Further tags

Επίθετο, που έχει καταλήξει συχνά να σημαίνει απλά πάρα πολύ, σε υπερθετικό/υπερβολικό βαθμό, για το ουσιαστικό που προσδιορίζει. (Εδώ, λοιπόν, δε μας ενδιαφέρει η πιο δόκιμη έννοια, που σημαίνει πολύ σύνθετο ή παράξενο ή ανεξέλεγκτο, και η οποία πάντως απαντά σε σλανγκικά συμφραζόμενα, π.χ. χαοτικός πάνκης ή σε μια πάγια έκφραση όπως είναι το "χαοτικό σκηνικό").

Ίσως έχετε ακούσει για ένα νόμο της διαλεχτικής που λέει ότι η ποσότητα από ένα σημείο και μετά λεβελιάζει και γίνεται πχιότητα, ή κι αν δεν έχετε ακούσει απ' αυτούνα, ίσως, έχετε ακούσει για τα χαοτικά φαινόμενα, αυτά που όταν κάτι γίνεται πολύ σύνθετο, αποκτά ένα βαθμό απροσδιοριστίας (όχι όμως, αν δεν κάνω λάθος, τυχαιότητας). Τέσπα, για να μην λέω κι εγώ ράντομ πράματα, αυτό που θέλω να επισημάνω είναι ότι στην περίπτωση του νοήματος του χαοτικός στη σλανγκ έχουμε την αντίστροφη διαδικασία, από την ποιότητα ρέπουμε πίσω στην ποσότητα (διαλεκτικό είναι κι αυτό, μάλλον):

απλό -> σύνθετο -> χαοτικό = απλά πάρα πολύ (και πάρα πολύ απλά, δηλαδή, σλανγκικώς στακάτα).

Για τους νεκρούς του μνημονίου κουβέντα. Είσαι χαοτικός μαλάκας. πηγή

Είσαι πολύ μεγάλος μαλάκας. Γιγάντιος και αξεπέραστος. Χαοτικός μαλάκας. Χωρίς όρια μαλάκας και ανυπέρβλητα μαλακισμένος. πηγή

Μολονότι η λέξη χαοτικός στα πλαίσια αυτής της σημασίας συνήθως προσδιορίζει το μαλάκας, θεωρώ ότι χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει και πολλές άλλες λέξεις στην καθομιλουμένη. Λ.χ καταγράφω κάποια που μου έρχονται ταιριαστά:

χαοτικός βλάκας, χαοτικός καραγκιόζης, χαοτικός γλείφτης, χαοτικός βρωμιάρης, χαοτικό μουνί, χαοτική καριόλα, χαοτική λούγκρα, χαοτικό λαμόγιο κ.λπ. κ.λπ.

Σε όλα αυτά τα παραδείγματα το χαοτικός σημαίνει ότι κάποιος παρουσιάζει πάρα πολύ αυτές τις ιδιότητες. Για να παπαρολογήσουμε, όμως, λίγο παραπάνω, όταν χρησιμοποιείται ο όρος για να προσδιορίσει κάτι ως πάρα πολύ, φέρνει μαζί τους λεπτές και διάφορες αποχρώσεις νοήματος και πραγματολογίας, όπως τις εξής:

α) "χαοτικός-ή-ό x" σημαίνει ότι αποδίδεται η ιδιότητα x σε τόσο μεγάλο βαθμό, επειδή κάποιος/α ή κάτι την έχει επιδείξει τόσο ποικιλότροπα και υπό τόσο διαφορετικές συνθήκες, ώστε να περιττεύει η περαιτέρω συζήτηση, δηλαδή, είναι τόσο πολυσύνθετα και πλέρια x, ώστε να καταντά τετριμμένο το να συνεχιστεί η συζήτηση για το ιδίωμα και το βαθμό του x στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ο προσδιορισμός, λοιπόν, χαοτικός, επιτελεί την χρήσιμη και χαρακτηριστική σλανγκική λειτουργία να λήγει τη συζήτηση. Ας μη λησμονούμε ότι στη σλάνγκ η μείωση και η γείωση είναι κεντρικά φαινόμενα, και το χαοτικός, λήγοντας το ζήτημα, έχει σχέση και με τις δύο.

β) χαοτικός μπορεί να σημαίνει και δεινός, δηλάδή πάρα πολύ καλός και ικανός, κατά έναν μάλλον οξύμωρο τρόπο, αντίστροφα ευφημιστικό, πώς να το πω/πώς λέγεται αυτό;

γ) η χρήση του χαοτικός-ή-ό ως προσδιορισμού, πριν από κάποιο δόκιμο/λόγιο ουσιαστικό, εκσλανγκεύει το τελευταίο και καθημερνοποιεί το επίπεδο λόγου (είναι και ένας είδος σλανγιωτατισμού).

Για να δείξω τα (β) και (γ):

Έχει κάνει μια χαοτική διατριβή στον Όμηρο, δε σε παίρνει.

Γάμα το, έχω χαοτικό λογιστή, δεν ανησυχώ.

Βασικά για να τα καταφέρεις χρειάζεται χαοτική στοχοπροσήλωση.

κ.λπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υποκοριστικό του χαλαρά. Πιο περιπαικτικά γίνεται χαλαρουίτα.
Κατά το τζαμπουί, μπαγκουί, τουί.

Σημείωση:
Στο 5ο παράδειγμα, που είναι απόσπασμα από βλόγιον άκτορος τινός, φαίνεται οτι υπάρχει κάποια τάση να χρησιμοποιείται η κατάληξη -ουί για παραγωγή εύχρηστων επιθέτων, επιρρημάτων κλπ. Δεν βρέθηκαν προς το παρόν άλλα παραδείγματα.

  1. Εντάξει δεν λέω ... τεχνίτης Αργεντινός είναι ok εχουμε και μια παράδοση αλλά χαλαρουί λίγο είπαμε 5-6 ματς επαιξε ολα κ ολα τν προηγουμενη σεζον με 'μας ... γενικά μικρό καλάθι ... (εδώ)
  2. -ολα καλα φως μου?!
    -Μια χαρά κοριτσάρα! Χαλαρουί με τα τουί, εσύ;
    -κ γω τωρα θα χαλαρωσω εκανα κ την γυμναστική μου κ επεστρεψα! (εδώ)
  3. Πας κ ρωτάς έναν πιο χαλαρουί και σου λέει "Χαλαρά μωρέ εμείς μαζευόμαστε με τα φιλαράκια ένα διήμερο κ λύνουμε θέματα κ πάμε κ δίνουμε και περνάμε". (εδώ)
  4. παρε κ ενα ωραιο χαλαρουι...https://soundcloud.com/greenbeatsnetlabel/night-dub-tor-ma-in-dub ….. αντε σας φιλω.. Ριαλ Λαιφ τΑιμ ναΟ ;) (εδώ)
  5. έχω παρκάρει χαλαρουί στο Γαλάτσι Σίτι. Σε κεντρικό δρόμο παρακαλώ (κοντά στη Σάντα Ντούλτσα αν ξέρεις..) . όχι σε στροφή, ούτε σε επικίνδυνο μέρος. χαλαρά, μπροστά από ένα golf ασημί κ πίσω από ένα Datsun (άχρηστη πληροφορία αλλα με αρέσει βρε αχμάκη). αποχαιρετώ τον φίλο μου Γ που πριν πίναμε καφεδάκι απέναντι από την Σάντα κ πάω προς το αμάξι. Βάζω το κλειδί στην κλειδωνιά (που λέει και ο Πουλόπουλος ... σωστά?) κ πάω να ανοίξω το πορτόνι του Shuma (έχουμε κ αμαξάρα εεε??) και ΤΙΠΟΤΑ! ανοιγει λίγο κ μαγκώνει!! κ ΦΡΙΚΑΡΟΥΙ!! ΡΟΥΙ ΡΟΥΙ ΡΟΥΙ σου λεω! κοιτάω κάτω κ βλέπω το φτερό (όχι του πουλιού) τρακαρισμένο! ΣΟΚ! αρχίζω γμσταυρίδια! σε ολας τας γλώσσας (εκτός απο ρωσσικά μου διαφεύγουν). Είναι πολύ απλό! ένας μαλάκας -μα ΠΟΛΥ μα ΠΑΡΑ ΜΑΛΑΚΑΣ- είχε τρακαρουί το kia κ την είχε κάνει με ελαφρά! ρε τι κόσμος υπάρχει ρεε! στην αρχή φρίκαρα αλλα μετά είδα οτι η ζημιά δεν ήταν πολύ. Οπότε απλα τον στόλισα κανονικά τον τύπο (η μήπως ήταν γυναίκα??? χμμμ) κ ανέλαβα την επιχείρηση -ΠΕΣ ΤΟ στο μπαμπα που εχει κάνει 4 bypass- . Εγκεφαλικό στην αρχή. αλλα προσπάθησα να τον ηρεμήσω (γιατί έχει ξανασυμβεί αυτό!) κ απλά πήγα το kia προς το σπίτι για να το δει κ αυτος! τα πήρε κρανουί αλλα μετά σιγά σιγά τον ηρέμησα. Πάλι καλά Παναγία μου! ουφ. το πήγε κ σήμερα στο φαναρτζουι κ απλα το κοπάνησε κ ήρθε στα ίσια του κ η πόρτα ανοιγοκλείνει μια χαρά (το σωστό σέρβις ε???). Τίποτα τρομερό. απλά ήθελα να το μοιραστώ μαζι σας. Α! Οι παραστάσεις σκίζουν! Δεν προλαβαίνωωωωωωωωω!!! Μεχρι 14.4 στο Επι Κολωνώ! Πότε θα ρθείτε ρεεεε????
    (το πεπρωμένο φαγείν αδύνατον)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφανώς, εκ του αγγλικού «free».

Ως επίρρημα, χρησιμοποιείται με τις ακόλουθες έννοιες:

  1. Ανερυθρίαστα, ασύστολα.
  2. Απρόσεκτα, απερίσκεπτα.
  3. Ανέμελα, ξέγνοιαστα.

Ως επίθετο, περιγράφει τον χαβαλέ και τον σταρχιδιστή.

  1. Και μπαίνει μέσα φρι και αρχίζει να κατεβάζει χριστοπαναγίες χωρίς κανένα λόγο.

  2. Πέρασε φρι τον δρόμο, και - όπως ήταν φυσικό - παραλίγο να τον χτυπήσει ένα αμάξι.

  3. Περνάω πολύ φρι τον τελευταίο καιρό - έχει τελειώσει η εξεταστική και είμαι στην ξάπλα.

Φρί στο Φρύ (λιμάνι+χώρα Κάσου).  (από GATZMAN, 23/01/11)(άκυρο...) (από Τσακ εις την μέσην, 23/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει της ταλαιπωρίας τη φάση, καθώς και τον ταλαίπωρο (5ο παράδειγμα).

ταλαίπα

  1. Λονδίνο: υποψήφια Πρωτεύουσα Ταλαίπας 2014

  2. Το πρώτο smartphone της μάνας μου...αυτή η ταλαίπα!

  3. Για κυριακή πολύ κούραση, πολύ ταλαιπα. Αλλά χαρούμενος είμαι αφού

  4. Μην τρώτε ταλαιπες, φάτε μια φέτα καρπούζι

  5. ηθελες να παίξεις και στην ΑΕΚ ρε ταλαίπα (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκετά δύσκολο.

Σφιχτοκωλικά, ως επίρρημα.

-Θα έρθεις σήμερα μαζί μας;
-Σήμερα;... Μπα... σφιχτοκωλικά... έχω να πάω αλλού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)

Εμπνευσμένο από τη κ. Κατέλη στο 0:25

Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.

Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Ο τρελάρας.
  2. Ο ηλίθιος.
  3. Σε επιρρηματική χρήση (οπότε και προφέρεται μακρόσυρτα): τέλεια, γαμάτα, και γαμώ.
  1. - Της είπα ότι τά 'χω με άλλες δύο παράλληλα.
    - Έλα ρε όργιο! Και πώς το πήρε;

  2. - Τι λες ρε όργιο; Χάνεις λάδια;

  3. - Και πώς περάσατε;
    - όοοργιο!

(από ironick, 23/05/09)

Σχετικά: θέατρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα διαβόητα πάρτι που διοργάνωνε ο αρχιπουτσίας και βιαγκροΨωλέας πρώην Ιταλός πρωθυπουργός, Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Η έκφραση πρωτοακούστηκε το 1910, σε μια φάρσα που έγινε από συγγραφείς -ανάμεσά τους κι η νεαρή τότε Βιρτζίνια Γουλφ- κι ακόμα στοιχειώνει το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό.
Το «μπούγκα-μπούγκα» πρωτοακούστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, σε μια από τις διασημότερες φάρσες όλων των εποχών

Τι είναι το «μπούγκα-μπούγκα»; Εντάξει, δεν διδάσκεται σε κάποια σχολή, αλλά είναι ένα είδος χορού που λάμβανε χώρα σε ντίσκο της βίλας των οργίων η οποία, τελικά, είχε πολλά facilities. Ο χορός γινόταν μετά τα δείπνα, αφού είναι γνωστή η ιστορία με τα νηστικά αρκούδια. Οι κοπέλες ήταν ημίγυμνες και ο Ιταλός πρωθυπουργός, όχι μόνο δεν τις προέτρεπε να ρίξουν κάτι επάνω τους για να μην τις πιάσουν τα λαιμά τους, αλλά τις θώπευε στα πιο ιδιαίτερα σημεία του σώματός τους. Πώς κάνουν οι νοικοκυρές για να δουν αν έχει ψηθεί το κρέας; Αυτό. Στη συνέχεια, ο «καβαλιέρε» διάλεγε με ποιες - «καλοψημένες» - κοπέλες ήθελε να περάσει την υπόλοιπη νύχτα, προσφέροντας, σε αντάλλαγμα, συγκεκριμένα χρηματικά ποσά, η λεγόμενη και «ταρίφα».
Πηγή εδώ

Κατ' επέκταση η φράση "κολλάει" σε παρεμφερείς, γαμάουα δραστηριότητες, αλλά και πρόσωπα που διακρίνονται για το γαμώ και δέρνω ταμπεραμέντο τους.

  1. Κρίμα πάντως που δεν πρόλαβε ο Μπερλουσκόνι ν' αγοράσει το ελληνικό νησί. Νάχουμε τα μπούγκα-μπούγκα μές στα πόδια μας. (εδώ)

  2. Μεγαλώνει η αγωνία γιά την συμφωνία! Πρώτα μπουγκα μπούγκα κ μετά θάνατος ή κατευθείαν θάνατος; (εδώ)

  3. Αθώος ο Στρος Καν για τα πάρτι, αναμένω ν ανακοινωθεί τηλεγράφημα "μπούγκα μπούγκα, αδερφέ" από τον Μπερλουσκόνι (εδώ)

  4. Ο άντρας, ο μόρτης, ο μάγκας, ο ασίκης, ο καραμπουζουκλής, η καυλοπαγίδα, ο μπούγκα-μπούγκα μίλησε, αφού πρώτα συνομίλησε με τον “Νέστωρα” της Βουλής Απόστολο Κακλαμάνη (εδώ)

  5. Τι λέει λοιπόν ο Σαμαράς στην γυναίκα του όταν εκείνη τον ρωτάει για τις δηλώσεις του μπούγκα-μπούγκα Μειμαράκη του στυλ «δεν θα κλείσει το κανάλι της Βουλής»; (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπέρδεγουέι / μπερδεγουέι / μπερδεγουέη: Μπερδεμένος, προβληματισμένος έως προβληματικός, πολύπλοκος ή μπερδευτικός. Χαρακτηρίζει και μπερδεψοκατάσταση. Τώρα και σε επιρρηματική χρήση τ. με τρόπο περιπεπλεγμένο.

Προφ σύνθετη λέξη γιαλαντζί αγγλιά, όπου το πρώτο συνθετικό είναι το μπέρδεμα και το δεύτερο το way που σημαίνει τρόπος.

Εναλλακτική χρήση αντί του by the way που σημαίνει επί τη ευκαιρία, ως στραβοακουσμένος στίχος (βλ. τελευταίο παράδειγμα).

Συμπληρωματική σλανγκ του μπερδεματού: μπερδεβίξ, μπερδέψαμε τα μπούτια μας, μπερδεύτηκαν τα σώβρακα με τις φανέλες, μπερδεύω την Πούτση με την Βούρτση, μπερδεύω την πούτσα με την βούρτσα, μπερδεύω τις βούρτσες με τις γκλούτσες, μπερδεύω τον τεφροδέκτη με τον σπερμοδέκτη, μπέρδεψα το πουλί σου με το πουλί του, έγινε μύλος, εντροπία, κατάσταση φραπέ, κουλουβάχατα, μπερδεψομουνιά, ρώσικη σαλάτα, σαρδάμ, παθαίνω κωλομπέρδεμα, σουμουντρούκουλου, κλπ. Παρόλη αυτή τη συμφορά με το μπέρδεμα, τα πράγματα συνήθως είναι απλά: μη μπερδεύεστε.

Δικό μας: acg: Ρε John Kar μην εισαι τοσο σκληρος. Μιλα στο κοριτσι, τι αλλο να κανει;
John Kar: Αν είναι κορίτσι. Γιατί στο Internet τα φύλα είναι λίγο μπερδεγουέϊ...

Γλωσσοδέτης: Αγγλικό μπέρδεγουεΐ: Στα Ελληνικά > 3 Ελβετίδες μάγισσες πόρνες, οι οποίες επιθυμούν εγχείριση αλλαγής φύλου, κοιτάζουν 3 κουμπιά ρολογιού Swatch. Ποια ελβετίδα μάγισσα πόρνη, η όποια επιθυμεί εγχείριση αλλαγής φύλου κοιτάζει ποιο κουμπί ρολογιού Swatch; Στα Αγγλικά (σ.ς. πέστο απέξω): > Three Swiss witch bitches, which wish το be switched, watch three Swatch watch switches. Which Swiss witch bitch which wishes to be switched, watches which Swatch watch switch;

Πολύπλοκα ρολογάκια: Ποτέ δεν συμπάθησα τους 45λεπτους χρονογράφους. Είναι μπέρδεγουεϊ. Δεν έχω καταλάβει τη σκοπιμότητά τους. Εκτός κι αν ήμουν διαιτητής ποδοσφαίρου.

Περιπεπλεγμένες κοσμοθεωρίες: Πιστεύω σ' ένα παράξενο πράγμα, που λέει πως κάποιος άνθρωπος -ή μάλλον η αύρα του- μπορεί να ζει πολλές διαφορετικές ζωές, τώρα, στο παρελθόν, αλλά και στο μέλλον, όχι απαραίτητα ταυτόχρονα, αλλά χωρίς να αποκλείεται κι αυτό. Μπερδεγουέι, ούτε κι εγώ το έχω κατανοήσει ακριβώς.

Τρελαμένος καιρός: Καιρός «Μπερδεγουέι»: Σήμερα ο καιρός είναι μπερδεμένος. Ενώ είχαμε Νοτιά, τώρα ΄χουμε Βοριά και γενικά δεν έχει αποφασίσει τι θέλει.

Ανακατεμένες σχέσεις: Κάνε sex με το...φίλο σου xωρίς αισθήματα! [...] ένε ότι τίποτα δεν είναι το ίδιο μετά από ένα βράδυ κατά το οποίο βγάζεις τα μάτια σου με τον φίλο σου. Ότι ούτε το σεξ βγαίνει καλό, κι αν βγει, η κατάσταση γίνεται μπερδεγουέι κι άλλη μια φιλία θα καταλήξει στα αζήτητα.

Νερό αντί βενζίνης; Μπερδεγουέι αυτό με το νεράκι και το υδρογόνο ακούγεται ψιλοενδιαφέρον. Πώς δουλεύει; Από το σχολείο ξέρω ότι χρειάζεται πολύ ενέργεια για να διαχωρίσεις το υδρογόνο από το οξυγόνο.

(από Galadriel, 11/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός μουσικής, ρούχων, χώρου και γενικότερα κάθε αντικειμένου που έχει φάνκυ, κίνκυ ή αισθησιακά χαρακτηριστικά, τέτοια ώστε θα μπορούσε να ταιριάζει με την ατμόσφαιρα ενός κωλόμπαρου. Εναλλακτικά όμως μπορεί να προσδιορίζει όλα τα παραπάνω ως χαρακτηριστικά ενός κωλομπαρά, ενός δηλαδή πληθωρικού ομοφυλόφιλου.

-Τσέκαρες καινούργιο κομμάτι Σνουπ Ντογκ;
-Ναι ρε, τέρμα κωλομπαρίστικο μπιτάκι.

-Να σου πω, να βάλω τις κωλομπαρίστικες τιράντες με τις μπανάνες;
-Σοβαρέψου ρε Στέφανε σε κηδεία πάμε!
-Ναι αλλά θα 'ναι κι ο Νικολάκης εκεί πέρα...

Got a better definition? Add it!

Published