε αντίθεση με τον αιώνιο αντίπαλο Ολυμπιακό, που αντιπροσώπευε το λιμάνι, την εργατιά και την προσφυγιά (λέμε τώρα) ή τις προσφυγικές ομάδες της Α.Ε.Κ. και του Π.Α.Ο.Κ.

Ως προς την ετυμολογία του τζιτζιφιόγκου βρήκα εδώ την ενδιαφέρουσα (πλην όχι σίγουρη) άποψη ότι πρόκειται για νόθο σύνθετο από το τουρκικό τζιτζί (< cici = ωραίος, χαριτωμένος) και το φιόγκος.

Νικώντας οι «μαουνιέρηδες» τους «τζιτζιφιόγκους» ήταν σαν να νικούσαν οι Αποκάτω τους Αποπάνω. Ιδεολόγημα; Βεβαιότατα! Και αν, μάλιστα, κάτσεις και καλοσκεφτείς ότι «τζιτζιφιόγκοι» δεν ήσαν οι ποδοσφαιριστές του ΠΑΟ (που ήσαν μεν και εκείνοι παιδιά των λαϊκών τάξεων, αλλά έπαιζαν για την ομάδα της «καλής κοινωνίας»), τότε το συγκεκριμένο ιδεολόγημα γίνεται αφόρητο και απύθμενο.
Ωστόσο, ιδεολόγημα-ξεϊδεολόγημα, από όλη αυτή τη συγκρουσική ιστορία έβγαινε κάθε Κυριακή απόγευμα ένα συμπέρασμα: ότι ο εργατικός και προσφυγικός Πειραιάς νικά την καλοταϊσμένη Αθήνα των βολεμένων αστών. (Εδώ).

Μια χρήση του "τζιτζιφιόγκος" που έχει συζητηθεί, από πρώην (πλέον) στέλεχος του Ποταμιού. (από Khan, 02/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνεκδοχικώς, ο διαιτητής αθλητικού αγώνα. Όταν αποσύρεται λέμε ότι κρεμάει την σφυρίχτρα, ενώ όταν δεν είναι δίκαιος / ικανός λέμε πάρτε του την σφυρίχτρα. Ένας διαιτητής που σφυρίζει πολύ εύκολα λέγεται σφυρίχτρα με πολλά στραγάλια, ενώ για έναν που δεν δίνει τίποτα και σφυρίζει λίγο μπορεί να ειπωθεί ότι του έκλεψαν το στραγάλι.

Σφυρίχτρες όλων των ήχων. (Εδώ).

Ψυχαναλύοντας την σφυρίχτρα. (εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός ή αθλητής της ομάδας του Ηρακλή, λόγω της κυανόλευκης εμφάνισης (και δη συχνά μπλε μπλούζα- άσπρο σορτσάκι) που η ομάδα μοιράζεται με τα στρουμφάκια.

Πάσα: allivegp.

  1. - ρουλη ασε τον πρόλογο και ετοιμαζε τα 500.000 για τον Σκορτσιανιτη.. μετα να σε δουμε - τι λέει το στρουμφάκι 500χιλ;
    ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ
    500χιλ φάπες θέλεις να πεις
    - Σατανοερπετό, εσύ έχεις μόνο 1 τίτλο, οι άλλοι είναι του μεγάλου Γκάλη ο οποίος σας έχει πάρει χαμπάρι γι αυτό και σας έχει συνδέσει κανονικά. Αλήθεια θυμάστε που τον παρακαλούσατε να μην έρθει στο μεγάλο ΗΡΑΚΛΗ; Ακόμα και το Γκάλη βρε αχάριστοι δεν το σεβαστήκατε. Ερπετά όνομα και πράμα. Ουστ γλιστεροί τύποι.
    (Στρουμφάκι vs ερπετό εδώ)

  2. Ανύπαρκτα γαλάζια στρουμφάκια την πέσανε στον μπορμπόκη εδώ

Στρουμφάκι επελαύνει (από Khan, 04/10/10)

Βλέπε και γριές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι ο μικρόσωμος και γρήγορος παίκτης που τρυπώνει με επιδεξιότητα στην αντίπαλη περιοχή.

Τι σαμιαμίδι αυτός ο Μέσσι! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στο ηπειρώτικο ιδίωμα είναι το ιμιτασιόν αντικείμενο, το ψεύτικο, η μαϊμού, ενώ πάσλας μπορεί να έχει και γενικότερη σημασία ως ο άσχετος. Ενδιαφέροντα κττμγ τα λολοπαίγνια με την ονομασία Π.Α.Σ. (Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος) - Γιάννινα.

Πάσα Δ.Π.: craftsman

  1. Πάσλα κόσμημα της πασάρανε κι αυτή το πήρε για αληθινό.

2. Πας μη ΠΑΣ.... Πασλας!!!

3. pasla afrikane....den tha narths pote sta giannina wre xamor poustides kai palikaria ginatan mallia kouvaria

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρόεδρος του ΠΑΟ όταν ο ΠΑΟ πάρει πρωτάθλημα.

Όταν ο ΠΑΟ πάρει πρωτάθλημα, ο Πατέρας θα είναι παππούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που νομίζει ότι γνωρίζει κάτι, αλλά στην ουσία είναι άσχετος. Κυρίως για αθλητικές δραστηριότητες.

-Άκουσες τι είπε ο Γεωργίου για το παιχνίδι;
-Έλα μωρέ τώρα με τον μυρωδιά τον Γεωργίου, νομίζει ότι ξέρει κιόλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α. Στις πορείες:

Μπάχαλος /-οι είναι τα άτομα που συνήθως κατεβαίνουν στις πορείες για τις υλικές ζημιές. Συνήθως δεν πιστεύουν σε κάποια συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία και ούτε έχουν κάποιο συγκεκριμένο (πολιτικό) σκοπό για τις καταστροφές που προκαλούν. Γι αυτό και συνήθως οι στόχοι στους οποίους επιτίθενται δεν είναι συγκεκριμένοι.

β. Στα γήπεδα:

Μπάχαλος /-οι είναι τα άτομα που είναι πολύ φανατισμένα με μια ομάδα και συχνά επιτίθενται κατά άλλων (αστυνομικών, διαιτητών, αντίπαλων ποδοσφαιριστών / οπαδών κτλ). Οι τελευταίοι ονομάζονται επίσης και χούλιγκανς, φανατικοί.

α) Χθες έγινε χαμός στην πορεία. Ξαφνικά κάτι μπάχαλοι την άρχισαν να σπάνε μαγαζιά και μας την πέσανε οι Ματάδες.

β) Κάτι οπαδικοί μπάχαλοι επιτέθηκαν σε οπαδούς της αντίπαλης ομάδας καθώς προσπαθούσαν να βγουν από το γήπεδο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified