Υποτιμητικά το λαμέ, αλλά συνήθως χωρίς να ταιριάζει.
Έσκασε η άλλη το τσόλι με τη χρυσομυγί τουαλέτα, διπλα στον νέο γκόμενο τον βιομήχανο για να το παίξει κυρία!!
Υποτιμητικά το λαμέ, αλλά συνήθως χωρίς να ταιριάζει.
Έσκασε η άλλη το τσόλι με τη χρυσομυγί τουαλέτα, διπλα στον νέο γκόμενο τον βιομήχανο για να το παίξει κυρία!!
Got a better definition? Add it!
Επίθετο, που έχει καταλήξει συχνά να σημαίνει απλά πάρα πολύ, σε υπερθετικό/υπερβολικό βαθμό, για το ουσιαστικό που προσδιορίζει. (Εδώ, λοιπόν, δε μας ενδιαφέρει η πιο δόκιμη έννοια, που σημαίνει πολύ σύνθετο ή παράξενο ή ανεξέλεγκτο, και η οποία πάντως απαντά σε σλανγκικά συμφραζόμενα, π.χ. χαοτικός πάνκης ή σε μια πάγια έκφραση όπως είναι το "χαοτικό σκηνικό").
Ίσως έχετε ακούσει για ένα νόμο της διαλεχτικής που λέει ότι η ποσότητα από ένα σημείο και μετά λεβελιάζει και γίνεται πχιότητα, ή κι αν δεν έχετε ακούσει απ' αυτούνα, ίσως, έχετε ακούσει για τα χαοτικά φαινόμενα, αυτά που όταν κάτι γίνεται πολύ σύνθετο, αποκτά ένα βαθμό απροσδιοριστίας (όχι όμως, αν δεν κάνω λάθος, τυχαιότητας). Τέσπα, για να μην λέω κι εγώ ράντομ πράματα, αυτό που θέλω να επισημάνω είναι ότι στην περίπτωση του νοήματος του χαοτικός στη σλανγκ έχουμε την αντίστροφη διαδικασία, από την ποιότητα ρέπουμε πίσω στην ποσότητα (διαλεκτικό είναι κι αυτό, μάλλον):
απλό -> σύνθετο -> χαοτικό = απλά πάρα πολύ (και πάρα πολύ απλά, δηλαδή, σλανγκικώς στακάτα).
Για τους νεκρούς του μνημονίου κουβέντα. Είσαι χαοτικός μαλάκας. πηγή
Είσαι πολύ μεγάλος μαλάκας. Γιγάντιος και αξεπέραστος. Χαοτικός μαλάκας. Χωρίς όρια μαλάκας και ανυπέρβλητα μαλακισμένος. πηγή
Μολονότι η λέξη χαοτικός στα πλαίσια αυτής της σημασίας συνήθως προσδιορίζει το μαλάκας, θεωρώ ότι χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει και πολλές άλλες λέξεις στην καθομιλουμένη. Λ.χ καταγράφω κάποια που μου έρχονται ταιριαστά:
χαοτικός βλάκας, χαοτικός καραγκιόζης, χαοτικός γλείφτης, χαοτικός βρωμιάρης, χαοτικό μουνί, χαοτική καριόλα, χαοτική λούγκρα, χαοτικό λαμόγιο κ.λπ. κ.λπ.
Σε όλα αυτά τα παραδείγματα το χαοτικός σημαίνει ότι κάποιος παρουσιάζει πάρα πολύ αυτές τις ιδιότητες. Για να παπαρολογήσουμε, όμως, λίγο παραπάνω, όταν χρησιμοποιείται ο όρος για να προσδιορίσει κάτι ως πάρα πολύ, φέρνει μαζί τους λεπτές και διάφορες αποχρώσεις νοήματος και πραγματολογίας, όπως τις εξής:
α) "χαοτικός-ή-ό x" σημαίνει ότι αποδίδεται η ιδιότητα x σε τόσο μεγάλο βαθμό, επειδή κάποιος/α ή κάτι την έχει επιδείξει τόσο ποικιλότροπα και υπό τόσο διαφορετικές συνθήκες, ώστε να περιττεύει η περαιτέρω συζήτηση, δηλαδή, είναι τόσο πολυσύνθετα και πλέρια x, ώστε να καταντά τετριμμένο το να συνεχιστεί η συζήτηση για το ιδίωμα και το βαθμό του x στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ο προσδιορισμός, λοιπόν, χαοτικός, επιτελεί την χρήσιμη και χαρακτηριστική σλανγκική λειτουργία να λήγει τη συζήτηση. Ας μη λησμονούμε ότι στη σλάνγκ η μείωση και η γείωση είναι κεντρικά φαινόμενα, και το χαοτικός, λήγοντας το ζήτημα, έχει σχέση και με τις δύο.
β) χαοτικός μπορεί να σημαίνει και δεινός, δηλάδή πάρα πολύ καλός και ικανός, κατά έναν μάλλον οξύμωρο τρόπο, αντίστροφα ευφημιστικό, πώς να το πω/πώς λέγεται αυτό;
γ) η χρήση του χαοτικός-ή-ό ως προσδιορισμού, πριν από κάποιο δόκιμο/λόγιο ουσιαστικό, εκσλανγκεύει το τελευταίο και καθημερνοποιεί το επίπεδο λόγου (είναι και ένας είδος σλανγιωτατισμού).
Για να δείξω τα (β) και (γ):
Έχει κάνει μια χαοτική διατριβή στον Όμηρο, δε σε παίρνει.
Γάμα το, έχω χαοτικό λογιστή, δεν ανησυχώ.
Βασικά για να τα καταφέρεις χρειάζεται χαοτική στοχοπροσήλωση.
κ.λπ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το υποκοριστικό του χαλαρά. Πιο περιπαικτικά γίνεται χαλαρουίτα.
Κατά το τζαμπουί, μπαγκουί, τουί.
Σημείωση:
Στο 5ο παράδειγμα, που είναι απόσπασμα από βλόγιον άκτορος τινός, φαίνεται οτι υπάρχει κάποια τάση να χρησιμοποιείται η κατάληξη -ουί για παραγωγή εύχρηστων επιθέτων, επιρρημάτων κλπ. Δεν βρέθηκαν προς το παρόν άλλα παραδείγματα.
Got a better definition? Add it!
Τεμπέλης λέγεται ο άξονας των φορτηγών, ο οποίος κατ' επιλογή μπορεί να σηκωθεί όταν δε μεταφέρεται φορτίο, ή να κατέβει όταν μεταφέρεται φορτίο.
Όταν φορτωθεί το φορτηγό, θα κατεβάσει τον τεμπέλη.
Got a better definition? Add it!
Αυτοσχέδιο αντικείμενο συνήθως σφηνοειδούς μορφής, κατασκευασμένο από ποικίλα υλικά, που χρησιμοποιείται για την άρση της αστάθειας τραπεζιών ταβέρνας.
Μήτσο, πιάσε μια χωριάτικη, μια πατάτες, μία καλαμαράκια, μία πράσινη και ένα σταθεράκι στο πέντε.
Got a better definition? Add it!
Το λεπόν, υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες σκαφτού:
Έγχορδο οργανάκι του οποίο το βυζί «σκάβεται» από ένα κομμάτι ξύλου (συνήθως μπαγλαμαδάκι ή τζουράς).
Αατα.
1. 39΄: Με ωραίο σκαφτό σουτ από το ύψος του πέναλτι ο Ζιώγας «έγραψε» το 2-0.
2. Υπάρχει επίσης και το σκαφτό χτύπημα ή σκαφτή: χτυπάς την άσπρη (στο αμερικάνικο βιλιάρδο συνήθως) με τέτοιο τρόπο ώστε να σηκωθεί στον αέρα, υπερπηδώντας τυχόν εμπόδια (μπίλιες του αντιπάλου) και να χτυπήσει το χρώμα που θες. Εννοείται πως σκαφτό παίζει μόνο σε συνοικιακά σεφαιριστήρια και πιο πολύ για το τζερτζελέ. Δε στέκει σαν επίσημος κανόνας. Το σκίσιμο τσόχας δύσκολα αποφεύγεται.
3.
- Αφου υπαρχει σκαφτος μπαγλαμας και σκαφτος τζουρας, γιατι δεν υπαρχει και σκαφτο μπουζουκι; (η μηπως υπαρχει και δεν το ξερω;)
- Αν θυμάμαι καλά, το παλαιό μπουζούκι με την επιγραφή «ΑΚΡΟΝΑΥΠΛΙΑ» που ανήκει στη συλλογή Ηλία Πετρόπουλου στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη είναι σκαφτό. Το όργανο είναι πάρα πολύ βαρύ. Νομίζω πως αυτός μπορεί να είναι ένας αποτρεπτικός παράγοντας για σκαφτό μπουζούκι.
Got a better definition? Add it!
Ένα πιστοποιημένο προϊόν ή υπηρεσία. Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δώσει έμφαση στις ικανότητες και τα χαρακτηριστικά ενός προσώπου π.χ την εχεμύθεια, την σεξουαλική απόδοση κ.α. Προέρχεται από το γαλλικό certifié. Ανήκει στην μεγάλη ομάδα γαλλικών τεχνικών όρων που πλέον χρησιμοποιούνται στα ελληνικά για να υποδηλώσουν κατάρτιση μάστορα με μάστερ στη πιάτσα.
Παράδειγμα 1
-Τι κινεζιά σίδερο μου ΄φερες ρε Μιχάλη; Να λαμπαδιάσουμε εδώ μέσα!
-Σιγά μη πλερώ τα σερτιφιέ σα του μουνί της Παναγίας να πούμε! Είναι ΟΕΜ, ίδια ποιότητα με τα Bosch λέμε.
Παράδειγμα 2
-Άννα, ο Νίκος! Τι γκομενάκι είν΄ αυτό θεέ μου!
-Είναι... και είναι κρίμα απ το θεό...
-Γιατί ρε;
-Καλά βλαμμένη είσαι;
-Τι;
-Το παιδί είναι σερτιφιέ αδερφή ρε, δεν είδες τον χαρλεά που τον πάρκαρε απ' έξω;
Got a better definition? Add it!
Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)
Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.
Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.
Got a better definition? Add it!
Published
Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πατσαβουρέξ:
Εκ της πατσαβούρας, στον υπερθετικό βαθμό χάρη στο υποτιμητικό γαμοσλανγκοτέτοιο -εξ.
1.
- γαμωω τηννν πουταναα σουυυ παλιο μαλακισμενηη την νικολετα μην την ξαναενοχλήσεις γτ θα σου γαμησω οτι εχεις και δεν εχεις παλιο πουτανι αντεεε πατσαβουρεξ μπαζοοο εισαιιι εσυ ξεκωλιάρα ψαντεεεε τωραα γτ θα ξεσπάσω σε σενα ολη μου την ψυχολογία!!! .!.
2.
- Αγόρασα λάδι 10-40 ημισυνθετικο μάρκας ΜPΜ, 5λιτρο, και ένα φίλτρο λαδιου Πατσαβουρέξ με σύνολο 21€ με ΦΠΑ. το λάδι κάνει 4€ το λίτρο.
- Τι μαρκα λεει το κουτι; Purflux μηπως;
Got a better definition? Add it!
Το ορφανό χωρίζεται σε δυο κατηγορίες:
Το ορφανό σουβλάκι που δεν περιέχει κρέας ή υποκατάστατα κρέατος, όπως είναι το κοτόπουλο (σε σουβλάκι/καλαμάκι ή γύρο). Το ορφανό σουβλάκι περιλαμβάνει τα υπόλοιπα αναγκαία σαλατικά (ντομάτα, κρεμμύδι και για τους πιο απαιτητικούς μαρούλι, ψιλοκομμένο καρότο και άνηθο) καθώς και το απαραίτητο τζατζίκι (και αλλού κέτσαπ/μουστάρδα, κάποιους τύπους αδιευκρίνιστης από πλευράς υλικών σως και κάτι μυστήριες κόκκινες σάλτσες) αλλά και τις πλέον απαραίτητες τηγανιτές πατάτες. Υπάρχει και η άποψη πως το ορφανό σουβλάκι απλά δεν περιλαμβάνει κάποια ή όλα από τα επιμέρους συστατικά (π.χ. κρεμμύδι ή τζατζίκι), αλλά περιλαμβάνει το κρέας ή τα άλλα υποκατάστατα του. Η μεγάλη απόκλιση μεταξύ των εννοιών δηλώνει απλά την αντίστοιχη ερμηνεία του ορφανού βάσει των γαστρονομικών προτιμήσεων του εκάστοτε καταναλωτή. Επίσης, η νέα τάση προτείνει την αντικατάσταση του κρέατος με θαλασσινά (π.χ. καλαμαράκια ή χταποδάκι) και λαχανικά σε μπιφτεκοειδή μορφή. Οι ειδικοί δεν έχουν ακόμη αποφανθεί αν αυτά τα σουβλάκια εντάσσονται στην κατηγορία των ορφανών.
Ως ορφανά αποκαλούνται τα φαγητά που δεν περιλαμβάνουν κρέας σε οποιαδήποτε μορφή του (π.χ. κιμάς). Τρανό παράδειγμα τα ορφανά γεμιστά.
Εναλλακτικές εκφράσεις του ορφανού: Οικολογικό (ναι, κάτι μας είπε τώρα...), του αγρότη, νηστίσιμο (ανάλογα με την εποχή και την εορταστική περίοδο).
- Eγώ παραδέχομαι οτι στη Θεσσαλονίκη ξέρουν απο μπουγάτσες, τυρόπιτες, σάντουιτς και τέτοια. άντε και τα τρίγωνα, ό,τι σουβλάκι έχω φάει απο κεί δεν έχει καμία σχέση με εδώ. άσε που είχα ζητήσει μια φορά ένα ορφανό και με κοροιδεύανε...πατατόπιτες τά λένε εκεί, έλεος! (Πάρε εδώ)
- Λυπάμαι τα φοιτητόπαιδα που τη βγάζουν με κανά σουβλάκι. Τους εκμεταλλεύονται κυρίως αυτούς στο έπακρον. Ζορίζονται ακόμα και σε ρεφενέ. Αυτόν τον οικονομικό πολιτισμό προσφέρουμε. Το Ρέθυμνο διαγκωνίζεται με τη Ρόδο στην ακρίβεια. Μια Κίνα μας σώζει. Μόνη λύση να παραγγέλνουμε σουβλάκι...ορφανό!!! (Εκεί)
- Έτσι ακριβώς τα φτιάχνω και εγώ 'ορφανά' (χωρις κιμά δλδ) δοκιμάστε και σε μία γωνίτσα του ταψιού να βάλατε και μία χουφτούλα μπάμιες γίνονται εξαιρετικές!!! (Εδώ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified