Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πλυντηριάδωνε:

Πρώτη κατηγορία πλυντηριά: φυλή "επιχειρηματία" που ξεπλένει χρήματα από παράνομες ή μαύρες δραστηριότητες, όπως πορνεία, ναρκωτικά, τζόγο, λαθρεμπόριο όπλωνε, κ.ταλ., επενδύοντάς τα σε νόμιμες εταιρείες-βιτρίνες άκα πλυντήρια.

- Και μια υγιής εταιρεία προσελκύει πολύ πιο εύκολα στρατηγικούς επενδυτές και ουχί πλυντηριάδες (εδώ)

- Εχουν εντοπίσει, λέει, τις εταιρίες και τις οφ σόρ εξωτερικού που διαφέντευε ο Λαυρέντης και έχουν βάλει «λυτούς και δεμένους», για να βρούν ποιοί διεθνείς «πλυντηριάδες» βρώμικου χρήματος, βρίσκονται πίσω από τον Λαυρέντη και με όχημα τις επιχειρήσεις του, άλωσαν τον ελληνικό Τύπο και τα ΜΜΕ και όχι μόνον (εκεί)

Δεύτερη κατηγορία πλυντηριά: πιο δόκιμα, ο ιδιοκτήτης ή εργαζόμενος σε πλυντήριο αυτοκινήτων ή άλλο βιομηχανικό πλυντήριο.

- Είτε γυαλίζεις για να φύγουν οι γρατζουνιές είτε παίρνεις κάτι να στις καλύψει όπως ακριβώς έκανε ο πλυντηριάς αλλά θα σου εμφανίζονται μετά απο λίγο καιρό (εδώ)

- Παρήγγειλα νέο σκιάδιο οδηγού γιατί κάποια βλακεία θα έκανε ο πλυντηριάς στη βάση της και έσπασε το πλαστικό στη βάση στήριξη της (εκεί)

Και κλείνουμε την αποψινή μας βραδιά με λίγο ινσέψιο: στην τηλεοπτική σειρά Breaking Bad ο "πλυντηριάς" Walter White γίνεται και πλυντηριάς αγοράζοντας ένα πλυντήριο αυτοκινήτων για προσωπικό του "πλυντήριο".

Ο πλυντήριο-"πλυντήριο" του πλυντηριά-"πλυντηριά" Walter O πλυντηριάς-"πλυντηριάς" Walter κάνει "πλυντήριο" σε πλυντήριο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υγρό απορρυπαντικό πιάτων στην στρατιωτική αργκό.

Προέλευση: άγνωστη, προφανώς κάποιος κάπου κάποια στιγμή το αποκάλεσε έτσι και πέρασε από στόμα σε στόμα δίχως να φιλτραριστεί, κλασικός ΕΣ δηλαδή.

(φαντάρος πλένει δίσκους στα μαγειρεία και τον πλησιάζει άλλος φαντάρος)

- Σειρά! ρίξε μου λίγο φάρμακο να πλύνω τα χέρια!
- Σκύψε ψηλέ να σου το βάλω υπόθετο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απορρυπαντικό κινημάτων και λοιπών λακέδων με σαφή κομματική δράση και αντιδραστική σύνθεση.

- Όχι ρε γμτ, σκάσανε πάλι οι μπάχαλοι στην πορεία...
- Τι σε νοιάζει ρε, αφού είναι εδώ το κνάιτ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρηματική απάτη στη γλώσσα του «υποκόσμου». Ο όρος δεν αφορά μόνο σε ξέπλυμα χρήματος, αν και από αυτό το συμφραζόμενο πρέπει να έλκει την καταγωγή του. Μπουγάδες είναι οι «δουλειές» των απατεώνων του τύπου «επιχειρηματίας φάντασμα» κλπ., ανθρώπων που γδέρνουν αφελείς ιδιώτες με επιχειρηματικές ιδέες για επενδύσεις κλπ ή πιστολιάζουν τράπεζες εξασφαλίζοντας δάνεια (την πρώτη δόση) με πλαστές ταυτότητες κλπ. (προ κρίσης αυτά όλα δεν ήταν και τόσο δύσκολα).

Οι απατεώνες αυτοί μπορεί και να μη λερώνουν τα χέρια τους με γκάνια κ.λπ. και οι μπουγάδες είναι οι καθαρές σχετικά δουλειές (π.χ. οι απαγωγές δεν είναι μπουγάδες). Αλλά ως άνθρωποι σαφώς και προέρχονται ή διασυνδέονται με τη νύχτα, έτσι ή αλλιώς. Και σε κάθε περίπτωση, μιλάμε για ένα έγκλημα ακριβώς ούτε του λευκού ούτε του μπλε κολάρου.

- Και θυμάσαι ρε Σάκη που του λέω «τι να τα δίνεις στην τράπεζα. τι να τα δίνεις εμένα»... τι μπουγάδα ρε μαλάκα του κάναμε αυτουνού...
- Ρε Στάθη, είχαμε ρέντα στη Ρόδο ρε μαλάκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί, το μπουγαδοκόφινο. Κυρίως στη φράση «της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης» (στην πυργιώτικη slang).

- Τι μουνάρα είσαι εσύ, μάνα μου!
- Της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης, παλαιόπουστα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν, κατά το σκούπισμα με ηλεκτρική σκούπα, περνάω ένα κομμάτι χνούδι ή κλωστούλα τουλάχιστον δέκα φορές με τη σκούπα, αλλά δεν το ρουφάει, οπότε τελικά σκύβω και το πιάνω, το εξετάζω και μετά το ξαναρίχνω χάμω για να δώσω μια ευκαιρία στη σκούπα να το πιάσει.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς.

- Πέντε σκουπευκαιρίες της έδωσα της Μίλε, καιρός να το πετάξω στον σκουπιδοτενεκέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοιαύτη λέξη προέρχεται παρά γνωστό «δικηγόρο» ο οποίος εσυννελήφθει από το μικρόφωνο του υποκλοπέα να ονοματίζει εαυτόν ως «πεντακαθαρίδης», λόγω ευθέων εξηγήσεων και υποτιθέμενης εντιμότητός του εν ώρα... εκβιασμού γνωστού επιχειρηματία! Διότι πλέον, τη σήμερον ημέρα η έννοια της εντιμότητος υφίσταται και εις τας κομπίνας, εις τας λοβιτούρας καθώς δε και εις τας πάσης φύσεως παρανομίας. Εύγε.

(Αντιγράφω αυτολεξεί ως απομαγνητοφωνήθειν εν ώρα ειδικής συνεδριάσεως της Βουλής, 18/11/2008)
Κοκοβίνος: «σου μιλώ παντελονάτα. Θέλω ένα ακίνητο και όχι τέσσερα που κάνουν ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες. Σου μιλώ πεντακάθαρα και όμορφα. Πεντακαθαρίδης!» (sic).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πάλαι ποτέ εργαζόμενος εις οίκον ανοχής, ο οποίος ήτο επιφορτισμένος με το καθήκον της πλύσης των γεννητικών οργάνων εκάστοτε πελάτου προ και ενίοτε μετά συνουσίας. Οι λεκανατζίδαι έφεραν την χαρακτηριστικήν μικρή λεκάνην, σαπων και μάκτρο (πετσέτα), και ήτο συνήθως ομοφυλόφιλοι της μεγαλυτέρας τάξεως, ήτοι Gay over. Σήμερον πλέον οι λεκανατζίδαι εκλείπουν, οπότε έτσι χαρακτηρίζεται ο εργαζόμενος βαρέος και ανιαρού επαγγέλματος.

Φαίδων: «Τρύφων, παρακαλείσαι όπως μεταβείς εις το δωμάτιο του λεκανατζή, διότι οι όρχεις σου οζούν!»
Τρύφων: «Το αυτό επιθυμεί η τσατσα και δι εσέ, οι όρχεις σου οζούν παρομοίως!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σαμπουάν, κατά Παπουτσάνη. Ουδέν σχόλιον.

από παλιά διαφήμιση, δεκαετίας 70:
«Ο Παπουτσάνης έχει βγάλει
για όλη σας τη φαμελιά
ένα τεράστιο μπουκάλι
λούσιμο για τα μαλλιά»
...
(για τις ανάγκες της μελωδίας τονίζεται λουσιμό...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified