Further tags

Ουδεμία σχέση με πυροβολισμούς, εκπυρσοκροτήσεις και όπλα. Το ζευγάρι αυτό των λέξεων, χρησιμοποιείται δίκην επιρρήματος, και σημαίνει τάχιστα, αμέσως, στο πι και φι. Αγνοείται -από τον υπογράφοντα τουλάχιστον- η προέλευση (ή μάλλον η έμπνευση) της φράσης, αν και η απλή λογική λέει πως, εφόσον υπάρχει κ η παραπλήσια έκφραση ''στο μπαμ'', πιθανώς υπαγορεύεται μια δεδομένη ταχύτητα, τέτοια που διαρκεί όσο ένα μπαμ (έκρηξης, πυροβολισμού, ό,τι θέλει ο καθένας).

συν. Στο φτερό, ατάκα (κι επί τόπου), (στο) τσακ-μπαμ, στο πιτς-φιτίλι.

  1. Έλα ρε Βαγγέλη να το φτιάξουμε εδώ μπαμ-μπαμ, να τελειώνει!

  2. Μπήκε μέσα φουριόζος, τους πέταξε μπαμ-μπαμ δυο γκολάκια και τέλειωσε το πανηγύρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστεϊσμός φιλάθλων που σημαίνει καθ' όλα.

Παραπέμπει στον καθόρλα συμπαθή πορδοσφαιριστή της Villareal Santi Cazorla.

- Καθόρλα ενήμερη ήταν η κυβέρνηση των ΗΠΑ για τις επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού στο βόρειο Ιράκ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η σλανγκ βερσιόν του επιρρήματος ξαφνικά.

Αποτελεί την μάγκικη απάντηση σε ενοχλητικούς που μας πρήζουν με την ίδια ερώτηση όλη τη μέρα. Η μετατροπή του επιρρήματος, έχει να κάνει με την παρήχηση του «α», η οποία όπως έχω ξαναματαειπεί, γεμίζει το στόμα, και κάνει πιο μάγκικες τις λέξεις.

Ιδιοκτήτης μπαρ ανακαινίζει μετά από 35 χρόνια το κωλόμπαρό του. Βρίσκεται εκεί το πρωί για να διευθύνει την εργατική δύναμη:

- (Πρώτος περαστικός) Άντε ρε Γιωργάκη, πότε θα το ανοίξεις πάλι το μαγαζί. Η γυναίκα μου δεν με αντέχει στο σπίτι.
- Σε καμιά βδομάδα…
- (Δεύτερος περαστικός) Αργείτε ακόμα;
- Προσπαθούμε να προλάβουμε την Ανάσταση...
- (Τρίτος περαστικός) Πότε θα ανοίξετε ξανά;
- Άξαφνα...και δεν θα στο πούμε κιόλας (από μέσα του έχει κατεβάσει όλους τους αποστόλους).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιρρηματική φράση που χρησιμοποιείται στο τέλος επεξηγηματικής σύγκρισης, σαν το δηλαδή ή το περίπου ένα πράμα.

Η έκφραση σημασιολογικά έχει βέβαια σαφή προέλευση –το άλφα είναι ένα πράμα σαν το βήτα–, έχει όμως ενδιαφέρον ότι, καθώς έχει παγιωθεί ως επίρρημα, έχει αλλάξει και συντακτική συμπεριφορά: το άλφα είναι (σαν) το βήτα ένα πράμα.

Ταυτόσημες εκφράσεις της καθομιλουμένης, που συντάσσονται μάλιστα με τον ίδιο τρόπο, είναι οι ακόλουθες: σαν να λέμε, για να καταλάβεις, φαντάσου, σε φάση, στιλ.

  1. Ηλιθιότης 24 ώρες το 24ωρο! Ολ αράουντ δε κλοκ, ένα πράμα... (από την ελληνική λίστα ανεκδότων)

  2. — Στο Κέντρο Υγείας που εργάζομαι έχουμε 2 οδηγούς. Πρωινή-απογευματινή βάρδια και ρεπό τα σκ. Το θέμα είναι το εξής. Επειδή δεν έχουμε βραδινή βάρδια, ούτε άλλους οδηγούς, τα παιδιά είναι on call όποτε τους χρειάζονται. Αυτό σημαίνει ότι μετά το πέρας της βάρδιας τους δεν μπορούν να βγουν και να ξενυχτήσουν, γιατί αν τύχει κάτι θα πρέπει να τρέξουν. Αυτό χειμώνα καλοκαίρι. Παρόλα αυτά και χωρίς να πληρώνονται εξτρά ώρες. Το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Αν τους τύχει ένα περιστατικό μες το βράδυ –και ενώ δεν έχουν βάρδια και δεν εφημερεύουν– και δεν προλάβουν να πάνε στην ώρα τους, ποιος έχει την ευθύνη; Που μπορούν να κοινοποιήσουν το πρόβλημά τους; Γιατί παρότι το έχουν κοινοποιήσει στην Υπηρεσία, αυτή δεν λέει να απαντήσει...
    — Δλδ τι; Στο φιλότιμο και μόνο των οδηγών ένα πράμα;;; [...]
    — Ναι μόνο στο φιλότιμο.
    (από το διορισμός τζι αρ)

  3. Αν ήταν η «Πίπη [η φακιδομύτη]» θα τη θυμόμουνα. Το κοριτσάκι το λέγανε Μαριάννα ή Ελένη, ή κάτι τέτοιο. Ελληνική σειρά 100%, σαν το «Καπλάνι της βιτρίνας» ένα πράμα, αλλά τελείως obscure και δεν πρέπει να ξαναπαίχτηκε. (από φόρουμ)

  4. Χθες με τον μπρο σταματήσαμε σε όλα τα περίπτερα από το σπίτι μέχρι και τον προορισμό μας, αναζητώντας κουκουρούκου. Το μοτίβο το ίδιο: ερώτηση: «Έχετε κουρούκου;» απάντηση: «Όχι καλοκαίρι. Χειμώνα μόνο.» Δηλαδή υπάρχουν εποχιακές σοκολάτες; Σαν τα φρούτα ένα πράμα; (από ιστολόι)

μια κυρία που δείχνει ένα πράμα (από xalikoutis, 20/08/09)(από BuBis, 20/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καπάκι, στην ορολογία των χασισοποτών, λέγεται το τσιγάρο που πίνεται αμέσως μετά από άλλο ένα τσιγάρο. Νομίζω ότι αυτή είναι η προέλευση της ευρύτερα χρησιμοποιούμενης έκφρασης στο καπάκι.

Η σειρά των γλωσσικών εξελίξεων πρέπει να υπήρξε η εξής:

α) Το δεύτερο, κολλητά συνεχόμενο τσιγάρο ονομάζεται έτσι γιατί «ολοκληρώνει», «κλείνει» την ενέργεια του πρώτου. Αν με το πρώτο απλώς την έχεις ακούσει αρκετά, με το δεύτερο εξασφαλίζεις ένα καλό επίπεδο μαστούρας και μια σχετικά μεγάλη χρονική διάρκεια αυτού.

β) Μέχρις εδώ, το ουσιαστικό καπάκι είναι συνώνυμο του «δεύτερο τσιγάρο» ή οποιασδήποτε ανάλογης έκφρασης. Αν πεις π.χ. «στρίβω ένα καπάκι», το καπάκι είναι το αντικείμενο του στρίβω. Με την πολλή χρήση όμως, η γλωσσική μνήμη άρχισε να ξεθωριάζει. Έτσι, προτάσεις σαν την παραπάνω άρχισαν να ερμηνεύονται ως το καπάκι να ήταν επιρρηματικός προσδιορισμός, δηλ. σαν να έλεγε «στρίβω ένα (ένα τι; οι χασικλήδες έχουν πολύ συχνά την τάση να απαλείφουν τη λέξη τσιγάρο ή τα συνώνυμά της, και να λένε απλώς στρίβω ένα, ήπιαμε τρία-τέσσερα, το σβήνω κλπ.), στρίβω λοιπόν ένα, αμέσως μετά (από το προηγούμενο)».

γ) Έτσι η λέξη καπάκι αυτονομήθηκε και έγινε επίρρημα που σημαίνει αμέσως μετά, προκειμένου πάντα για μπάφους.

δ) Ακόλουθο στάδιο: αυτονομήθηκε περαιτέρω, ξεφεύγοντας από τα χασικλήδικα συμφραζόμενα. Πλέον σημαίνει γενικώς αμέσως μετά.

ε) Τελικό στάδιο: αντί καπάκι αρχίζει να λέγεται στο καπάκι. Έτσι η επιρρηματική σημασία γίνεται πιο σαφής.

Σημειωτέον ότι με την εξωχασικλήδικη έννοια, η φράση θεωρείται τόσο διαδεδομένη και τόσο ανώδυνη ώστε την έχει και ο Μπάμπης.

Τα παραδείγματα που ακολουθούν αντιστοιχούν στις πέντε φάσεις της εξέλιξης.

Αυτή η ερμηνεία είναι μία προσωπική υπόθεση. Δεν είμαι σε θέση να την αποδείξω με αδιάσειστα τεκμήρια. Παρακαλώ πείτε τη γνώμη σας.

α) -Καλά ρε παιδιά, μόνος μου θα το πιω; Αυτό δεν έχει ξαναγίνει!
-Έχουμε πιει πέντε σε μία ώρα ρε φίλε! Ήρθε πιο πριν ο Γιάννης ορεξάτος και μας τρέλανε στα καπάκια , γι' αυτό δεν... καλά, φέρε.

β-γ) Ήπιαμε ένα με το Γιάννη πιο πριν, που ήρθε ορεξάτος, και καπάκι άλλο ένα, και καπάκι στο καπάκι άλλο ένα, και φτάσαμε στα πέντε, γι' αυτό δεν... καλά, φέρε.

δ) Δηλαδή χτες πήγες στην όπερα και καπάκι στα μπουζούκια; Τι άτομο είσαι!...

ε) Δηλαδή χτες πήγες στην όπερα και στο καπάκι στα μπουζούκια; Τι άτομο είσαι!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά.

  1. Έγινα κυριολεκτικά παπί από τον ιδρώτα.

  2. Το σπίτι ήταν κυριολεκτικά μουνί.

  3. Το άτομο κυριολεκτικά δεν υπάρχει.

βλ. και δίκαιο, πλάκα κάνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εις τους χαλεπούς καιρούς εις τους οποίους ζούμε, θα ήτο καλό να ενθυμούμεθα την γαλλικήν ίνα εκφραστούμε σλανγκικώς με στυλ και απόψεως! Τουτέστιν, μάλλον βάρβαρες εκφράσεις όπως: εις τα καπάκια, καπάκι, πώμα, φελλός κτλ παρακαλούνται όπως αντικατασταθούν με την λέξιν: καπακουάζ!

Εμπεριέχει την ευχρηστίαν της βάρβαρης λέξης «καπάκι» μετά γαλλικής φινέτσας! Très magnifique, non;

- Καυλαγόρας: «Σπεύδε Σταρχίδαμε! Το λεωφορείο αναχωρεί δι’ Ελευσίναν! Δεν θα προλάβουμε τη τελετή ενάρξεως των Ελευσίνιων Μυστηρίων!»

- Σταρχίδαμος: «Έρχομαι εν τω λόγω! Καπάκι!»

- Καυλαγόρας: «Και αργοπορημένος και βάρβαρος! Καπακουάζ λέγεται ούτη λέξη!»

- Σταρχίδαμος: «Μολών περδέ (μτφ: έλα να μας τα κλάσεις)!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και κωλοφεράτζα . Επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου: Χρησιμοποιείται με το ρήμα παίρνω + αντικείμενο + κωλοφεράτζα.

Εκ του κώλος + φεράτζα (αγνώστου ετύμου).

Έχει σεξουαλικές παρά φύσιν προεκτάσεις και εις την παθητικήν φωνήν απεικονίζει κάποιον που τρέχει ενώ τον γαμούν καθ' οδόν (!)

Σημαίνει νικώ κατά κράτος και μτφ. γαμώ.

Συνώνυμα: παίρνω σβάρνα, πάω κάποιον γαμιώντας, πάω κάποιον πίπα κώλο (εμπλοκή) κ.τ.λ.

Έπαιξε χτές ο γαύρος με το βάζελο και τον πήρε κωλοφεράτζα. 3-0 παρθένα! Δε σταυρώσανε σέντρα, τα τσουρέκια. Τζίγγερ πούλο!

Βλ. και παραμάζωμα (παίρνω κάτι/κάποιον)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν της ήδη καταχωρημένης σημασίας, η λέξη χρησιμοποιείται για την πληρωμή ή είσπραξη της απολύτου μετρητοίς, την καταβολή ενός σημαντικού χρηματικού ποσού σε ρευστό που, ως ενέργεια, προκαλεί μια κάποια εντύπωση.

- Το ερώτημα είναι: πώς λέμε σε τέτοια επιχείρηση ότι του ανεβάζουμε το σπρέντ;
- Δεν το ανεβάζουμε φίλε. Απλά. Στην άλλη τράπεζα που πήγαμε να του το ανεβάσουμε, έφερε την άλλη μέρα μπραφ τέσσερα εκατομμύρια και ξόφλησε τα πάντα. Το ζήτημα μ' αυτούς είναι να μην τους κατεβάσεις τα βρακιά σου από την αρχή. Μετά δεν έχει πισωγύρισμα.

Δες και ντούκου, ντάγκα ντάγκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αυτή, όπως και τα πρωΐ-πρωΐ, μεσημεριάτικα, απογευματιάτικα, βραδιάτικα και νυχτιάτικα, που στη Λευκάδα τουλάστιχον απαντούν και λήγουσες σε -ο αντί για το του επιρρήματος, είναι πέρα για πέρα δόκιμες, επιδέχονται, όμως μιας ιδιότυπα αδόκιμης χρήσης σε προτάσεις που δηλώνουν ενόχληση, πχ «άντε και γαμήσου ρε, πρωϊνιάτικα».

Παρ' ότι η συντακτική λειτουργία είναι αυτή του χρονικού προσδιορισμού, η νοηματική λειτουργία είναι εντελώς διαφορετική. Δεν στέλνεις κάποιον να γαμηθεί το πρωΐ, δηλώνεις ότι τον στέλνεις να γαμηθεί επειδή σου σπάει τ' αρχίδια πρωϊνιάτικα, αλλά στην τελική ούτε και αυτό, αφού και απόγευμα να ήταν, απλά θα άλλαζε η λέξη.

Η λειτουργία της λέξης στην πρόταση, τελικά, είναι απλά να δείξει τον εκνευρισμό και συμπληρώνει το μπινελίκι ή την όποια έκφραση αγανάκτησης.

Ευχαριστώ την μπαζόλα που μου σπάει τα αρχίδια στο γραφείο, που με έκανε να θέλω να τη βρίσω πρωΐ-πρωΐ και να αναρωτιέμαι πώς αποδίδεις το «ξεσκότα μου το μπούτσο πρωϊνιάτικο» στα γαλλικά.

βλέπε μήδι.

(από jesus, 11/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified