Further tags

Ο τοξικομανής μυτάκιας.

Το έχει κάψει τελείως από την κόκα ο αλευρομύτης.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κοκαϊνομανής. (Δες). Δες επίσης: κοκόρι.

Τίγκα στους κοκοριασμένους το πάρτι.

Got a better definition? Add it!

Published