Further tags

Παμπάλαιος σλανγκ όρος. Με πολλαπλές χρήσεις. Αναφέρω τις κυριότερες:

  • Ποδόσφαιρο: Ένας παίχτης που κυριολεκτικά σέρνεται μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Είτε παίζει είτε δεν παίζει, ένα και το αυτό.
  • Ιππόδρομος: Ένα άλογο που σπανίως τερματίζει, και αν γίνει το θαύμα και τερματίσει καταλαμβάνει την αριθμητική θέση των συμμετεχόντων αλόγων (π.χ. όγδοο στα 8 που έτρεχαν). Υπάρχει και ιπποδρομία κουτσάλογων (όλα τα κουτσάλογα τρέχουν μαζί).
  • Υπάλληλος: Κάνει εντελώς τα ανάποδα απο αυτά που του λες. Όχι μόνο δεν προσφέρει, αλλά καταστρέφει κιόλας.
  • Κωλόμπαρο: Η κονσοματρίς που στο τέλος της βάρδιας της, αντί να πληρωθεί, το αφεντικό της ζητάει να πληρώσει τα ποτά που ήπιε.

    Ο όρος προέρχεται από την χρηστικότητα του συγκεκριμένου συμπαθέστατου ζώου, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το γεγονός ότι πρέπει να πατάει γερά και στα τέσσερα πόδια του. Δυστυχώς, ένα κουτσό άλογο ισοδυναμεί με ένα άχρηστο στην αρχή και νεκρό στη συνέχεια άλογο.

-Ο πρόεδρος υποσχέθηκε ότι θα κάνει μεταγραφές του χρόνου. -Ποιος ξέρει τι κουτσάλογο θα μας κουβαλήσει πάλι...

-Όλα τα λεφτά στο 5, έχω πληροφορία.
-Άσε μας ρε Λάκη. Όλο σότα μας δίνεις. Ο ΤΡΕ ΜΠΙΕΝ (το 5) είναι γνωστό κουτσάλογο. εγώ σε πάω στοίχημα, ότι δεν θα τερματίσει καν...

(από electron, 02/09/09)(από electron, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μπιλιάρδο, αυτός που κάνει συνέχεια τελάρο, δηλ. κατ' εξακολούθηση επιβαρύνεται με το στήσιμο των μπαλών.

Αυτό συμβαίνει διότι ο εν λόγω είναι επαγγελματίας λούζερ, κατσίκι, άμπαλος, ασχετίλας.

Ο μανάβης σπανίως έως ποτέ έχει τη δυνατότητα να βγάλει το άχτι του κάνοντας το εναρκτήριο σπάσιμο, ηδονή η οποία επιφυλάσσεται για τον ευτυχή αντίπαλο του μανάβη. Ο μανάβης παρακαλάει να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα το μαρτύριο αυτό, να βλέπει δηλ. τα κόκαλα, που με τόση επιμέλεια έστησε, να εξακοντίζονται με μανία στου τραπεζιού τις άκρες.

Εννοείται πως οι εντρυφούντες εις την μαναβικήν αποτελούν τα ιδανικά θύματα για τους επιτήδειους που δεν γουστάρουν να πληρώνουν για την ώρα που παίζουν. Η λυπητερή αποστέλλεται στον ηττημένο, ο οποίος πληρώνει κατά κανόνα τον πάγκο.

- Μαλάκα αυτή η τελευταία στεκιά που έβγαλες απλά δεν υπήρχε. Αράπης σε γαμούσε χτες το βράδυ και σου 'χει ανοίξει έτσι ο κώλος;
- Άντε τέλειωνε με το στήσιμο, ρε μανάβη, κι άσε τα πολλά λόγια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε παιχνίδι στο οποίο οι (πάνω από δύο) παίκτες παίζουν όλοι εναντίον όλων. Προκειμένου συγκεκριμένα για παιχνίδια που τυπικά παίζονται ανάμεσα σε δύο μόνο ομάδες ή παίκτες, ο μαχαιροβγάλτης ή κοψολαίμι είναι μία παραλλαγή που μπορεί να αφορά και δύο και τρεις ή και παραπάνω ομάδες ή παίκτες –και έτσι να αποτελεί ιδανική λύση για συναθροίσεις ατόμων περιττού πλήθους.

Παραδείγματα μαχαιροβγάλτη είναι στα βελάκια το γνωστό κρίκετ (δείτε εδώ) και στο μπριτζ το ραμί (δείτε επίσης και εδώ).

Συγκεκριμένα στο μπιλιάρδο, το κοψολαίμι για τρία άτομα παίζεται ως εξής: οι μπάλες διακρίνονται όχι πλέον σε δύο ομάδες (μονόχρωμες και δίχρωμες), αλλά σε τρεις, τις κάτω ή μικρές (μπάλες 1 ώς 5), τις μεσαίες (μπάλες 6 ώς 10, μαζί και η μαύρη δηλαδή) και τις πάνω ή μεγάλες (11 ώς 15)· οι μπάλες στήνονται στο τρίγωνο αυθαίρετα· ο πρώτος που βάζει μπάλα διαλέγει μία από τις τρεις ομάδες και ο δεύτερος μία από τις δύο που απομένουν, ενώ ο τρίτος αυτόματα έχει την τελευταία· κάθε παίκτης αποσκοπεί στο να βάζει μπάλες των άλλων παικτών ώστε να μείνει ο μόνος που θα 'χει μπάλες στο τραπέζι· το παιχνίδι δεν είναι δηλωτό και συγκεκριμένα ένας παίκτης χάνει τη σειρά του μόνον αν (α) δεν βάλει μπάλα (αν βάλει από τύχη ή κι' αν βάλει δικιά του ακόμα, συνεχίζει), (β) βάλει την άσπρη (η οποία ξαναμπαίνει στο τραπέζι απ' τον επόμενο αυθαίρετα), ή (γ) δεν έχει δική του μπάλα στο τραπέζι (οπότε και έχει χάσει).

Η εμπειρία δείχνει ότι οι μαχαιροβγάλτες είναι παιχνίδια για δεμένες παρέες, μια και η ένταση του ανταγωνισμού, σε σύγκριση με το τι συμβαίνει στην εκάστοτε τυπική βαριάντα του παιχνιδιού, είναι συχνά τόσες φορές πολλαπλάσια όσοι και οι αντίπαλοι.

Οι λέξεις αποδίδουν το αγγλικό cutthroat. Εκτός από το μεταφραστικό προηγούμενο του μαχαιροβγάλτη, προτείνεται και η μπρουτάλ λεξιπλασία κοψολαίμι, ως πιο ταιριαστή στα στυγνά ένστικτα που ξυπνάει το παιχνίδι (τσεκάρετε και τις αργκό σημασίες του cutthroat στο Ούρμπαν ντίξιονάρι).

Συνώνυμο: όλοι εναντίον όλων.

ΚΟΥΛΗΣ: Έπ! Καυλώς τηνε την πέρδικα που περπατεί λεβέντικα!...
ΣΟΥΛΗΣ: Έλα ρε σαχλαμάρα, τί γίνεται;... Απο 'δώ ο φίλος μου ο Τούλης που σού 'λεγα.
ΚΟΥΛΗΣ: Χαίρω πολύ Τούλης. Και στεκάτος βλέπω!...
ΤΟΥΛΗΣ: Δώρο της γκόμενας, μή μασάς.
ΚΟΥΛΗΣ: Αυτά ειναι... Κι' ο Μπούλης πού είναι, θά 'ρθει μόνος του;
ΣΟΥΛΗΣ: Δέν θά 'ρθει μωρ' ο φαλαινοθήρας, μού 'στειλε μήνυμα. Έκανε λέει χθές κάτι ακροβατικά με την καινούργια κι' έπαθε θλάση στον ώμο.
ΚΟΥΛΗΣ: Μπινιάαα... Και τώρα εμείς τί θα παίξουμε, πρωταθληματάκια;
ΤΟΥΛΗΣ: Εγώ παιδιά λέω να πάμε 'ναν μαχαιροβγάλτη μέχρι να σκάσει κάνας άλλος στο μαγαζί.
ΚΟΥΛΗΣ: Τί 'ν' αυτό;
ΣΟΥΛΗΣ: Τσάκω τις οδηγίες, τις τύπωσα τ' απόγευμα.
ΚΟΥΛΗΣ: «Σλάνγκ τζι άρ»;... Τί λέ' ρε φίλε...
ΣΟΥΛΗΣ: Μή κοροϊδεύεις ρε μάπα. Οι άνθρωποι εκειπέρα ξέρουν τα πάντα.
ΚΟΥΛΗΣ: Κααλά. Γιά να δούμε... «Κάθε παιχνίδι» μπλά μπλά «όλοι εναντίον όλων» μπλά μπλά μπλά «παραλλαγή» μπλά «συναθροίσεις» μπλά μπλά μπλά «κρίκετ» μπλά «μπρίτζ» μπλά «ραμί»... Καλά, ποιός μαλάκας τα γράφει αυτά ρε;
ΣΟΥΛΗΣ: Γιατί;
ΚΟΥΛΗΣ: Τί «ραμί» και «κρίκετ» στα ελληνικά ρε π'στ', να ξεχάσουμε κι' αυτά που ξέρουμε θέλει;... Ψωνάρες, το κέρατό μου μέσα... Τέ'ς πά'... «Συγκεκριμένα στο μπιλιάρδο» –ά, νά εδώ τα λέει... Χμμ... Μά'ιστα... Χμμ... Αχά... Βάζουμε και δικές μας άμα θέμε δηλαδή;
ΤΟΥΛΗΣ: Αμέ, άμα σε βολεύει.
ΚΟΥΛΗΣ: Μά'ιστα... ... Χμμ... ... ;... ;!... !!!... !!!!!... Ρε μαλάκες;!... Εδώ ρε μας έχει κι' εμάς ρε!... Εδώ ρε μιλάει για 'μάς!... Ρέ!... Έχει ακριβώς τι λέμε τώρα ρε μαλάκα!...
ΣΟΥΛΗΣ: Οι άνθρωποι εκειπέρα ξέρουν τα πάντα λέμε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης μονοστέκι. Το απόλυτο ρησπέκ στο μπιλιάρδο. Όταν ένας παίχτης καθαρίσει το τραπέζι με τη μία, χωρίς να παρεμβληθεί καθόλου ο αντίπαλός του. Αναφερόμαστε φυσικά στο αμερικάνικο μπιλιάρδο, αλλά και στο βρετανικό σνούκερ (γενικώς σε όσα μπιλιάρδα υπάρχουν τρύπες).

Το μονοστέκι αποτελεί την μπιλιαρδάδικη εκδοχή του γενικού όρου παρθένα (flawless victory). Π.χ. σε πήρα μονοστεκιά = σε πήρα παρθένα.

Πιο αναλυτικά η διαδικασία που ακολουθείται για ένα σωστό και ξεγυρισμένο μονοστέκι: καταρχήν πρέπει να επικρατήσεις στο μέτρημα, ένα είδος δοκιμασίας κατά την οποία κρίνεται ποιος εκ των δύο μονομάχων θα γευτεί την ηδονή του εναρκτήριου σπασίματος. Το σπάσιμο επιβάλλεται να είναι δυνατό αλλά και τεχνικό, ώστε οι μπίλιες να ανοίξουν και να τοποθετηθούν σε ευνοϊκά προς εκτέλεση σημεία.

Κατόπιν, κι αφού έχεις καυλώσει απ' το ηχηρό κρακ που κάνουν τα κόκαλα καθώς εξακοντίζονται στα 4 σημεία του ορίζοντος, περνάς με τεμπεσίρι (κιμωλία) την άκρη της στέκας σου, αργά αργά πάντοτε και χωρίς να βιάζεσαι. Time is on your side.

Αφού τεμπεσιριάσεις καλά τη στέκα για να αποφευχθούν πιθανά επαίσχυντα τσαφ (ήτοι στραβοστεκιές), κάνεις ντου στο τραπέζι. Με όχημά σου την λευκή μπίλια, αρχίζεις να εκτελείς τις υπόλοιπες άτυχες μπίλιες μία προς μία, στέλνοντάς τις σπίτι τους, στην τρούπα τους (κλασική αμερικλανιά: send 'em home, babe!). Το ζητούμενο σε κάθε στεκιά είναι, εκτός βέβαια από την ευστοχία, να πλασαριστείς καλά για το επόμενο χτύπημα, δλδ η άσπρη να κάτσει σε ευνοϊκή θέση ως προς την επόμενη μπίλια. Αυτό ακριβώς το πλασάρισμα ονομάζεται τζόγος, και τζόγο φέρνεις όταν ξέρεις να χρησιμοποιείς τα κατάλληλα φάλτσα (να μη βαράς δλδ ξερά την άσπρη μπίλια στο κέντρο της, αλλά στις άκρες, δίνοντάς της την επιθυμητή περιστροφή).

Σε κάθε πετυχημένο χτύπημα, καυλώνεις όλο και πιο πολύ (όσο κι αν προσπαθείς πάντα να μη το δείξεις, ώστε να φαίνεσαι και καλά έμπειρος και συνηθισμένος σε τέτοιου είδους χαϊλίκια). Στο μεταξύ, ο αντίπαλός σου βουλιάζει όλο και πιο πολύ στην καρέκλα του, καθώς βλέπει το κωλοδάχτυλο της ήττας να του γνέφει απειλητικά. Κι αν ήταν μόνο η ήττα πάει στο διάλο. Είναι επίσης η ξεφτίλα του να μην έχει ακουμπήσει καθόλου μπίλια, κι ακόμη πιο πολύ η βασανιστική σκέψη πως πληρώνει απ' την τσέπη του για να χαίρεται ο άλλος - εφόσον το στοίχημα είναι ο πάγκος - ενώ ο ίδιος κάθεται και τα ξύνει. Εννοείται πως κι ο υφιστάμενος το μονοστέκι, σκίζεται να κάνει τον αδιάφορο, και καλά σα να μην τρέχει κάστανο. Διότι ακόμη μεγαλύτερο ξεφτιλίκι απ' το να χάσεις με μονοστέκι, είναι να δείξεις αδυναμία και να χάσεις την ψυχραιμία σου.

Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποστολής κάθε μιας μπίλιας στο σπιτάκι της, το τραπέζι έχει πλέον καθαρίσει. Ο νικητής ριλαξάρει στας δάφνας του, έχοντας προσθέσει ακόμη ένα μονοστέκι στο παλμαρέ του (κι είναι πολλοί αυτοί που μετράνε τα μονοστέκια που έχουν κάνει στης ζωή τους, σαν τις γκόμενες που γάμησαν). Ο ηττημένος μανάβης έχει το άχαρο σαν το Χάρο καθήκον να κάνει τελάρο, ήτοι να στήσει ξανά τις μπίλιες προς σπάσιμο, με τη βοήθεια του ειδικού τριγώνου.

Όλα αυτά τα μικροκομματικά που εκτέθηκαν ανωτέρω, ισχύουν ασφάλουσλυ μόνο στη σφαίρα του ερασιτεχνικού μπιλιάρδου. Εκεί, στο σφαιριστήριο της γειτονιάς, ένα μονοστέκι αποτελεί συνήθως εξαιρετικό γεγονός (σα να σκάει λάστιχο από φορτηγό σε επαρχιακή πόλη κυριακάτικα ένα πράμα). Περιποιεί δόξα και τιμή στον πραγματοποιήσαντα τον άθλο, ανεβάζοντας κατακόρυφα τις μετοχές του στο μικρόκοσμο των αλητόβιων της παρακείμενης πλατείας.

Αντιθέτως, σε επαγγελματικό επίπεδο, μονοστέκια είναι κάτι το συνηθισμένο (πάντα μιλάμε για αμερικάνικο μπιλιάρδο, το σνούκερ είναι άλλη ιστορία πιο αμαρτωλή). Υπάρχουν πολλές παρτίδες που λήγουν π.χ. με 7-0 σετ, με 7 συνεχόμενα μονοστέκια. Το περίεργο όταν κονταροχτυπιούνται προφέσορες, είναι να μην τελειώσει κάποιο παιχνίδι με μονοστέκι.

(στο σφαιριστήριο)

- Για πε ρε μαλάκα τι έγινε χτες που δεν ήρθα, έχασα τίποτα;
- Τι να σου λέω τώρα... ζωγράφιζα ο πούστης, Βαν Γκογκ πρέπει να με φωνάζουν απο δω και πέρα.
- Που πάει να πει;
- Που πάει να πει τρία μονοστέκια έριξα του Λάζαρου και δύο στο Γιωργάκη τον κατσαρίδα. Τους μάδησα σε λέω, τους πήρα και τα σώβρακα, μόνο τα κλάματα δε βάλανε, ειδικά ο Λάζος.
- Αυτός ρε μαλάκα δεν είναι απλά άσχετος, είναι ο Φον Γίδης αυτοπροσώπως..
- Και λοιπόν τι να λέει; Εγώ μια φορά μόνος μου έπαιζα. Ζήτημα να πιάσανε στέκα 5 φορές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην γλωσσα των αλογομούρηδων, όπως και το γαϊδούρι, σημαίνει το αουτσάϊντερ άλογο, το αργό, με τις λιγότερες πιθανότητες να κερδίσει.

- Κοίτα τον κωλόφαρδο! Πόνταρε σε μουλάρι και κέρδισε!

έχω άσχημα γούστα εγώ αγόρι μου!!! (από Fotis Nitsiopoulos, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τοίχος του μπιλιάρδου σε μορφή υποκοριστικού. Προκύπτει από το «μπρικόλα» που σημαίνει το ίδιο.

Μάλλον παράγεται από το αγγλικό μπρικ (τούβλο), εξ ου και ο τοίχος. Η κατάληξη ιταλίζει όμως και ίσως να οφείλεται στο ότι το έχω ακούσει να λέγεται έτσι από επτανήσιους.

Χρησιμοποιείται μεταφορικά στη φράση «μου 'φυγε το μπρικολέτο» και έχει την έννοια ξαφνιάστηκα, εξεπλάγην, μου 'φυγε το τσερβέλο, το καφάσι, κλπ.

Η λέξη και η έκφραση κυκλοφόρησε για λίγο στα τέλη του '80 και μετά εξαφανίστηκε, τουλάχιστον εγώ δεν την ξανάκουσα. Όποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω, ελεύθερα να συμπληρώσει και να τροποποιήσει τον ορισμό.

  1. Έλα, δεν είναι δύσκολη στεκιά, παίξε την πράσινη με μπρικόλα στη μέση και θα μπει.

  2. Τι λε ρε φίλε, δεν το πιστεύω, μού 'φυγε το μπρικολέτο!

Βλέπε και γαλλικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολοκληρωμένη η έκφραση έχει ως εξής: με άφησε νταντέλα ή είμαι νταντέλα, σε έκανα νταντέλα. Συνώνυμο του τους πήρα και τα σώβρακα, μας άφησαν άφραγκους, τίναξα την μπάγκα στην Καζαμπλάνκα, δεν έχω ούτε για ταξί, με ξεζούμισαν κ.λπ. Η λέξη προέρχεται από την δαντέλα, λόγω της περίτεχνης μπορντούρας και λόγω του ότι τα καλά εσώρουχα είναι δαντελένια.

Η έκφραση αναφέρεται συνήθως σε τρεις μεγάλους τομείς της ζωής. Τον τζόγο, τον έρωτα και το σεξ. Στους δύο πρώτους αφορά το οικονομικό, στον τρίτο την κατάσταση της κωλοτρυπίδας.

-Μεγάλη εμφάνιση ο δικός σου χθες.
-Τι έγινε, τους τάραξες;
-Πήρα όλο το τραπέζι. Μόνο ο Σάκης έμεινε στα λεφτά του. Οι άλλοι έφυγαν νταντέλα... Είχα πολύ ρέντα.

-Εκείνος ο ξάδελφος σου, τι απέγινε; Τι μούτρο κι αυτός! Αποφυλακίστηκε;
-Ναι, αφού του έκαναν τη σούφρα νταντέλα κάτι παλουκάρια...

-Κοίτα ρε που έμπλεξε πάλι ο Μπάμπης.
-Γάμησε τα. Και να πεις ότι δεν ήξερε, αλλά το το μουνί σέρνει καράβι.
-Θα πάθει και θα μάθει κι αυτός.
-Έτσι θα γίνει. Θα του φάει το Μαριζάκι ό,τι ακίνητο και κινητό διαθέτει και θα τον αφήσει νταντέλα, όπως τον πρώην της...

(από electron, 30/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεμελιώδης όρος του ερασιτεχνικού μπιλιάρδου.

Πάγκος είναι καταρχήν το ίδιο το τραπέζι του παιχνιδιού. Κατ’ επέκταση, ο πάγκος αντιστοιχεί στο κόστος ενοικίασης του τραπεζιού για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, συνήθως λίγων ωρών.

Με αυτή τη δεύτερη έννοια είναι που χρησιμοποιείται κυρίως η λέξη. Σε αγώνες ερασιτεχνών, στο μπιλιαρδάδικο της γειτονιάς, το στοίχημα που μπαίνει είναι κατά κανόνα ο πάγκος, δηλ. όποιος χάσει την παρτίδα υποχρεούται να πληρώσει το μαγαζί για το χρόνο που χρησιμοποιήθηκε το τραπέζι. Όταν λοιπόν γίνεται λόγος για πάγκο, εννοούμε ότι ο χαμένος πάει ταμείο και πληρώνει τη λυπητερή, ενώ ο νικητής αράζει, έχοντας την ικανοποίηση ότι έπαιξε μπιλιαρδάκι τσάμπα στην υγειά του μαλάκα.

Συνήθεις οι προ του αγώνα προτάσεις: «παίζουμε τον πάγκο μωρή κότα;» ή «σε παίζω πάγκο αγορίνα μου». Θεωρείται λίαν τιμητικό για παίχτη, να πηγαίνει στο μπιλιαρδάδικο χωρίς μία στη τσέπη και να φεύγει μετά από αρκετές ώρες παιχνιδιού έχοντας στείλει ταμείο αρκετούς αντιπάλους, λιγότερο ή περισσότερο άμπαλους.

Στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν υποψήφια θύματα που θα πληρώσουν τον πάγκο, οι περισσότερο ικανοί παίκτες προτίθενται να παραχωρήσουν εκ των προτέρων κάποια πλεονεκτήματα στον αντίπαλο, π.χ. στην παραλλαγή του αμερικάνικου μπιλιάρδου που είναι γνωστή ως «εννιάμπαλο», είθισται να χαρίζεται στον αδύναμο η τελευταία μπίλια – η εννιά – πράγμα που σημαίνει ότι για να κερδίσει χρειάζεται να βάλει μια μπάλα λιγότερη από τον έμπειρο. Αν το υποψήφιο θύμα είναι ακόμη μεγαλύτερος κάτσικας, ο ανώτερος για να τον δελεάσει να παίξουν μπορεί να του χαρίσει δύο μπίλιες (το 9 και το 8) ή και τρεις μπίλιες ακόμη (7, 8, 9).

Όταν οι δύο αντίπαλοι παίκτες συμφωνήσουν, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, να μοιραστούν από κοινού το κόστος χρήσης του τραπεζιού, δεν γίνεται λόγος για πάγκο. Τότε λέμε απλώς, όταν τελειώσουμε, πως πάμε να πληρώσουμε το τραπέζι.

Πάγκος εννοείται πως δεν υφίσταται σε αγώνες επαγγελματιών. Εκεί, εφόσον πρόκειται για παίκτες υψηλού επιπέδου, όλα τα έξοδα καλύπτονται από διοργανωτές, ομοσπονδίες κλπ. Στα επαγγελματικά διακυβεύονται πολύ περισσότερο πράγματα από ένα πάγκο, ο οποίος είναι μάλλον το στοίχημα του φτωχομπινέ μπιλιαρδόρου. Το αντίστοιχο του μπιλιαρδικού πάγκου στο μηχανοκίνητο αθλητισμό είναι η κλασικοί αυτοσχέδιοι αγώνες, που στήνονται ατάκα κι επί τόπου από τους καυλόγκαζους κοντράκηδες, με έπαθλο συνήθως λίγα ψωροευρά.

(στο μπιλιαρδάδικο, που αλλού;)

  1. - Λάζαρε σε παίζω πάγκο.
    - Μπα, άστο καλύτερα ρε φίλε, έτσι για βόλτα ήρθα..
    - Τι άστο ρε καραγκιόζη; Έλα, ένα παιχνιδάκι στα 3 κερδισμένα, μπαμ μπαμ.
    - Αφού θα μας ξεφλουδίσεις πάλι με την κωλοφαρδία που σε δέρνει.. Είναι απάλευτη η κατάσταση με την πάρτη σου.
    - Έλα ρε, μην πήζεις. Θα σου χαρίσω το 8..
    - Μην παιδεύεσαι άδικα. Δεν πα να μου χαρίσεις και τον άσο, εγώ μαζί σου δεν ξαναπαίζω. Βρες άλλο μαλάκα να πληρώνει.

  2. - Γιωργάκη ψήνεσαι για ένα στα εφτά;
    - Δε σου 'φτασε το χτεσινό γαμήσι που έφαγες αγορίνα μου και θες κι άλλο;
    - Άντε μωρή νούλα πάρτα πόδια σου κι έλα δω να σου κάνω ράμματα..
    - Α ρε θύμα.. Καλά που υπάρχουν μερικοί σαν κι εσένα και παίζουμε μπιλιαρδάκι τσάμπα. - Κατούρα και λίγο ρε γιωργάκη, μη γαμάς τόσο, θα πάθεις τίποτα..
    - Φίλε μου αν είχα σε μετρητό όλους τους πάγκους που έχω κερδίσει θα είχα κάνει την προίκα μου 7 φορές..

(από johnblack, 29/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η γκόμενα που, μόλις μαθαίνει ότι χώρισες με τον δεσμό σου, στην πέφτει ανοιχτά για να καταλάβει την θέση που χήρεψε... γιατί στην βράση κολλάει το σίδερο.

  2. Το μισθωμένο από μπαρμπουτιέρες και χαρτοπαικτικές λέσχες άτομο που αναλαμβάνει να παρηγορήσει με φιλικές κουβέντες τον μεγάλο χαμένο της βραδιάς και να τον στηρίξει ψυχολογικά. Αυτό συμβαίνει όταν ο χαμένος είναι καλός πελάτης, οπότε η δουλειά της παρηγορήτρας είναι να τον στήσει πάλι στα πόδια του ώστε μετά από μερικές ημέρες να τον ξαναμαδήσουν στην λέσχη.

  1. Παρηγορήτρα είναι αυτή. Μου την έπεσε κι εμένα μόλις χώρισα με την Νίκη.

  2. (Παρηγορήτρα προς τον χαμένο:)
    - Έλα μωρέ, τα λεφτά έτσι είναι, πάνε κι έρχονται... Γκίνια είναι θα σπάσει κάπου... Η υγεία είναι το σημαντικό...

υπάρχουν και χειρότερα (από Marco De Sade, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψεύτικο πράμα. Άδικο. Αβαβά. Απάτη. Κοροϊδία. Αμαρτία να γίνει τέτοιο πράμα και απόδειξη ότι κοιμήθηκε ο Θεός.

Χρησιμοποιείται στο ποδόσφαιρο, κυρίως για να χαρακτηρίσει αποφάσεις του διαιτητή. Επίσης στα χαρτιά, όταν η έκβαση της παρτίδας φαίνεται να 'χει πάει κόντρα στους νόμους των πιθανοτήτων.

Το πετσί μας το φοράνε ή μας το περνάνε.

  1. - Καλά, με πέτσινο πέναλτι κερδίσατε πάλι ... Τον δικό σου, φου να τον κάνεις και πέφτει με τη μία ...
    - Ρε συ, είσαι σοβαρός; Δηλαδή, πρέπει να κάτσει να τον γαμήσουν για να πάρει πέναλτι ... πεναλτάρα ήτανε, μαρς ...

  2. Ρε απίστευτε, πότε θα μάθεις μπουρλότο; Είναι ποτέ δυνατόν να έχουμε εμείς τα πιο πολλά ατού και να μας βγάζουν την αγορά; Μας το φορέσανε πάλι το πετσί, συγχαρητήρια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified