Οι Μανιάτες, ειδικά όσοι μένουν στον Πειραιά.

Ο Πειραιάς, ως αναπτυσσόμενο λιμάνι, μάζεψε κάθε καρυδιάς καρύδι από κάθε γωνιά της χώρας. Ορισμένοι από αυτούς τους εσωτερικούς μετανάστες, προερχόμενοι από την ίδια περιοχή, εγκαταστάθηκαν στην ίδια περιοχή και δημιούργησαν κλίκες.

Τα μανιαούρια μαζεύτηκαν στην περιοχή που πήρε τ' όνομά τους (Μανιάτικα). Μαζί με τους πολυάριθμους κρητικούς (άλλη πειραιώτικη ομάδα με παρόμοια χαρακτηριστικά), τα μανιαούρια θεωρείται ότι γαμούν και δέρνουν, δε σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους, δε μασάν το μπούτσο τους κ.ο.κ

- Έμαθες τι έγινε με το Μανωλάκη τις προάλλες;
- Όχι ρε συ, για λέγε...
- Να, είχανε στήσει τα μηχανάκια με τον Κώστα το Γιατράκο, έφαγε ήττα, δεν τον πλήρωσε, κι έσκασε ο τύπος με τα μανιαούρια και τον κάνανε ασήκωτο...
- Μια ζωή μαλάκας ήτανε...

Αντζελα Γκερέκου. Στο ξεκίνημα της καριέρας της έιχε πάιξει το μανιαούρι (το α με ου), στην ταινία:το κορίτσι της Μάνης (από GATZMAN, 13/05/09)Α. Γκερέκου (από GATZMAN, 13/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαρακτηρισμός αυτός κατά άλλους προέρχεται από το χαρακτηριστικό σχήμα της κεφαλής πολλών κατοίκων της Ηπείρου, το οποίο χαρακτηριζόταν κατά το παρελθόν κυρίως από έντονη βραχυκεφαλία (υπερβραχυκεφαλοποίηση), δηλαδή πλατύ κρανίο, φαρδύ µέτωπο (πλατυινία), πρόσωπο τριγωνικό σαν ανάποδο Δ.
Οι Χούλσε - Σράιντερ καθώς και ο ανθρωπολόγος Άρης Πουλιανός λένε οτι οι απομονωμένοι ορεινοί πληθυσμοί έχουν τάσεις υπερβραχυκεφαλοποίησης (π.χ. Αυστρία, Ελβετία, Ήπειρος), η οποία έχει υποχωρήσει λόγω των μεγάλων μετακινήσεων των πληθυσμών τα τελευταία χρόνια. Η υπερβραχυκεφαλοποίηση δίνει στο πρόσωπο χαρακτηριστικά που θυμίζουν παγούρι (ανάποδο Δ, πλατύ μέτωπο) και γι'αυτό είχαν ονομαστεί παγουράδες ή παγουροκέφαλοι.
Άλλωστε και οι γείτονες κάτοικοι της Άρτας αποκαλούνται -κυρίως από τους Γιαννιώτες- νερατζόκωλοι, στοχεύοντας κι εδώ τον χαρακτηρισμό σε ανατομικό στοιχείο.

- Καλά Νίκο είσαι σίγουρα Ηπειρώτης και δεν το ξέρεις, έχεις το κλασικό παγουροκέφαλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός των κατοίκων της Σαλαμίνας. Προέρχεται πιθανότατα από το αρβανίτικο μπακούκος (κοντόχοντρος) και σχετίζεται με την αρβανίτικη καταγωγή πολλών κατοίκων του νησιού. Απαντάται και η έκφραση Μπακαουκία στην αργκό των ναυτών που υπηρετούν στο ναύσταθμο του νησιού.

- Σειρά, πώς την περνάς στο ναύσταθμο;
- Άσε ρε φίλε, έχω κάτι μπακαούκηδες άλλο πράμα! Όλοι μαζί πιάνουν δεν πιάνουν ένα 50 IQ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης, σπαγγοραμμένος.

- Κέρνα μια μπύρα κι εσύ μια φορά ρε εβραίε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, η συνωμοσιολογία αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο στην πολιτική κουλτούρα αρκετών χωρών, της Ελλάδος μη εξαιρουμένης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η άκρατη συνωμοσιολογία συνοδεύεται και από λυσσαλέο αντισημιτισμό. Το πάντρεμα Εβραίων και Μασόνων, σε έντυπα αλλά και σε ηλεκτρονικά Μέσα, αποτελεί ιδανικό σενάριο για πολλούς επαγγελματίες συνωμοσιολόγους:

  1. Ο Εβραϊσμός και η Μασονία αποτελούν έννοιες άγνωστες στο ευρύ κοινό, κάτι που επιτρέπει την ερμηνεία τους κατά το δοκούν.

  2. Η δραστηριότητά τους είναι λίγο ως πολύ κλειστή, κάτι που ενισχύει την καχυποψία και το φόβο, αναφορικά με το τι επιδιώκουν.

  3. Το γεγονός ότι τα μέλη τους είναι μειοψηφίες εντός πλειοψηφίας, ενισχύει τη διαφοροποίησή - διαφορετικότητά τους.

Χρησιμοποιώντας τον εν λόγω όρο, περιγράφεται το σύνολο των εχθρών, των επικίνδυνων και μυστικοπαθών «Άλλων», που στοχεύουν να υπονομεύσουν και να διαλύσουν θεσμούς οι οποίοι ενέχουν τη θέση Ιερών Αγελάδων: έθνος, κράτος, πατρίδα, θρησκεία.

Οι Εβραιομασόνοι βρίσκονται παντού ανά την υφήλιο, μισούν τους Έλληνες και τον Ελληνισμό και κρύβονται πίσω από τις μελανότερες σελίδες της ιστορίας μας. Απώτερος στόχος τους είναι ο αφανισμός τους. Αν και η σχέση Εβραϊσμού - Μασονίας δεν αποδεικνύεται έμπρακτα, ούτε και ξεκαθαρίζεται πως αναπτύσσεται, θεωρείται ωστόσο δεδομένη πέραν πάσης αμφιβολίας.

Συχνάκις, ο «Εβραιομασόνος» είναι πλούσιος και ομοφυλόφιλος, δηλ. έχει άλλες δύο μισητές ταυτότητες μειοψηφίας.

  1. Απόσπασμα σχολίου από διαδικτυακό forum:

«Μόνο ο Πανούσης είναι;
Όλοι οι αναρχοαριστεροκουλτουριάρηδες »προοδευτικάριοι« καλλιτέχνες, οι μισοί βουλευτές και οι μισοί δημοσιογράφοι στην Ελλάδα, είναι φυγόστρατοι. Οι ανθέλληνες όλοι αυτοί εβραιομασώνοι σατανιστές, μυημένοι στα σχέδια της Νέας τάξης πραγμάτων, προβάλλουν τα ναρκωτικά ως πρότυπο στην νεολαία, και προωθούν την πλήρη διάλυση του στρατεύματος και υποσκάπτουν την Εθνική συνείδηση των Ελλήνων, μέσω των »αντιρρησιών συνείδησης« και του αναρχοκομμουνισμού.
Εδώ ο Ανδρέας Παπανδρέου, υπηρέτησε στο Αμερικάνικο Πολεμικό Ναυτικό, γιατί όπως έλεγε, είχε εκδιωχθεί απ' το καθεστώς του Μεταξά, και όταν ξέσπασε ο πόλεμος δεν βρηκε τρόπο να έρθει εδώ να πολεμήσει. Χιλιάδες όμως άλλοι Έλληνες ανά τον πλανήτη βρήκαν τον τρόπο να έρθουν στην πατρίδα. Και μεις τον κάναμε ... πρωθυπουργό!!!
Λοιπόν, ο Πανούσης μας πείραξε...;»

  1. Απόσπασμα από διαδικτυακό blog:

«Τη δεκαετία του '70, πίσω από όλα ήταν η επάρατος Δεξιά και οι Αμερικάνοι. Χωρίς περαιτέρω σχόλιο, πια.
Τη δεκαετία του '80 και τις αρχές αυτής του '90, πίσω από όλα βρίσκονταν οι εβραιομασώνοι και οι σιωνιστές. Θυμάμαι καθαρά την εφημερίδα 'Στόχος' (την αγόραζα κάθε Πέμπτη με τον πατέρα μου για να γελάμε), ακραία έκφραση αυτών των θέσεων που συγκεφαλαίωνε την πεποίθηση ότι οι Εβραίοι, το Ισραήλ και οι Μασώνοι βρίσκονται πίσω από τους εχθρούς του Ελληνισμού. Μια φορά δημοσίευσαν και λίστα με τους εχθρούς της Ελλάδας, με την αιτιολόγηση δίπλα σε κάθε εχθρική χώρα: λ.χ.
Ρουμανία: εγείρει θέμα βλάχικης μειονότητας
Πακιστάν: φίλος και σύμμαχος της Τουρκίας»

Δες και μασόνος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο Λαρισαίος.

  2. Ο βρωμοπόδαρος, αυτός που οι πατούσες του μυρίζουνε τυρίλας (σε γενική πτώση). Βλ. και τυρέμπορας.

Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μεσαιωνικού συγγραφέα Τυρόλδου, πιθανώς μυθικού. Βλ. εδώ.

  1. - Από πού είναι ο Βάιος, ρε;
    - Δεν το 'πιασες από το όνομα; Τυρόλδος είναι ρε, τυρόλδος.

  2. - Τι βρομάει σα λέσι εδώ μέσα, μάγκες;
    - Αυτός ο τυρόλδος ο Γρηγόρης έβγαλε πάλι τα παπούτσια του.

Βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόγαλο, ντιρόλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(αλλιώς τυρόγαλο): λέγεται ο Λαρισαίος, -α.

- Τι έγινε ρε φίλε με την γκόμενα χτες;
- Άσε ρε, τι να μας πει το τυρί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εις -πιασμα ρατσιστική βρισιά, παρόμοια με τα τουρκόσπορος και τουρκανάκατος. Αρχικά χρησιμοποιείτο κυρίως ως βρισιά εναντίον Ελλήνων που είχαν καταγωγή από τόπους τουρκοκρατούμενους, λ.χ. Μικρασία και Πόντο, ή με τουρκική πληθυσμιακή πλειοψηφία. Πλέον χρησιμοποιείται περισσότερο ως βρισιά για κάποιον θεωρούμενο ως «Τουρκόφρονα», δηλαδή για κάποιον που υποστηρίζει τα συμφέροντα των Τούρκων και εν γένει δεν είναι (κατά την άποψη των χρησιμοποιούντων την έκφραση) αρκετά Έλληνας- ελληνόφρων.

  1. Αλλά η Ερυθρόμαυρη Συμμαχία είχε στο Ανώτατο Δικαστήριο τον πρόεδρο της τον Σπαχίου, που αυτός είναι τουρκόπιασμα, είναι άνθρωπος των Τούρκων στην Αλβανία και τον κάνουν ότι θέλουν. (Εδώ).

  2. Τη λες βρε υποκειμενο ΤΟΥΡΚΟΠΙΑΣΜΑ..Να σε χαιρονται οι μαλακες που σε ψηφυσανε.Θα δεις στον επομενο γυρω που θα πατε εσύ κι ο κυρ-Φώτης σου παλιοπουτάνα! (Από διαδικτυακές βρισιές).

  3. ΠΑΛΙΟ ΤΟΥΡΚΟΠΙΑΣΜΑ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙς ΝΑ ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ,ΑΝΤΕ ΒΡΕΣ ΕΝΑ ΤΑΓΜΑ ΑΠΟ ΑΡΑΠΑΔΕΣ ΝΑ ΓΑΜΙΕΣΕ ΠΡΩΙ ΚΑΙ ΒΡΑΔΥ ΚΑΙ ΑΣΕ ΥΣΗΧΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ,ΞΕΦΤΙΛΑ ΓΥΝΑΙΚΑ (από διαδικτυακές βρισιές).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το «Ευγενειωτάκι» ή «Ευγενιωτάκι», που είναι υποκοριστικό του «Ευγενειώτης - Ευγενειώτισα» ή «Ευγενιώτης - Ευγενιώτισα» , που είναι ο/η κάτοικος της περιοχής-γειτονιάς «Ευγένεια» , στο Κερατσίνι. Η χρήση του υποκοριστικού υποδηλώνει χαρίεσσα διάθεση, συμπάθεια, οικειότητα ή στάση θετική και φιλική, λόγω της καταγωγής κάποιου από τη συγκεκριμένη περιοχή ή λόγω κοινής καταγωγής από τον ίδιο τόπο. Γενικώς αποφεύγεται να χρησιμοποιείται για ηλικιωμένους γιατί προκαλεί θυμηδία η ηλικία σε σχέση με το υποκοριστικό, εκτός κι αν λέγεται χιουμοριστικά ή σατιρικά. Μια άλλη χρήση της λέξης μπορεί να είναι για μικρά παιδιά ή εφήβους που κατοικούν στην Ευγένεια.

  1. - Τον ξέρεις αυτόν; - Ναι μωρέ, ευγενιωτάκι είναι κι αυτός, μένει στην πλατεία.

  2. Τα ευγενιωτάκια ραντεβού το Σάββατο στο πολιτιστικό κέντρο για το γλέντι μας.

  1. Είναι και τα δύο ευγενιωτάκια, άσχετο αν μένουν στα Μελίσσια τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified