Στην ποικιλία της Κεφαλονιάς είναι η μυρωδιά του πρόβατου την εποχή του ζευγαρώματος.
Μυρίζει βαρβατσουλιά ο άπλυτος.
Στην ποικιλία της Κεφαλονιάς είναι η μυρωδιά του πρόβατου την εποχή του ζευγαρώματος.
Μυρίζει βαρβατσουλιά ο άπλυτος.
Got a better definition? Add it!
Η μπόχα των μποχών στη Δ.Κρήτη, τουλάιστο ηχητικά και ως μέρος της σχετικής γκριμάτσας αηδίας και απογοήτευσης που συνοδεύει την εκφορά της. (Στην Κρήτη οι άσχημες οσμές σχηματίζονται με το -έα, στο τέλος, π.χ. σκυλέα, αυγουλέα, σκατουλέα, τσουκνέα κ.λπ.). Όχι επειδή δεν υπάρχουν εφάμιλλα ανυπόφορες οσμές, αλλά επειδή αυτή η λέξη κττμγ σ' όσους έχουν βιωματικά μεγαλώσει μαζί της δημιουργεί συναισθησία, σα να παράγει η εκφορά την την οσμή στον εγκέφαλο ναούμ'. Είναι η όχι απαραίτητα έντονη αλλά αναγουλιαστική, ταγκιά μυρωδιά που βγάζει κάτι σάπιο ή βουρκιασμένο. Θρασουλέα βγάζει το κρέας που άφησες στη συντήρηση μέρες και έχει αρχίσει να μυρίζει, αλλά και το κακοπλυμένο ποτήρι που βρωμάει αυγουλίλα, και άλλα, βλ. στα "παραδείγματα" όπου κι άλλοι έχουν προσπαθήσει να την ορίσουν . Ετυμολογία: το λεξικό Ξανθινάκη λέει από το θρασίμι = ψοφίμι (το οποίο θρασίμι, από το σαθρός).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μία από τις βασικές -ίλες, είναι η μυρωδιά που αναδίδει η γυναίκα, το αντίστοιχο του αντρίλα, μόνο- ελπίζουμε- πιο μυρωδικό. Βεβαίως, η γυναικίλα μπορεί να καλύπτει ένα μεγἀλο φάσμα οσμών από την μυρωδάτη τριανταφυλλίλα έως το καμένο ντουί, όταν υπάρχει θεματάκι με τα μουνικά, φτάνοντας μέχρι και τη μαμαδίλα μιας ώριμης γυναίκας που αποπνέει μιλφίλα, ή όλες αυτές τις μυρωδιές που αναδίδει η φύση μετά το πέρασμα μιας μουνοκαταιγίδας. Γενικά πάντως η γυναικίλα είναι το τζενέρικ, είναι συνήθως κάτι περισσότερο από μια οσμή, μάλλον περιγράφει κατάσταση, όπου υπάρχει υπερβολική δόση θηλυκότητας φορ μπέτερ ορ φορ γουόρς, ή που έχουμε έναν μουνόκαμπο από πάρα πολλές γυναίκες μαζεμένες.
Η λέξη παλιά, υπάρχει από τον 19ο αιώνα, καθώς την βρίσκω σε μια μετάφραση των Νεφελών Αριστοφάνους από τον Γεώργιο Σουρή (1900), και βεβαίως την βρίσκουμε στους δύο μεγάλους Νεοέλληνες πεζογράφους της -ίλας, ήτοι τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Στρατή Τσίρκα, που προσπαθούν και οι δύο να αποδώσουν με λέξεις στα μυθιστορήματά τους ένα ολόκληρο οσφραντικό σύμπαν εμπνευσμένο αντιστοίχως από την Κρήτη και από τις πολιτείες της Εγγύς Ανατολής. Σε παλαιότερες εποχές, η γυναικίλα ήταν η μυρωδιά μιας παστρικιάς, με την ευρεία έννοια, δηλαδή μιας γυναίκας που πλενόταν και μοσχοσαπουνιζόταν, πιθανόν σε αντίστιξη με τον άντρα της που μύριζε βαρβατίλα και τραγίλα. Η γυναικίλα μπορεί να ήταν και ύποπτη: Ένας άντρας που μυρίζει γυναικίλα σημαίνει ότι θα ξενοπηδιότανε με κάποια παστρικοθοδώρα, και δυστυχώς δεν έχει την καθησυχαστική γνώριμη αρχιδίλα του, αλλά αφενός πλένεται ο ίδιος για να κάνει τον δανδή, και αφεδύο κουβαλάει πάνω του και τις μυρωδιές της γκόμενας.
Στη δική μας εποχή η γυναικίλα έχει εξελιχθεί:
Στάνταρ το διηύθυνε γυναίκα. Η γυναικίλα αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα και ήταν πνιγηρή. Δεν ήταν μόνο τα διακριτικά rechaud με άρωμα βανίλιας και κανέλλας, οι απαράμιλλου γούστου καναπέδες με τα έθνικ μαξιλάρια - με τα καλύμματα κεντημένα στο χέρι σαφώς - ήταν... (Η μπλογοτέχνης Αγγελική Μαρίνου εδώ)
Άλλες σημασιολογικές αποχρώσεις: Η γυναικίλα μπορεί να είναι η γυναικεία ανθρωπίλα, η φυσική μυρωδιά, αν αφαιρέσεις όλες τις τεχνητές επιστρώσεις, που στην εποχή μας είναι πολυάριθμες. Η γυναικίλα μπορεί να σημαίνει έτσι μια νοσταλγική επιστροφή στη φυσική (μη)-καθαρότητα.
Το ανθρώπινο δέρμα δεν πρέπει να μυρίζει ανθισμένα ανοιξιάτικα άνθη αλλά "δερματίλα"!!! Σεξ με αντρίλα και γυναικίλα. Πλύσιμο μόνο με νερό. (Γλάιφο).
Μπορεί να είναι η θηλυκότητα.
Παντως για μενα, η γυναικιλα (ναι, η λεξη θηλυκοτητα δε μου αρεσει, ειμαι βλάχος, τι να κανουμε..) στη γυναικα δε χρειαζεται να ειναι μετρημενη. (Ινσόμνια).
Μπορεί να είναι η συσσώρευση γυναικείων ορμονών σε έναν μουνόκαμπο:
Μπορεί να είναι αποδιοπομπαία οσμή.
Αν τεκνοποιήσεις με γυναίκα, μπορεί να κολλήσει το παιδί γυναικίλα και να βγεί με κέρατα και ουρά. (Μπουντουσουμού).
Τέλος μπορεί να σημάνει την γυναικεία ετεροκανονιστικότητα, ήτοι το γυναικείο αντίστοιχο της ματσίλας, που μπορεί να καταντήσει τουματσίλα και ως τέτοια να αποδοκιμαστεί από λοξούς, αχαρτογράφητους, χιπστέρια και άλλους περίεργους.
Άρα το pride είναι και για εμάς. Και πού ξέρεις μπορεί να ανακαλύψουμε και μια άλλη μας πλευρά που δεν τολμούσαμε. Σκατά στη γυναικίλα! (Ίντυ)
Got a better definition? Add it!
Ξινίλα ή ξίνια είναι αυτό που αποπνέει ο ξινός ανθρώπας, ο ξινίχλας κι η ξινιόλα.
Είναι κι η μυρωδιά της απλισιάς και των παρατημένων -αλίμονο- γερονταματώνε.
Σημείωση: Δες κι άλλες -ίλες.
-Save the planet, wear less clothes!!!!!!!!!
-Εύγε! Συμφωνώ! Αυτο είναι! :)
-χαχαχαχαχα οριστε .. αυτο θα λετε στις κοπελες .. ασε που μπορει να ειναι κ ατακα για να ανοιξεις κουβεντα :-)
-Ναι, αν δεν μας φέρουν κανά νερό στη μούρη τέτοια ξίνια που κυκλοφορεί:)) (εδώ)
- Κρυώνουμε, μην ανοίγεις το παράθυρο νεαρε. -Να πλενεστε τοτε
- φτιάξε με, πες μου ότι συνέβη.
- οου γιες μπειμπι. Δεν άντεξα κ απ τη βρώμα κ απ την ξινια του γέρου
-Στη Φωκίωνος Νέγρη με φίλους & κατοίκους της Κυψέλης #Olga2015 #ekloges2015
-Πες τα σε κάναν άλλο. Ξέρουμε πόσο σιχαίνεσαι την "πλέμπα". Κ το χαμογελάκι στη φωτό μες στην ξίνια, φωνάζει (εδώ)
Πεχάμετρο, να μετράει την ξινίλα στην φάτσα μερικών, δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη? (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Η πιο γενική -ίλα που βγαίνει από το ανθρώπινο κορμί. Φανταζόμαστε είτε ότι είναι οι οσμές που κυριαρχούν πιο έντονα, όπως ο ιδρώτας, είτε σε ένα πιο υπαρξιακό επίπεδο οι οσμές των υγρών που φανερώνουν περισσότερο την επισφάλεια και θνητότητα της ανθρώπινης συνθήκης, όπως το αίμα και το σπέρμα. Η ανθρωπίλα μπορεί να είναι γενική, όπως τα χνώτα ενός ανθρώπινου πλήθους. Μπορεί να είναι η μοναδική ανθρωπίλα του κάθε ανθρωπίνου προσώπου όταν απογυμνωθεί από φτιασίδια και ψιμύθια και μείνει στη γύμνια της οσμής του. Μπορεί, με λίγη φαντασία, να είναι το πώς μας μυρίζουν τα άλλα ζώα. Μπορεί να είναι τελείως υπαρξιακά η απόλυτη έκθεση στην επισφάλεια μέσα από την οποία γεννιέται η πιο στέρεη αγάπη. Πρόκειται για μια λέξη αγαπημένη συγγραφέων της οσμής, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Στρατής Τσίρκας, η οποία όμως παραμένει, νομίζω, αδόκιμη, παρόλο που έχει απασχολήσει αρκετούς συγγραφείς.
Got a better definition? Add it!
Επίσης «μπριζόλα», «μπριτζόλα» ή «μπριζολίδιο» σημαίνει η μπριζολοειδής, αλλά δυσάρεστη μυρωδιά που αναδύεται κατά τη καύση τιγρέ σπορακίων κάναβης, που έχουν παραπέσει στο «γάρο» ή «μπάφο» ή «κανόνια» κατά το στρίψιμο κάτω από δυσμενείς συνθήκες (βροχές, πάρκα, σκοτάδι, σε εξωτερικούς χώρους κ.λ.π.)
Got a better definition? Add it!
Εισπνεόμενες ναρκωτικές ουσίες, σκόνες, ηρωίνη και κοκό.
- Θα τρομάξεις να το γνωρίσεις το Λάκη. Έμπλεξε εδώ και κάνα χρόνο με κάτι πλουσιόπαιδα και έχει εξελιχθεί σε καλλιτέχνη των μυριστικών.
Got a better definition? Add it!
Λέξη με πολλές σημασίες, τις οποίες δεν βρήκα κάπου συγκεντρωμένες, οπότε τις καταγράφω δωδαπανά.
Αναδοσιά είναι:
Got a better definition? Add it!
Ο Λαρισαίος.
Ο βρωμοπόδαρος, αυτός που οι πατούσες του μυρίζουνε τυρίλας (σε γενική πτώση). Βλ. και τυρέμπορας.
Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μεσαιωνικού συγγραφέα Τυρόλδου, πιθανώς μυθικού. Βλ. εδώ.
- Από πού είναι ο Βάιος, ρε;
- Δεν το 'πιασες από το όνομα; Τυρόλδος είναι ρε, τυρόλδος.
- Τι βρομάει σα λέσι εδώ μέσα, μάγκες;
- Αυτός ο τυρόλδος ο Γρηγόρης έβγαλε πάλι τα παπούτσια του.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ειρωνικά, το πολύ έντονο φτηνό ανδρικό άρωμα (το γυναικείο λέγεται πατσουλί / πατσουλιά), όπως ακριβώς το περιγράφει ο Βασίλης στην «Κάντιλακ» (...σπρέι με βαρύ αποσμητικό...).
Η έκφραση προέρχεται απο την ταπεινή κολώνια (κατ’ ευφημισμόν-καμία σχέση με το νερό βορείου αποικίας των Ρωμαίων), με την οποία ξεπλένουν τους μεταστάντες στο φέρετρο πριν την κηδεία, προκειμένου να μη βρωμάνε...
Χαρακτηριστικό της είναι η έλλειψη διακριτικότητας (σου’ ρχεται στη μάπα και σε πνίγει). Την φορούν συνήθως κάτι γερο-τζόβενα, που δεν ξέρουν να διαλέξουν ούτε τις καλές φίρμες, ούτε τα εύοσμα αρώματα-αποσμητικά, αλλοδαποί του ανατολικού μπλoκ (που έχουν ξωμείνει στο βουλγαρικό «ροδόνερο»), καθώς και τα 13-16χρονα έντονα μαλακιζόμενα μειράκια, που την βουτάνε από τους πατεράδες τους και «λούζονται» μ’ αυτά (αφού κανείς δεν τους είπε πως χρησιμοποιούνται).
Συνήθως ευτελούς ποιότητας με βαρύγδουπη λεζάντα (στη συσκευασία), θα τα βρεί κανείς σε πάγκους γύφτων στα γιουσουρούμια, κατάχαμα στρωμένες κουβέρτες μαύρων-Πακιστάνων, που πουλούν όλων των ειδών τα «ορίτζιναλ» κυριλέ προϊόντα σε παραδόξως χαμηλές τιμές, σε κεντρικές λεωφόρους (μέχρι το επόμενο σφύριγμα τσιλιαδόρου), παλιότερα στις βιτρίνες του υπόγειου ηλεκτρικού της Ομόνοιας, σε περίπτερα και εν γένει «στα καλάθια», όπως λέμε.
Συνώνυμα: Μπακουραμπάν, Μυρτώ, Περιπτερέξ, Πάρε-νάεις (Fahrenheit) κ.α.
Got a better definition? Add it!