Further tags

Ακολουθία χαρακτήρων που χρησιμοποιείται στον γραπτό (διαδικτυακό) λόγο για να δηλώνει συγκεκριμένο συναίσθημα.

Συνώνυμα: γελαστούλης, εμότικον, σμάιλι

  1. Πώς να βάλετε «φατσούλες» στο τσατ [...] Δοκιμάστε να πληκτρολογήσετε τα παρακάτω!
    <3, :(|), \m/, :-o, :D, :(, x-(, B-), :'(, =D, ;), :-|, =), :-D, ;^), ;-), :-), :-/, :P (από το διαδίκτυο)

  2. - Χαρούμενες φατσούλες: :>, :)
    - Λυπημένες φατσούλες: :-/, :|
    - Έξυπνες φατσούλες: :P, ):-), O:), 8--), ;-}, ;-), ;)

(από το διαδίκτυο)

Φατσούλες βέρσους πυρηνικά (απ\' το μπλόγκ «The Very Closed Circle»). (από vikar, 28/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σεισμός που προκαλεί η νότα Φα του γιγάντιου μουσικού πιάνου, στο οποίο έχουν πρόσβαση μόνο ορισμένοι «εκλεκτοί».

Στα σύγχρονα χρόνια, ο φασεισμός έχει παρατηρηθεί σε χώρες όπως η Ελλάδα, Ιταλία, Κίνα κ.α. - χώρες που τυχαίνει να βρίσκονται στα όρια ή έστω αρκετά κοντά στις Τechτονικές πλάκες. Το σύνθημα «Δεν θα περάσει ο φασεισμός» έχει βγει από το στόμα οπισθοδρομικών ανθρώπων, οι οποίοι αδυνατούν να κατανοήσουν αυτό το φυσικομουσικό φαινόμενο, με αποτέλεσμα να το δαιμονοποιούν, καθώς στο μυαλό τους κυριαρχεί η αντίληψη πως η νότα Φα, είναι η αρχή του κακού. Η έλλειψη μόρφωσης και κουλτούρας, οδηγάει σε αυτά τα αποτελέσματα.

Σύμφωνα με τους ίδιους όμως... Η εξήγησή τους γίνεται με την βοήθεια της «εξαφανισμένης» νότας Δα!!! Πηγή όλων των κακών, είναι η μουσική έκφραση της Φα- Σολ- Λα - Δας, όπου εκεί oφείλονται οι δονήσεις.

Σύμφωνα με τους σεισμολόγους, η προσεισμική δραστηριότητα μπορεί να «ανιχνευτεί» με διάφορες μεθόδους. Η έκλυση των αερίων μαζί με σεισμούς μικρού μεγέθους είναι ένα σημαντικό βοήθημα.

Όμως, οι αντιφασείστες, παίρνοντας υπόψην μόνο ότι τους συμφέρει, ρίχνουν το φταίξιμο στη νότα Φα!!! Και ο συλλογισμός τους;;; Φα -Σολ -Λα -Δα + αέρια = Φασεισμός! Η αγραμματοσύνη, δυστυχώς, οδηγεί σε αυτή την ανόητη παρανόηση.

  1. Σεισμός μεγέθους 6.7 ρίχτερ στην Κοζάνη το 1995. (Το πρόθεμα -Φα παραλείπεται, καθώς δεν έχουν όλοι μουσική παιδεία)

  2. Ρε μαλάκα μυρίζεις τίποτα ; (μετά από 2 λεπτά) ρε συ τι τράνταγμα ήταν αυτό ; Φασείστας θα είναι. ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ Ο ΦΑΣΕΙΣΜΟΣ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει ένα πλήθος από τελείες. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει πού μπαίνουν οι τελείες, οι οποίες κανονικά δεν προφέρονται. Είναι πάντα στον πληθυντικό. Μία τελεία μόνη της, όσο μικρή και αν είναι, δεν λέγεται ποτέ τελίτσα. Συχνά αναδιπλασιάζεται.

Τον μούτζωσα γιατί πέρασε με κόκκινο και μου φώναξε γαμώ την... τελίτσες τελίτσες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπυρί που βγαίνει εξαιτίας της μακροχρόνιας αποχής από το σεξ ή εξαιτίας της ανεκπλήρωτης σεξουαλικής επιθυμίας. Κατά άλλους, αιτία είναι ότι ο φορέας του σέξσπυρ την έχει κάνει λάστιχο. Με λίγα λόγια, σέξσπυρ λέμε το το καυλόσπυρο.

Ετυμολογία: από το σεξ και το σπυρί ==> σέξσπυρ, κατ'αναλογία προς τον μεγάλο θεατρικό συγγραφέα Σέξπιρ.

Ο πληθυντικός ίδιος με τον ενικό: τα σέξσπυρ.

  1. - Δεν την παλεύει η Μαρία... Κοίτα πώς έχει γίνει, τίγκα στα σέξσπυρ!

  2. - Όχι ρε γαμώτο, πάλι σέξσπυρ έβγαλα κι έχω ραντεβού σήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἰδεολογία τοῦ Ἴντερνετ, ὅπως ὁ ἀτονισμός, ὁ ἁνορθογραφισμὸς καὶ ὁ ἀσιγματισμόσ. Ἀποτελεῖ τὸ ἀντίθετο τοῦ ἀτονισμοῦ. Οἱ πολυτονιστὲς εἶναι οἱ κολλημένοι μὲ τὸ πολυτονικό, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ξεπεράσουν τὸ τραῦμα ἀπὸ τὴν ἐπίσημη κατάργησή του καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ γράφουν σὲ αὐτό, ἀκόμη καὶ στὶς φοράδες. Πολλὲς φορὲς τὰ γραπτά τους εἶναι γεμάτα κουτάκια, ἂν δὲν ἀναγνωρίζονται οἱ τόνοι τους. Γενικῶς, οὶ πολυτονιστὲς κάνουνε πνεῦμα βάζοντας πνεύματα, εἶναι ὀξεῖς καὶ βαριοὶ τύποι, ἀλλὰ περισπῶνται πολὺ μὲ τὶς περισπωμένες.

Πολυτονιστής: Δὲν θὰ πεθάνουμε ποτὲ κουφάλα ἀτονιστή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βουλή των εξουσιαστικών σκυλιών.

Μέσα στη Βουλή, άνθρωποι οι οποίοι έχουν πάρει την ψήφο του έλληνα πολίτη ώστε να τον εκπροσωπούν επάξια, εκμεταλλεύονται τη δύναμη τους για να εκπροσωπήσουν τα δικά τους και μόνο συμφέροντα.

Συχνά το κάνουν με πάθος εξ' ου και οι κοινωνικές αδικίες, ο προσωπικός πλουτισμός των λίγων σε βάρος των πολλών και τέλος η κατάρρευση του κοινωνικοπολιτικού μας συστήματος η οποία οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στον σύγχρονο μεσαίωνα.

- Όταν αυξάνονται οι μισθοί των δικαστικών, αυξάνονται ταυτόχρονα και οι μισθοί των βουλευτών. Αποφασίζουν μόνοι τους την αύξηση των μισθών τους.

- Οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται από ΚΟΙΝΟβούλιο αλλά από κυνοβούλιο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καυλί είναι το πραγματικό. Επίσης, υπάρχει και το ερώτημα «καύλα ή κάβλα». Και τα δύο υπάρχουν, αλλά εννοούν άλλο πράγμα. «Καύλα» λέμε όταν κάποιος έχει την ανάγκη για σεξ. Αν και χρησιμοποιείται και για όταν έχουμε άλλες ανάγκες (π.χ. «τώρα σου 'ρθε η καύλα για βόλτα;»). «Κάβλα» είναι η πλήρης στύση στο πέος του άντρα. Για το τέλος υπάρχει και το «καυλωμένος ή καβλωμένος». Η απάντηση είναι ξεκάθαρη σύμφωνα με όσα είπα πριν.

- Κοίτα το καυλί μου πώς κάβλωσε. Γλείψ' το.
- Πω ρε... τώρα σου 'ρθε η καύλα για παιχνίδια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:

α) ο καλικάντζαρος
β) ο αναρριχητής (εδώ)

Μεταφορικά: ο δίχως στυλ, ο κακομούτσουνος, ο περίεργος στην όψη, ο ατημέλητος άνθρωπος.

Χρησιμοποιείται επίσης και για γραφή που δεν είναι ευανάγνωστη (τα γράμματα λέγονται και καρκαντζούλια), αλλά και για πράξεις που δεν αρμόζουν στις περιστάσεις (καρκαντζαλιές).

  1. Κοίτα τον πως ντύθηκε ο γιαλαμάς, σαν καρκάντζαλος είναι πάλι...

  2. Τι γράμματα είναι αυτά παιδάκι μου; Σα καρκαντζούλια είναι, θα μου βγουν τα μάτια...

  3. Άρχισες πάλι τις καρκαντζαλιές; Για συμμαζέψου, το μαγαζί είναι κυριλέ...

  4. Καρκαντζουλέησιονς, πάλι μετεξεταστέος έμεινες ρε κούτσουρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα ελληνικά με αγγλικούς χαρακτήρες. Χρησιμοποιούνται για SMS ή στο MSN ή στο mail από Έλληνες του εξωτερικού (γιατί αν στείλεις με ελληνικούς χαρακτήρες θα εμφανίζονται μόνο σύμβολα).

einai apisteuto

Αντίστροφο: engreek.

Το αντίστοιχο σε άλλες γλώσσες: عربيزي, عربي (αραβικά), шльокавица, методиевица, методиица, кирливица, мейлица, чатица, латинец, есемесица, Интернет жаргоница (βουλγαρικά), فارگیلیسی (περσικά), волапюк (ρωσικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το γνωστό μας διαδικτυακό shoutbox ή φωνοδοχείο. Ο όρος προέρχεται από σύντμηση του shoutbox < box < βοχ, όταν το πληκτρολόι είναι γυρισμένο στα ΕΛ.

- Όχι άλλο ξεκατίνιασμα στο βοχ - θα διαγράφονται ποσταρίσματα. (μήνυμα διαχειριστικής ομάδας σε βοχ)

βλ. και βτς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified