Further tags

Η γκόμενα που προσελκύεται από τον οποιονδήποτε τύπο κάγκουρα που κατέχει οποιοδήποτε είδος μηχανής (απαραιτήτως)... Είναι γκόμενα που το μόνο στάνταρ που έχει για τον υποψήφιο γκόμενο είναι αν έχει μηχανή και πόσο μακριά την πάει στη μια ρόδα...

Αλλιώς: η καγκουρομάνα, η ποντικοπηδιόλα.

1
- Ωραίο μουνάκι ρε η Σοφία... φαίνεται και εύκολη... θα πάω να χωθώ...
- Αφού δεν έχεις πάπια...
- Ε και;
- Είναι σελογκόμενα.

2
Γιούλη: -Θέλω ο άλλος να είναι ευγενικός, δυναμικός, έξυπνος, αστείος, όμορφος, πιστός. Θέλω να τον θαυμάζω και να έχει μεγάλη πούτσα.
Μαρία: -Εγώ θέλω να έχει μηχανή.

Η Μαρία είναι σελογκόμενα.

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρουσιαστής talk show ή κοινωνικού περιεχομένου εκπομπής με τάση να μην αφήνει τους καλεσμένους του να μιλήσουν, να τα ξέρει όλα πριν του τα πει κανένας, να διακόπτει για διαφημίσεις όποτε δεν τον συμφέρει ο διάλογος και γενικά να διαμορφώνει απόψεις σε ανθρώπους κατώτερης πνευματικής ικανότητας και να προκαλεί την σιχαμάρα στους υπόλοιπους.

-Ή κλείσε την τηλεόραση, ή βάλε κανένα dvd γιατί δεν την παλεύω με όλους τους Τηλευαγγελομικρουτσικαυτιάδες που μας δουλεύουν όλη μέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που ενώ της λες πώς έχουν τα πράγματα και πας να βγάλεις άκρη, εκείνη έχει πλάσει στο μυαλό της ένα σενάριο επιστημονική φαντασίας το οποίο εμπεριέχει στάνταρ ότι θέλεις να βγεις από πάνω, να την πληγώσεις, ότι δεν έχεις συναισθήματα, ότι την εκμεταλλεύεσαι όλα αυτά τα χρόνια κλπ κλπ κλπ. με αποτέλεσμα να σε κάνει να ξεχνάς τα σοβαρά πράγματα που της έλεγες και να απολογείσαι στις αηδίες που σου λέει εκείνη.

Θέλει πολλή προσοχή αυτό το είδος καθότι μπορεί να σε κάνει να πνίγεσαι από το δίκιο σου και στην τελική να μην είναι αυτό το θέμα.

- Ο Μάκης έμπλεξε με μια τύπισσα τρελή σεναριογκόμενα. Τον κατηγόρησε για πράγματα που ούτε καν τα είχε σκεφθεί ο άνθρωπος, πόσο μάλλον να τα έχει κάνει. Την έστειλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηθοποιός που μυρίζεται ότι η καριέρα του/της ετοιμάζεται για τα μπάζα και γι' αυτό μεταπηδά στον μοναδικό επαγγελματικό κλάδο όπου δεν απαιτείται καμία γνώση, ικανότητα ή ευφυΐα: γίνεται πολιτικός. Ισχύει και για πρώην αθλητές.

Δεν χρειάζεται παράδειγμα. ε, μη θίγουμε κιόλας ...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τιβιαστής ή τηλεβιαστής

TV (ελληνιστί «τιβί») + βιαστής

Μαϊντανοί της τηλεόρασης που (επιμένουν να) αποκαλούν τους εαυτούς τους δημοσιογράφους ή παρουσιαστές. Βιάζουν ασύστολα τον εγκέφαλο του τηλεοπτικού κοινού με κάθε λογής εκπομπή-σκουπίδι, με μόνο σκοπό την ικανοποίηση της χαμερπούς ματαιοδοξίας τους.

Φιλοξενούνται σε όλα σχεδόν τα τηλεοπτικά κανάλια, καθότι ξέρουμε ότι σλόγκαν των σταθμών αυτών είναι: «Tα κέρδη πάνω από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια».

Ακολουθεί φωτογραφία επεξηγηματική με τυχαία δείγματα της ελληνικής τηλεόρασης (δεν χωράνε όλοι γιατί είναι δεκάδες)…

Πρόκειται για άτομα τηλεκαημένα, με αμφίβολο δείκτη ευφυΐας, που εντελώς συγκυριακά «έπιασαν τον τηλεοπτικό σφυγμό» και εκμεταλλεύτηκαν την τάση που έχει ο ελληνάρας για πάσης φύσεως κουτσομπολιό, παπαριά και κατάντια ώστε να αναρριχηθούν στις πρώτες θέσεις των τηλε-μετρήσεων. Οι φήμες ότι πρόκειται για έξυπνα άτομα που επιτυγχάνουν με το «σπαθί» τους, είναι σαφώς ανυπόστατες και αστείες. Εκτός του ότι απευθύνονται σε μερίδα κοινού με IQ γλυκοπατάτας, άπειρες φορές έχουν πέσει σε ολισθήματα, μέχρι και στην απίστευτη ξεφτίλα να σχολιάζουν ο ένας τον άλλον.

Μέγας τιβιαστής (ή τηλεβιαστής) της σύγχρονης ελληνικής τηλεόρασης (βλ. εικόνα).

(από Tarantula, 14/11/07)(από Tarantula, 14/11/07)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων αραιωμένη την κορυφή του τριχωτού της κεφαλής και αφήνει κοτσίδα ή μακριά μαλλιά, κατάλοιπο νεανικών χρόνων.

Πουλικάκος, τίποτα άλλο.

(από Cunning Linguist, 20/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Από το Μητσοτάκης και Δράκουλας = Μητσοτάκουλας.) Αυτός που προκαλεί υπερβολική ατυχία στους άλλους, ο υπερβολικά γκαντέμης. Λέγεται και σκέτο Μητσοτάκης.

  1. - Ρε Μητσοτάκουλα, ήρθες και όλο ασσόδυα φέρνω! Φτου, φτου σκόρδα, ξορκισμένος με τον απήγανο!

  2. - Είμαι τελείως Μητσοτάκης, μόλις έφτασε η σειρά μου τελείωσαν τα εισιτήρια!

(από GATZMAN, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι χαμηλής νοημοσύνης, κοινώς χαζός, και το χρησιμοποιούμε σε αυτούς που λένε βλακείες ή περπατάνε στα χαμένα σαν να βρίσκονται σε ύπνωση.

  1. - Δες πώς πάει αυτός ο πίγκας...!

  2. - Πω, τι πίγκας είναι αυτός...!

  3. - Σταμάτα ρε πίγκα, όλο βλακείες λες...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στα games, κυρίως στα online. Πρόκειται για τον εξαιρετικό noob, δηλαδή ανίκανο, ανήμπορο συνήθως χαζό και εντελώς αστοιχείωτο στο να παίξει ένα συγκεκριμένο παιχνίδι...

Μπορεί να βρεθεί και ως νουμποφιντέρι, νούμπακλας, τριπλός αυτιστικός νουμπάς ή νουμπομπετόβλακας.

  1. - ΤΙ κάνεις ρε τριπλονούμπακλαααα!!!! Μόλνιρ στο huskar?!!!!??! (DOTA online game)

  2. - Παράτα το CS, είσαι αστοιχείωτος τριπλονούμπακλας!!!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δίνει πόντους.

Σύνθετη λέξη από το «ποντοπόρος» και το «πουτσοδότης» - λέμε τώρα, μπορεί και να πιάσει.

Στο πλαίσιο του slang.gr, καλός άνθρωπος. Απλόχερα μοιράζει πόντους σε ό,τι καλό δει. Δίνει πράσινα τικ χαλαρά, αν:

  1. το λήμμα είναι μια καινούργια λέξη που δεν την ξέρει κι έχει πλάκα ή γλωσσικό ενδιαφέρον, ή/και
  2. ο ορισμός είναι καλογραμμένος, ή/και
  3. το παραδειγματάκι είναι πετυχημένο.

Ο ποντοδότης δεν περιμένει να είναι όλα τέλεια για να δώσει τικ - ένα απ' αυτά να είναι εντάξει, φτάνει.

Ο ποντοδότης διαβάζει προσεκτικά τα όσα ανεβάζουν οι άλλοι και προσπαθεί να μοιράσει κάποια τικ κάθε φορά που μπαίνει στο site - ένα είναι καλύτερο από κανένα και πέντε τικ τη μέρα το γιατρό τον κάνουν πέρα - λέμε τώρα πάλι. Διότι ο ποντοδότης γνωρίζει ότι αυτή η επιδοκιμασία είναι η μόνη ανταμοιβή του καλλιτέχνη λεξιπλάστη και αργκολεξικογράφου - και όσο πιο ευτυχείς είναι οι καλλιτέχνες τόσο πιο πολλά λήμματα θα ανεβάζουν και τόσο μεγαλύτερη πλάκα θα κάνουμε όλοι μας.

Και για όσους δεν κατάλαβαν, βάλτε κάνα-δυο τικ, όπου νά 'ναι. Έτσι κι αλλιώς, τζάμπα είναι.

- Ρε μάστορα, έχω προσέξει ένα μυστήριο πράμα στο slang...
- Ορίστε να μου πεις.
- Ρε, ανεβαίνουν κορυφαία πράματα - και γαμώ τα λήμματα, δηλαδή - και με το ζόρι κάνουν διψήφιο νούμερο ... κανείς δεν ψηφίζει, ρε πούστη μου; Χάθηκαν οι ποντοδότες; Όλοι γράφουνε μόνο;
- Τι να σου πω, δίκιο έχεις ... και τα top, σχεδόν όλα είναι από πιο παλιά ... Νομίζω ότι πιο παλιά οι ορισμοί ήταν λιγότεροι κι ο κόσμος τους διάβαζε πιο πολύ ... ε, και βέβαια τα πιο παλιά λήμματα έχουν μείνει ανεβασμένα και πιο πολύ καιρό ...
- Έτσι είναι, αλλά κρίμα ... διότι υπάρχουν χρήστες που γράφουν τις κάλτσες τουςκαι δεν αμείβονται δεόντως ... ονόματα δε λέμε ...
- Ονόματα μπορεί να μη λέμε αλλά εσύ poniroskylo δεν είσαι βέβαια ένας απ'αυτούς και, συνεπώς, μην ψαρεύεις πόντους ...
- Καλά, είσαι μαλάκας ... δεν εννοούσα εμένα ρε ... εγώ, η τελευταία τρύπα του ζουρνά και γουστάρω ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified