Further tags

Ο χώρος που έπαιζε κανείς ηλεκτρονικά παιχνίδια, φλιπεράκια και μπιλιάρδο ή πινγκ-πονγκ σε παλιότερες δεκαετίες. Ο διάδοχος του σφαιριστηρίου και πρόγονος του νετ-καφέ.

- Πάλι στα ουφάδικα ξημεροβραδιάζεται το ρεμάλι ο αδερφός σου;
- Έλα μωρέ γέρο, μην του τη βγαίνεις με κόκκινο. Αφού ξέρεις ότι έτσι τη βρίσκει καλύτερα, του την δίνει η φάση που λένε.
- Ποιοι;

Η NASA επιθυμεί την συνεργασία σας. (από Galadriel, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κιμωλία. Κατά συνεκδοχή, η αγορά επί πιστώσει. Κι αυτό γιατί οι παλιοί ταβερνιάρηδες είχαν ένα μικρό μαύρο πίνακα –την πλάκα– και εκεί σημείωναν με κιμωλία, με το τεμπεσίρι, τα βερεσέδια των πελατών, τα χρωστούμενα.

Η λέξη έχει επιβιώσει (just) με αυτή την έννοια στην έκφραση γράφω τεμπεσίρι –θέλει να πει η έκφραση πως σημειώνω ότι κάτι μου χρωστάς αλλά είτε δεν με νοιάζει να το ξεπληρώσεις, γιατί είναι ασήμαντο, είτε ξέρω ότι δεν πρόκειται να το ξεπληρώσεις, γιατί είσαι μπαταχτσής.

Υπάρχει επίσης και η έκφραση εσύ έχεις την πλάκα, εσύ και το τεμπεσίρι –δηλαδή, όλα τα εργαλεία και τα ατού τα έχεις στα χέρια σου και κάνεις κουμάντο.

Η προέλευση της λέξης, όπως έχει ήδη πει ο vikar, είναι από το τούρκικο tebeşir που σημαίνει ακριβώς κιμωλία και η σαφώς πιο συνηθισμένη σημασία της είναι η κιμωλία του μπιλιάρδου.

  1. Κάποιοι Έλληνες συνταξιούχοι με ένσημα μιας ζωής παίρνουν συντάξεις πείνας. Τους βλέπουμε κάθε μήνα στις ουρές να περιμένουν για λίγα ευρώ που θα τους φτάσουν για μια εβδομάδα και μετά αρχίζουν το τεμπεσίρι (αγοράζουν βερεσέ) για να μπορέσουν να επιβιώσουν. (από το blogathinaios.blogspot.com)

  2. (Από το τραγούδι «Μονά ζυγά τα χάνουμε» (1973), Στίχοι: Γ. Καλαμαριώτη, μουσική: Γ. Μητσάκη, ερμηνεία: Ρ. Κουμιώτη)

Σ' ένα στενό στην Κοκκινιά / στενάζει η φτωχογειτονιά / καρτούτσο ξεροσφύρι / Στο καπηλειό του Βελωνιά / στη μουχλιασμένη τη γωνιά / και γράφε τεμπεσίρι.

  1. – Μεγάλο καλό, αδερφέ... θα στο χρωστάω...
    – Ναι ρε, εντάξει... θα το γράψω τεμπεσίρι...

  2. Ποιος είναι ρε, το κουμάντο σ' αυτό το ψιλικατζίδικο; O Ταρζάν και η τσίτα; Αυτοί δεν είναι που κρατάνε την πλάκα και το τεμπεσίρι; (Ρητορικές ερωτήσεις από το xanthiblogs.gr, οι «αυτοί» που αναφέρει είναι η κυβέρνηση)

Πλάκα και τεμπεσίρι (από poniroskylo, 05/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μπιλιάρδο, το συνεχόμενο βάλσιμο πολλών μπιλιών.

- Χλαατς... πάρε και την κίτρινη...
- Έχεις γαμηθεί στο τζόγο ρε μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τέλη δεκαετίας '70, αρχές '80 απεκαλείτο ευρέως καρότσα η σπρωχτή (και όχι κοφτή και μονοκόμματη κομιλφό) στεκιά στο μπιλιάρδο, η οποία εθεωρείτο άκυρη και ζαβολιά.

Παρεμπίπταμπλυ, κορδόνι αποκαλείται το σύνολο των πως-διάολο-τα-λένε, αυτά μωρέ τα τρύπια που είναι περασμένα στον ειδικό άβακα για να μετράνε τις καραμπόλες. Νομίζω ήταν 25 σε κάθε σειρά, άρα 1 κορδόνι= 25 καραμπόλες.

Έχω να πιάσω στέκα από τότε που έπεσε εκείνος ο ρημαδιασμένος ο μετεωρίτης και δεν ενθυμούμαι πλέον ποίαν στεκιάν περιγράφαμε ως «μπρικόλα».

Ακούει κανείς ;

- Πετράκη, κερνάς τις μπύρες έτσι ; Είχα δεν είχα δύο κορδόνια σου 'ριξα στ' αυτιά.
- Άντε ρε μαλάκα, έτσι ξέρω κι εγώ. Αφού οι μισές στεκιές σου καρότσες ήτανε ρε απατεώνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπιλιαρδάδικο είναι ένας υγειονομικός σχηματισμός, συνηθέστερα Νομαρχιακό Νοσοκομείο ή περιφερικό Νοσοκομείο μεγάλου αστικού κέντρου, που δεν είναι σε θέση να προσφέρει ολοκληρωμένη νοσηλεία αλλά κατευθύνει / παραπέμπει τα δύσκολα περιστατικά (περίπλοκα ή επιπεπλεγμένα) σε άλλα, μεγαλύτερα, με αρτιότερη λειτουργία Νοσοκομεία. Αυτή η μετακίνηση των ασθενών από το ένα Νοσοκομείο στο άλλο, προσομοιάζει, βεβαίως, με τις σπόντες με τις οποίες μετακινούνται οι μπάλες πάνω στο τραπέζι του μπιλιάρδου.

Συνηθέστερες αιτίες που προφασίζονται τα μπιλιαρδάδικα για να δικαιολογήσουν το ξεφόρτωμα των ασθενών τους προς άλλα Νοσοκομεία, είναι η έλλειψη συγκεκριμένων ειδικοτήτων (π.χ. Νευρολόγος, Αγγειοχειρουργός κ.λπ.), η αδυναμία πραγματοποίησης εξειδικευμένων παρακλινικών (π.χ. spiral CT, σπινθηρογράφημα θυρεοειδούς κ.λπ.) ή εργαστηριακών (κουφά αυτοαντισώματα, διάφορες ό,τι νά 'ναι ορμόνες) εξετάσεων, που ούτε και οι ίδιοι οι θεράποντες ιατροί ξέρουν για ποιο λόγο τις ζητάνε ή πώς να τις αξιολογήσουν άμα λάβουν τ' αποτελέσματα, αλλά σε κάθε περίπτωση χρησιμεύουν ως πρώτης τάξης δικαιολογία για να αδειάσουν την κλινική από τις δύσκολες περιπτώσεις και να απαλλαγούν από τη σχετική μέριμνα, ευθύνη και άγχος (πασάροντας τα βέβαια όλ' αυτά στους συναδέλφους τους).

- Προϊσταμένη, με ποιο άλλο νοσοκομείο συνεφημερεύουμε σήμερα;
- Μια στιγμή να δω... εεε...Παρασκευή... Παρασκευή... α! Άγιος Δημήτριος!
- Όχι ρε πστ μου, πάλι με το μπιλιαρδάδικο, τη γκαντεμιά μου μέσα! Θα φτύσουμε αίμα πάλι Παρασκευιάτικα, γμτ.

Δες και -άδικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεμελιώδης όρος του ερασιτεχνικού μπιλιάρδου.

Πάγκος είναι καταρχήν το ίδιο το τραπέζι του παιχνιδιού. Κατ’ επέκταση, ο πάγκος αντιστοιχεί στο κόστος ενοικίασης του τραπεζιού για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, συνήθως λίγων ωρών.

Με αυτή τη δεύτερη έννοια είναι που χρησιμοποιείται κυρίως η λέξη. Σε αγώνες ερασιτεχνών, στο μπιλιαρδάδικο της γειτονιάς, το στοίχημα που μπαίνει είναι κατά κανόνα ο πάγκος, δηλ. όποιος χάσει την παρτίδα υποχρεούται να πληρώσει το μαγαζί για το χρόνο που χρησιμοποιήθηκε το τραπέζι. Όταν λοιπόν γίνεται λόγος για πάγκο, εννοούμε ότι ο χαμένος πάει ταμείο και πληρώνει τη λυπητερή, ενώ ο νικητής αράζει, έχοντας την ικανοποίηση ότι έπαιξε μπιλιαρδάκι τσάμπα στην υγειά του μαλάκα.

Συνήθεις οι προ του αγώνα προτάσεις: «παίζουμε τον πάγκο μωρή κότα;» ή «σε παίζω πάγκο αγορίνα μου». Θεωρείται λίαν τιμητικό για παίχτη, να πηγαίνει στο μπιλιαρδάδικο χωρίς μία στη τσέπη και να φεύγει μετά από αρκετές ώρες παιχνιδιού έχοντας στείλει ταμείο αρκετούς αντιπάλους, λιγότερο ή περισσότερο άμπαλους.

Στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν υποψήφια θύματα που θα πληρώσουν τον πάγκο, οι περισσότερο ικανοί παίκτες προτίθενται να παραχωρήσουν εκ των προτέρων κάποια πλεονεκτήματα στον αντίπαλο, π.χ. στην παραλλαγή του αμερικάνικου μπιλιάρδου που είναι γνωστή ως «εννιάμπαλο», είθισται να χαρίζεται στον αδύναμο η τελευταία μπίλια – η εννιά – πράγμα που σημαίνει ότι για να κερδίσει χρειάζεται να βάλει μια μπάλα λιγότερη από τον έμπειρο. Αν το υποψήφιο θύμα είναι ακόμη μεγαλύτερος κάτσικας, ο ανώτερος για να τον δελεάσει να παίξουν μπορεί να του χαρίσει δύο μπίλιες (το 9 και το 8) ή και τρεις μπίλιες ακόμη (7, 8, 9).

Όταν οι δύο αντίπαλοι παίκτες συμφωνήσουν, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, να μοιραστούν από κοινού το κόστος χρήσης του τραπεζιού, δεν γίνεται λόγος για πάγκο. Τότε λέμε απλώς, όταν τελειώσουμε, πως πάμε να πληρώσουμε το τραπέζι.

Πάγκος εννοείται πως δεν υφίσταται σε αγώνες επαγγελματιών. Εκεί, εφόσον πρόκειται για παίκτες υψηλού επιπέδου, όλα τα έξοδα καλύπτονται από διοργανωτές, ομοσπονδίες κλπ. Στα επαγγελματικά διακυβεύονται πολύ περισσότερο πράγματα από ένα πάγκο, ο οποίος είναι μάλλον το στοίχημα του φτωχομπινέ μπιλιαρδόρου. Το αντίστοιχο του μπιλιαρδικού πάγκου στο μηχανοκίνητο αθλητισμό είναι η κλασικοί αυτοσχέδιοι αγώνες, που στήνονται ατάκα κι επί τόπου από τους καυλόγκαζους κοντράκηδες, με έπαθλο συνήθως λίγα ψωροευρά.

(στο μπιλιαρδάδικο, που αλλού;)

  1. - Λάζαρε σε παίζω πάγκο.
    - Μπα, άστο καλύτερα ρε φίλε, έτσι για βόλτα ήρθα..
    - Τι άστο ρε καραγκιόζη; Έλα, ένα παιχνιδάκι στα 3 κερδισμένα, μπαμ μπαμ.
    - Αφού θα μας ξεφλουδίσεις πάλι με την κωλοφαρδία που σε δέρνει.. Είναι απάλευτη η κατάσταση με την πάρτη σου.
    - Έλα ρε, μην πήζεις. Θα σου χαρίσω το 8..
    - Μην παιδεύεσαι άδικα. Δεν πα να μου χαρίσεις και τον άσο, εγώ μαζί σου δεν ξαναπαίζω. Βρες άλλο μαλάκα να πληρώνει.

  2. - Γιωργάκη ψήνεσαι για ένα στα εφτά;
    - Δε σου 'φτασε το χτεσινό γαμήσι που έφαγες αγορίνα μου και θες κι άλλο;
    - Άντε μωρή νούλα πάρτα πόδια σου κι έλα δω να σου κάνω ράμματα..
    - Α ρε θύμα.. Καλά που υπάρχουν μερικοί σαν κι εσένα και παίζουμε μπιλιαρδάκι τσάμπα. - Κατούρα και λίγο ρε γιωργάκη, μη γαμάς τόσο, θα πάθεις τίποτα..
    - Φίλε μου αν είχα σε μετρητό όλους τους πάγκους που έχω κερδίσει θα είχα κάνει την προίκα μου 7 φορές..

(από johnblack, 29/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τοίχος του μπιλιάρδου σε μορφή υποκοριστικού. Προκύπτει από το «μπρικόλα» που σημαίνει το ίδιο.

Μάλλον παράγεται από το αγγλικό μπρικ (τούβλο), εξ ου και ο τοίχος. Η κατάληξη ιταλίζει όμως και ίσως να οφείλεται στο ότι το έχω ακούσει να λέγεται έτσι από επτανήσιους.

Χρησιμοποιείται μεταφορικά στη φράση «μου 'φυγε το μπρικολέτο» και έχει την έννοια ξαφνιάστηκα, εξεπλάγην, μου 'φυγε το τσερβέλο, το καφάσι, κλπ.

Η λέξη και η έκφραση κυκλοφόρησε για λίγο στα τέλη του '80 και μετά εξαφανίστηκε, τουλάχιστον εγώ δεν την ξανάκουσα. Όποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω, ελεύθερα να συμπληρώσει και να τροποποιήσει τον ορισμό.

  1. Έλα, δεν είναι δύσκολη στεκιά, παίξε την πράσινη με μπρικόλα στη μέση και θα μπει.

  2. Τι λε ρε φίλε, δεν το πιστεύω, μού 'φυγε το μπρικολέτο!

Βλέπε και γαλλικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται σε μια παρτίδα μπιλιάρδου τύπου γαλλικό, μια καραμπόλα που βγαίνει με απροσδόκητο, κωλόφαρδο τρόπο.

Συγκεκριμένα, στο γαλλικό υπάρχουν δύο άσπρες και μία βυσσινί μπάλα και σκοπός του παίκτη είναι να χτυπήσει με μια από τις άσπρες, τις άλλες δύο. Αν αυτό συμβεί με κατάφωρη τύχη μετά από ένα αδέξιο χτύπημα, τότε μιλάμε για φάφα.

Τοκερατόμου, πάλι φάφα έβγαλε το άτομο!

Βλέπε και φάβα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κιμωλία που τρίβεται στη μύτη της στέκας στο μπιλιάρδο. Προέρχεται από την τουρκική λέξη για την κιμωλία, tebeşir. Πιό αργκό συνώνυμα: φάλτσο, μαντέκα.

  1. Όσο τα σκέφτομαι [...] τόσο μου θυμίζει τις εκπληκτικές δικαιολογίες που σκαρώναμε για να δικαιολογήσουμε στην κυρία, γιατί δεν ετοιμάσαμε την εργασία που είχαμε για το σπίτι. Ή [...] τον τύπο που κερατώνει την γυναίκα του και πριν μπει στο σπίτι τρίβει λίγο τεμπεσίρι στα χέρια του και τα ρούχα του. Όταν η κυρά του τον αρπάζει από τα μούτρα και του φωνάζει «που ήσουν;», εκείνος ομολογεί την ύπαρξη ερωμένης, για να γυρίσει η σύζυγος τα χέρια του και όλο καμάρι για το αστυνομικό της δαιμόνιο να του φωνάξει «πάλι μπιλιάρδο έπαιζες!». (από ιστολόγιο)

  2. Λίγο τεμπεσίρι στην άκρη της στέκας, ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης και οι καραμπόλες ορίζουν τη βραδιά με βερεσέ αναψυκτικά. (από 'δώ)

  3. Παίζω μπιλιάρδο στην Κεϋλάνη / με ένα χαμάλη απ' το λιμάνι / Μα εκείνος έκανε χαρακίρι / γιατί είχε χάσει το τεμπεσίρι («Ζόμπι, το ξύπνημα των νεκρών», Τζίμης Πανούσης)

Νήσος Τεμπέσιρος (από GATZMAN, 26/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικός ορισμός υπάρχει και στο γαλλικό.

Τρόπος χτυπήματος στο μπιλιάρδο όπου ο αθλητής σηκώνει τη στέκα σχεδόν κάθετα έτσι ώστε χτυπώντας τη μπάλα αυτή να διανύσει μια πολύ κλειστή παραβολική τροχιά (κάνοντας σχεδόν στροφή U). Αν ο παίχτης είναι άσχετος συνήθως συνοδεύεται και από σκίσιμο τσόχας...

Παραλλαγή του είναι και ο φαλτσοπικές, όπου η στέκα σηκώνεται αρκετά αλλά όχι κάθετα με αποτέλεσμα η μπάλα να διανύσει μια ελαφριά καμπυλωτή τροχιά.

Άσε τους πικέδες γιατί δεν είμαστε να πληρώνουμε τσόχες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified