Επειδή τα μάτια του ροφού είναι χαρακτηριστικά μεγάλα, συνηθίζεται κατά δημώδη έκφραση ως ροφοί να χαρακτηρίζονται ομοίως άτομα με σακουλιασμένα, μεγάλα μάτια και γουρλωτά. Άτομα με αίσθηση μοσχαρίσιας απλανησιάς βλέμματος.

Παράδειγμα: Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, «το μετέωρο βλέμμα του ροφού».

Clopy paste Wikipedia, Mes, Hank, GATZMAN.

- Πώς να δεις το φως, όταν κυβερνά ροφός... (για την περίοδο 90-93, ο λόγος)

(από Dirty Talking, 10/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να βάζουμε τα γυαλιά ηλίου, όχι στα μάτια, αλλά στο πάνω μέρος του κεφαλιού μας, πάνω από μαλλιά (ή φαλάκρα), έτσι ώστε να κοιτάζουν στον ήλιο, σαν να είναι ηλιακός θερμοσίφωνας σε ταράτσα σπιτιού.

Αγαπημένη έκφραση Ανίτας Πάνια.

-Εσύ αρχηγόπουλο τι τον θες τον ηλιακό θερμοσίφωνα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αυτί στα καλιαρντά.

Εξ ου και οκιάζω.

Η ετυμολογία είναι παράξενη, μιας και occhio (όκιο) στα Ιταλικά είναι το μάτι!!!

Επίσης λέγεται και λούπαρα.

Καλέ! Τι λουπάρανε τα ιμάντες όκια!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν είναι σλανγκ, δεν είναι ιδίωμα, είναι ελληνικότατο επίρρημα, που σημαίνει ευθύ βλέμμα, χωρίς να ανοιγοκλείσουν τα βλέφαρα, δηλαδή ατενώς. Έλα όμως που χρησιμοποιείται πολλάκις από τον Ανδρέα Εμπειρίκο στον Μεγάλο Ανατολικό και έτσι, ως φόρο τιμής σε αυτόν τον φοβερό λεξιπλάστη, πρέπει να γίνει αναφορά και σε αυτό το λήμμα.

  1. Τον κοίταξε ασκαρδαμυκτί και χωρίς δισταγμό του βρόντηξε το όχι μέσα στην μάπα.
  2. ...... ο καυλωµένος φύλαξ, κοιτάζων ασκαρδαµυκτί την Φλώσσυ εις τά µάτια, µε ευγένειαν και καλωσύνην, ...(η συνέχεια στις σελίδες του Μεγάλου Ανατολικού - μέρες που είναι μην κολλαστούμε κιόλας)

Κλασική χρήση του "ασκαρδαμυκτί" από Χάρρυ Κλυνν στα πρώτα δευτερόλεπτα (από Hank, 11/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γυαλιά απομίμηση των Ray Ban, αλλά από περίπτερο (στα περίπτερα της Ομόνοιας βρίσκεις τα πάντα).

-Ο πούστης ο Βαγγέλας πάλι καινούρια γυαλιά πήρε;
-Μην ψαρώνεις ρε μαλάκα, περιπτερέημπαν είναι. 5 ευρώ τα πήρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως προηγείται ρήμα κίνησης, π.χ. πηγαίνω στα τυφλά, βαδίζω στα τυφλά, ακολουθώ κάποιον στα τυφλά, κτλ.

Κυριολεκτικά σημαίνει ότι κινούμαι σε σκοτεινό χώρο και δεν βλέπω πού πάω, ενώ μεταφορικά ότι κάνω κάτι χωρίς να είμαι σίγουρος ότι το κάνω σωστά ή όπως πρέπει, χωρίς να έχω στοιχεία ή αποδείξεις, στην τύχη, μόνο και μόνο επειδή ακολουθώ το ένστικτό μου ή επειδή δεν έχω άλλη λύση.

  1. Η λάμπα είχε καεί και στο πυκνό σκοτάδι δεν έβλεπα τίποτα. Πήγαινα στα τυφλά, τοίχο τοίχο, μέχρι να βρω την πόρτα για να βγω έξω.

  2. Δεν έχω ξαναπάει στην Τρίπολη και δεν ξέρω τους δρόμους. Αφού δεν έχουμε και χάρτη, πάμε στα τυφλά κι όπου μας βγάλει...

  3. Υποψιάζομαι ότι αυτό το τηλεφώνημα είναι δουλειά του παρανοϊκού εμπρηστή. Αλλά πως να το αποδείξω; Βαδίζω τελείως στα τυφλά! Παναγιά μου, εσύ που είσαι μάνα κι αγαπάς όλες τις μάνες του κόσμου, ρίξε μου ένα σημάδι για να καταλάβω ότι είμαι στο σωστό το δρόμο! (μονόλογος της Ελένης Ράντου στο σήριαλ «Σαββατογεννημένες», δείτε το βίντεο παρακάτω)

Ελένη Ράντου - Σαββατογεννημένες (από elias-jelay, 30/12/09)Τρωκτικό στα τυφλά (από Vrastaman, 30/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(κρητική διάλεκτος)
Κλείνω το μάτι σε κάποιον.

Κουτσοκαμνίζω: κλείνω το μάτι σε κάποια γρήγορα για να μην με καταλάβουν.

Αυτός της κουτσοκάμνισε κι εκείνη γέλασέ του
και λέει από μέσα της «πρέπει πως άρεσέ του».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το σκότωμα (από το σκότος), δηλαδή κενό στη περιοχή του οπτικού πεδίου, όπου η ορατότητα είναι μηδενική, άσχετα από συνθήκες φωτισμού η φυσικών εμποδίων.

Οφείλεται σε ιδιαιτερότητα της οπτικής ικανότητας (ή ανικανότητας) του ματιού, και η ύπαρξη του δεν γίνεται αντιληπτή από το άτομο.

Επίσης στην οδήγηση, τυφλό σημείο λέγεται η περιοχή που δεν είναι ορατή στον οδηγό είτε με ευθείας όραση είτε από ανάκλαση μέσω των καθρεπτών του αυτοκινήτου.

  1. Κατάθεση στη τροχαία:
    - Δεν τον είδα καθόλου, που ερχόταν πίσω μου με το μηχανάκι. Ήταν μέσα στο τυφλό σημείο.

  2. Δεν τον είδε. Ήταν μέσα στο σκότωμα.

(από iwn, 03/11/10)Κεντρικό σκότωμα (central scotoma) (από allivegp, 03/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο μπαζοκρύφτης, δηλαδή τα τεράστια τρέντι γυαλιά τύπου πούλμαν, που θυμίζουν παρμπρίζ λεωφορείου, έχουν δε ως κύριο σκοπό να κρύψουν την μπαζοσύνη του μπάζου που τα φορά και να κόψουν κάτι από την επιθετικότητα της ωστικής δύναμης του μπαζούκας.

Συνηθίζονται πολύ στο Facebook, από κοπελιές που δεν το έχουν με την εμφάνιση, πλην είναι φιλότιμες και δεν θέλουν να παραιτηθούν από το παίγνjιο της σαγήνjης.

Αρχαιοκαυλιστί: ἀλεξίμπαζον, φωγαλλιστί: para-baze, ενώ ο μπαζοκρύφτης είναι το cache-baze. (Πλάκα κάνω γερμανέ μεταφραστή).

Πάσα: allivegp.

- Ωραίο γκομενάκι αυτή η φίλη σου η Εύα92, κάτσε να την κάνω κι εγώ μια προσθήκη.
- Όπα, κοτζάμ μπαζοκόφτη δεν τον είδες, γιατρέ μου; Γιατί νομίζεις ότι τον φοράει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει ότι κάτι είναι προφανές, πασίδηλο, εμφατικό. Κάτι που δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε, κάτι που ακόμη και οι τυφλοί το βλέπουν.

Επίσης, σημαίνει ότι κάποιος πετάει σπίθες, κάνει εκπληκτικά πράγματα, κυριολεκτικά αγγέλους και παπάδες.

- Καλά, πάλι κατάπιε το στραγάλι ο αρχιδόπουστας; Το μπέναλ έβγαζε μάτια!

- Μιραλάς με Πάντελιτς στην επίθεση του Θρύλου, βγάζουν μάτια στα τελευταία ματς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified