Further tags

Το γαμώ κατά τους γαύρους (Ολυμπιακούς).

- 4 βάλαμε στο βάζελο χθες.....
- Ναι ρε μεγάλε... τους γαυρίσαμε!

Βλ. και έχει γαβριάξει, γαύρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ζεσταίνομαι πάρα πολύ, λιώνω.

  2. Σερβίρω ποτό.

  3. (για τις γυναίκες)
    Είμαι πολύ καβλωμένη, στάζω ποτάμια (οξύμωρο)

  1. Καλά, σήμερα με τόση ζέστη βρήκες να κάνεις δουλειές στον κήπο; 'Αει παράτατα και πήγαινε πλύσου, στάζεις ολόκληρος. Σε λίγο έρχονται οι γείτονες για καφέ και συ θα είσαι σε τέτοιο χάλι;

  2. - Έλα ρε συ Παναγιώτη, στάξε μου ένα τελευταίο και μετά πάω σπίτι...

  3. ... και που λες, έσκασε μύτη στο πάρτυ με περίεργο ύφος ... και κει που πήγαινα να φύγω μου πιάνει το χέρι και το βάζει κάτω από την φούστα της και, μαλάκα, όχι μόνο δεν φορούσε τίποτα αλλά έσταζε ... τα είδα όλα, σου λέω ...
    - και;...
    - ε τι και, δεν μπορούσε να γίνει τίποτα, δεν προλάβαινα, την πήγα και την άφησα σπίτι της.
    - ΤΙΛΕΡΕΜΑΛΑΚΑ! τί μαλάκας καληνυχτάκιας είσαι συ ρε πούστη μου! Με δουλεύεις! ΟΧΙ ρε πούστη! Όχι, τον μαλάκα! Ρε τον-μαλάκα-τον-μαλάκα! (κλπκλπκλπ)

(από Khan, 22/12/13)(από Khan, 03/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα «γαμπρίζω» περιέγραφε κάποτε, στα χρόνια τα παλιά, την απέλπιδα προσπάθεια κάποιου (συνήθως γένους θηλυκού, αλλά όχι απαραίτητα) να βρει σύντροφο, με στόχο την αποκατάσταση, δηλ. το γάμο.

Εν συνεχεία, το ρήμα μετεξελίχθηκε ελαφρώς και έλαβε τη σημασία του ερωτοτροπείν γενικότερα. Κατά κόρον το ρήμα χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα ερωτικά σκιρτήματα νεαρών και κορασίδων.

1.Διάλογος χρηστών σε forum:

- Που εισαι εσυ χαμενος καλε; Γαμπριζεις;Ατακτο παιδι!!
- Ε όχι και γαμπρίζω βρε Στέλλα!!! Είχα κατέβει Αθήνα για μία εβδομάδα, να δω το αγαπάκι μου! :) Τώρα γύρισα και είμαι ανανεωμένος!!! :) Σε φιλώ!

  1. Η μήνη του χρήστη, διαδικτυακα:

ΑΡΧΙΤΕΛΕΙΩΜΕΝΕ ΚΑΡΑΓΙΟΖΗ ΠΟΥ ΛΕΣ ΓΙΑ ΠΑΡΤΗ ΜΟΥ ΣΕ ΞΕΦΤΙΛΙΖΩ ΟΠΟΤΕ ΘΕΣ ΚΑΙ ΣΕ ΟΤΙ ΘΕΣ.ΟΣΑ ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙ Η ΑΛΕΠΟΥ ΤΑ ΚΑΝΕΙ ΚΡΑΜΑΣΤΑΡΙΑ.ΚΡΥΨΟΥ ΤΩΡΑ ΑΡΧΙΞΕΦΤΙΛΑ ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΤΡΥΠΑ ΚΑΙ ΑΣΕ ΕΓΩ ΠΟΥ ΕΧΩ ΝΑ ΧΑΛΑΩ ΛΕΦΤΑ ΝΑ ΛΕΖΑΡΩ ΚΑΘΕ ΜΑ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΣΤΗ ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΟΠΟΥ ΑΛΛΟΥ ΜΟΥ ΚΑΒΛΩΝΕΙ ΒΛΑΚΑ ΑΛΒΑΝΕ!!!ΓΑΜΠΡΙΖΩ ΓΙΑΤΙ ΕΧΩ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ ΝΑ ΓΑΜΠΡΙΖΩ ΟΠΟΤΕ ΓΟΥΣΤΑΡΩ ΠΑΝΙΒΛΑΚΑ ΟΛΟΤΕΛΑ ΠΑΝΗΛΙΘΙΕ ΑΥΝΑΝΟΠΑΙΧΤΗ.ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ ΤΩΡΑ ΣΤΗ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΗ ΑΝΟΥΣΙΑ ΖΩΟΥΛΑ ΣΟΥ!ΟΣΟ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΣ ΔΕΝ ΘΑ ΜΕ ΦΤΑΣΕΙΣ ΠΟΤΕ...ΠΑΡΤΟ ΑΠΟΦΑΣΗ.

  1. Περιγραφή του γαμπρίζειν:

Στα 15 μου άρχισα να γαμπρίζω... Αν δεν έφαγα ξύλο. Κανείς δεν της ήταν καλός, όλοι ήταν κοπρόσκυλα και αλήτες (δεν θα πω τι έλεγε για της μάνες των παιδιών). Μα όλο και με πασάλειβε με κάτι στο σώμα!
Μα όλο και μου έραβε ρούχα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μου διαρρηγνύεται η κωλοτρυπίς και είμαι πλέον τρύπιος.

  2. Παίρνω ναρκωτικά με ένεση.

  3. Ανορθογραφιστί, τριπιέμαι σημαίνει βρίσκομαι σε τριπάκι.

Ιδιαίτερα ευπαθείς ομάδες για AIDS είναι αυτοί που τρυπιούνται και με τις δύο έννοιες. Όχι ότι οι άλλοι πρέπει να βρίσκονται σε ρατσιστικό εφησυχασμό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σερβίρω φραπέ σε άλλον, ή στην παθητική φωνή, «φραπεδιάζομαι», μου σερβίρουν φραπέ. Υπάρχει και το αυτοπαθές «αυτοφραπεδιάζομαι», που είναι κυριολεκτικά σκέτη μαλακία. Επειδή το φραπέ είναι σχετικώς ξεφτίλα, υπάρχει και το «άει φραπεδιάσου», που είναι χειρότερο από το «άει γαμήσου», όσο το φραπέ είναι χειρότερο απ' το γαμήσι. Και πολύ σεξιστικά- προσβλητικά για μια γυναίκα (ή γκέι): «Ούτε για φραπέ δεν κάνει!».

- Όλη μέρα αυτοφραπεδιάζεσαι ρε φίλε, θα σε ρίξει ψυχολογικά. Γιατί δεν πας να σου κάνει φραπέ και καμιά γκόμενα; Για σένα νοιάσου και φραπεδιάσου!

(από Vrastaman, 09/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα αμτβ. ενεργ., κυρίως απαντώμενο σε στιγμιαίους χρόνους και δη παρελθοντικούς. Αναφέρεται σε κοπέλα και σημαίνει αποκτώ, μάλλον αιφνιδιαστικώς, σέξυ γυναικεία χαρακτηριστικά, εξελίσσεται η εμφάνισή μου, από αδιάφορη ή έστω απλά γαμήσιμη, σε παστάκι ή και μουνάρα.

- Είδες την Μαίρη τώρα τελευταία;
- Όχι, γιατί;
- Πώς μούνεψε έτσι ρε παιδάκι μου. Καμία σχέση με το Λύκειο που την ξέραμε. Κουκλάρα σου λέω!
- Θα χώρισε με τον μαλάκα και πρόσεξε λίγο τον εαυτό της η κοπέλα...

I agree with Snape. (από Galadriel, 07/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα στην προστακτική. Σημαίνει «όρμα», αλλά για σεξουαλικό σκοπό.

Το ρήμα πάει ως εξής:

Εγώ μουρντώ
Εσύ μουρντάς
Αυτός μουρντά
Εμείς μουρντάμε
Εσείς μουρντάτε
Αυτοί μουρντάνε

-Το είδες αυτό; Η Μαιρούλα μου έκλεισε το μάτι!
-Ε και τι περιμένεις; Μούρντα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξι τῆς Καστρινῆς διαλέκτου τῆς τοπολαλιᾶς τῶν Ἰωαννίνων, ποὺ σημαίνει γαμάω. Ταυτόσημος, μὲ διαφορετικὴ ὅμως διάθεσι, ἡ περίφρασις «ντινέρω πιτχά».

Τὸ ἔτυμον ἀναζητεῖται.

Ἡ Καστρινὴ διάλεκτος ὡμιλεῖτο ἐντὸς τοῦ περιβόλου τοῦ Κάστρου Ἰωαννίνων· ἀντιστοιχεῖ σὲ ἕνα εἶδος τοπικῆς κουτσαβακικῆς.

Αὐθεντικὴ ἀτάκα· γυρνᾶμε ξημερώματα στὸ σπίτι Γιαννιώτη συμφοιτητοῦ γιὰ ὕπνο. Ἄθελά μας, ξυπνάμε τὸν Μίμη, τὸν ἀδελφό του. Ἐκεῖνος, μὲ τὸ ἕνα μάτι ἀνοικτὸ καὶ μὲ μισὸ στόμα μᾶς λέει:

- Χαραφλώσαταν ὠρέ, ἢ χαραφλωθήκαταν;

Τουτέστιν:
- Γαμήσατε ρέ, ἢ σᾶς γαμήσανε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά, γαμάω. Ειδικότερα, γαμάω μέχρις εξαντλήσεως κάποια σχετικά άβγαλτη ψωλίτσα ή, συνηθέστερα, ένα τεκνό που αφελώς νόμιζε ότι θα σπρώξει και μετά έμεινε να μονολογάει «αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθανε». (Παραδείγματα 1 & 2)

Νομίζω ότι η φόρτιση της λέξης έχει μια αντίφαση. Από τη μια, το πούπουλο παραπέμπει σε κάτι ανάλαφρο, έως και παιχνιδιάρικο. Από την άλλη, το πρόθεμα ξε- εδώ είναι, θα έλεγα, και στερητικό και επιτατικό - βγάζω τα πούπουλα ένα-ένα μέχρι και το τελευταίο - και, βέβαια, η ίδια η αναφορά στο πουλί (κοτόπουλο;) παραπέμπει σε κάτι αδύναμο, σε άθυρμα και στην κατά κράτος επιβολή.

Όμως, και γιατί ντε και καλά αντίφαση; Έχω ακουστά ότι στην συνεύρεση η άσκηση εξουσίας δεν αποκλείει απαραίτητα το παιχνίδι.

Άλλες μεταφορικές σημασίες της λέξης έχουν ενταχθεί στην καθομιλουμένη και στερούνται αργκοτικού ενδιαφέροντος. Π.χ. ξεπουπουλιάζω σημαίνει και εξαντλώ κάποιον οικονομικά, του τα τρώω μέχρι μίας. (Παρ. 3 & 4) Είναι επίσης και ενα μπανάλ και εύκολο κλισέ των αθλητικογράφων όταν αναφέρονται σε ευρεία ήττα μιας ομάδας που έχει κάτι φτερωτό στο όνομα ή στα σύμβολά της - λ.χ. οι δικέφαλοι αετοί ΑΕΚ και ΠΑΟΚ, οι Πετεινοί της Τότεναμ, το Περιστέρι στο μπάσκετ κ.ο.κ. (Παρ. 5)

  1. Το Λιτσάκι; Το ξεπουπούλιασα, προχτές. Το κωλαράκι τσούζει ακόμα...

  2. Και λοιπόν, είμαστε με τη Νικόλ στο Αύτανδρο ψες και μπαίνουνε δυο τεκνά... έτσι, βλαχαδερά ήτανε αλλά μπάνικα, με δυο γκιόσες, αρραβωνιάρες ήτανε, δεν ξέρω τι ήτανε, να κόψουνε κίνηση θέλανε και καλά, και αρχίζει η Νικόλ το παιχνίδι και να μη στα πολυλογώ, σε μισή ώρα φύγανε, σε μια ώρα νατα πάλι τα τεκνά χωρίς τα βρωμόμουνα και να κεράσουμε ποτό μας λένε, να κεράστε παιδιά... ε, να μη στα πολυλογώ, κατάλαβες, αυτή η περιέργεια τα έφαγε, πήγαμε πάνω στο σπίτι και τα ξεπουπουλιάσαμε, σου λέω, τα ξεπουπουλιάσαμε, σταμάτα μωρή λυσσάρα, της λέω της Νικόλ, άστα τα παιδιά, πρώτη φορά είναι, αλλά αυτή κρατημό δεν είχε, κρατημό...

  3. Aσπρομάλλης γέροντας, με την πλάτη γυρισμένη στον φακό, εξομολογείται ότι παντρεύτηκε μια Oυκρανέζα, που αφού τον ξεπουπούλιασε, «βρήκε έναν γκόμενο» και τον άφησε στους πέντε δρόμους. (από εδώ)

  4. Με τον ΟΤΕ τα έχω από τότε που άλλαξε τον τρόπο τιμολόγησης (κάπου το 1998/1999) και μας ξεπουπούλιασε... Δεν ξεχνάω πόσα μας πήρε τότε με το νταβατζιλίκι του και περιμένω να τον γειώσω με την πρώτη ευκαιρία (ήδη τον έχω γειώσει μερικώς με εναλλακτικό φορέα και φραγή σε μερικά σταθερά). (από εδώ)

5α. Πάλι το ξεπουπουλιάσαμε το δικέφαλο κοτόπουλο. (από εδώ, Ολυμπιακός-ΠΑΟΚ 2-0)

5β. Με στόφα πρωταθλήτριας η Μάντσεστερ... ξεπουπούλιασε τους «πετεινούς». (από εδώ, Μαν.Γ-Τότεναμ 5-2)

5γ. Ο Ολυμπιακός ξεπουπούλιασε τους «Αετούς» της Λισαβόνας. (από εδώ, Ολυμπιακός-Μπενφίκα 5-1)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μια λεσβία κάνει έρωτα με άνδρα και η γνώμη της για τ' άλλο φύλο αλλάζει.

- Φίλε, γάμησα μια μεθυσμένη λεσβία χθες. Την ξέσκισα κανονικά.
- Αλήθεια;
- Ναι, ρε. Την ξελεσβίωσα λέμε.

(από Khan, 24/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified