Further tags

Το αφρώδες μείγμα λιπαντικού και κοπράνων, που αποτελεί κάποιες φορές παράπλευρη απώλεια κατά το πρωκτικό σεξ, το γνωστό πρωκτοζούμι.

Από το επώνυμο του αμερικανού πρώην γερουσιαστή Ρικ Σαντόρουμ.

Η λεξιπλασία έχει ηθικό εμπνευστή τον Νταν Σάβατζ, ο οποίος θέλησε με αυτόν τον τρόπο να αντιδράσει σε δηλώσεις του γερουσιαστή, κατά τις οποίες η ομοφυλοφιλία οφείλει να αντιμετωπίζεται ακριβώς όπως, μεταξύ άλλων, η σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου και η κτηνοβασία, πράξεις που αντίκεινται στο θεσμό του γάμου και της οικογένειας και έτσι πλήττουν την κοινωνία.

Σε σύγκριση συνεπώς με το πρωκτοζούμι, το σαντορούμι αρμόζει σε ομοφυλοφιλικότερα συμφραζόμενα.

Πηγές: ο σχετικός ιστοχώρος του Σάβατζ, η σελίδα όπου πρότεινε την λεξιπλασία, σχετικά άρθρα της αγγλόφωνης Βικιπαίδειας για την λεξιπλασία και για τις δηλώσεις.

  1. Περάσαμε και γαμώ χθές με το τεκνό, αλλα γεμίσαμε τα σεντόνια σαντορούμι ρε να πάρει.

  2. Κάθε φορά που είναι να σοδομίσω τον γκέη ανύπαντρο σκύλο μου, του βάζω πρώτα κλύσμα, για να μήν μου κλάνει μετά σαντορούμι.

λήμμα [σχολής βράστα] (από xalikoutis, 26/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόδμητος όρος, περιγράφει το καινοφανές genre ταινιών, όπως το Brokeback Mountain, όπου ο καουμπόης αποδεικνύεται καουγκέης. Είναι, δηλαδή, το καουμπόικο με γκέι πρωταγωνιστές.

Ευρύτερα, δηλώνει κάθε ταινία, όπου: 1) Ένας γκέης επέχει τη θέση ενός ιδιαίτερα φορτισμένου συναισθηματικά ανδρικού συμβόλου ενός έθνους, κουλτούρας, πολιτισμού κτλ. Λ.χ. όταν έχουμε γκέι τσολιά, άλλως πουστανελά, γκέι που φυλάει Θερμοπύλες, γκέι Σκωτσέζο με γκάιντα, γκέι ταυρομάχο, γκέι σαμουράι κ.ο.κ.

2) Ένας υπερβολικά μάτσο άντρας που επέχει θέση με συμβολισμό για την εξουσία- φαλλοκρατία του, αποδεικνύεται ότι είναι γκέι, που είχε κάνει υπεραναναπλήρωση (overcompensation), για να μην διαφανούν οι ευαισθησίες του. Λ.χ. ταινίες με πράκτορες της γκεϊστάπο, με αδίστακτους μπάτσους, ή με φασίστες και νεοναζί που «την υψώνουνε την σβάστικα»...

3) Οποιαδήποτε ταινία είτε είναι όντως γκέι μανιφέστο, είτε θεωρείται ως παρόμοια πρόκληση από ομοφοβικούς ή Ελληνάρες, που ακόμη δεν λένε να καταλάβουν ότι οι αρχαίοι ημών πρόγονοι «την φοράγανε την περικεφαλαία»...

Αρετή των καουγκέϊκων: Συνδυάζουν το ρομάντσο με τις σκηνές δράσης κι έτσι απευθύνονται σε πολλά διαφορετικά γούστα!...

(Σημείωση: Στα καουγκέϊκα οφείλεται μια πληθώρα εκφράσεων γι' αυτούς που την τρίζουνε την όπισθεν: «τα βόσκουνε τα γελάδια», «το ορειβατούν το Brokeback», «την καπνίζουνε την πίπα (της ειρήνης)», «τον πυροβολούν τον Ινδιάνο», «το γυαλίζουν το σπηρούνι», «το πεταλώνουνε το άλογο», «το γεμίζουν το εξάσφαιρο» κ.ά. Και κατ' επέκταση: «τον ανακρίνουν τον αντιστασιακό», «τον χαιρετάνε τον Φύρερ», «τον προκαλούν τον ταύρο», «τις φυλάνε τις Θερμοπύλες», «τον λογχεύουνε τον Πέρση» και πολλές άλλες που έχουν αφήσει εποχή!)

- Τι ωραία που περάσαμε χτες! Μαζευτήκαμε όλη η παρέα, θα 'μασταν τέσσερα-πέντε ζευγαράκια, βάλαμε ένα καουγκέϊκο στο DVD. Ναι, πολύ ρομάντσο! Τα κορίτσια πλαντάξανε στο κλάμα! Ντάξει, κι εμείς δεν λέω, βολευτήκαμε με κάτι σκηνές δράσης που είχε με πιστολίδι, βέλη κι Ινδιάνους, ήπιαμε και τα μπυρόνια μας... Πότε θα το επαναλάβουμε;

- Την μια μας παρουσιάζουνε γκέι τον Λεωνίδα, την άλλη τον Μέγα Αλέξανδρο! Τι το περάσανε; Καουγκέϊκο τις Θερμοπύλες και τον Γρανικό; Σε λίγο θα μας πουν ότι ήταν γκέι κι ο Γανυμήδης!

«τον ανακρίνουν τον αντιστασιακό» (από Vrastaman, 22/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το πρώτο βήμα προς την διόρθωση του λάθους της φύσης να γεννήσει κάποιον με κάποια πράγματα περισσότερα εκεί ανάμεσα στα πόδια. Ελπίζω μόνο να μην υπάρχουν λήμματα και για τα πιο «βαρβάτα» βήματα. Είναι η λύση, στην οποία καταφεύγει η συμπαθής τάξη των πισωγλέντηδων, ώστε να μεγαλώσει την κόμη των μελών της και να μοιάζουν κατά τι περισσότερο στο θηλυκό γένος (θέλω να ξέρεις εσύ που κοκκίνιζες το λήμμα μέταλ, metal, ότι σε καμιά περίπτωση δεν σε συγκρίνω με τους παραπάνω).

Προέρχεται από το ποστίς ή επί το ευρωπαϊκότερο postiche, παραφρασμένο για να εξυπηρετήσει τους ταπεινούς σκοπούς όσων το χρησιμοποιούν και, θέλω να πιστεύω, όχι κοροϊδευτικά.

Το εξτένσιον των μαλλιών είναι κάτι πολύ φυσιολογικό και, από ότι είδαμε σε γνωστούς τηλεοπτικούς αστέρες, αν χρησιμοποιείται με σύνεση μπορεί να φέρει εκπληκτικά αποτελέσματα! Οπότε πρέπει να γνωρίζουμε την διαφορά του απλού εξτένσιον από το πουστίς γιατί είναι πιθανόν να προκληθούν παρανοήσεις.

Στους φανατικούς πολέμιους του πουστίς συγκαταλέγονται: Ο Άγγελος Πυριόχος, η (Ρεπορτάζ:) Έφη Μαλτέζου, ένας τύπος που είχε πάει σε κάποιο Big Brother αλλά δεν θυμάμαι και ο Νίκος Καρβέλας, που τα προτιμάει φυσικά (Όχι αλήθεια! Στην εκπομπή του Μάκη είδα το καρύδι, οπότε δεν υπάρχει αμφιβολία!).

- Ρε φίλε, ο Τάκης είναι αυτός με το τακούνι και την μαλούρα;
- Άσε, προχτές τον είδα κι εγώ... Μου φοράει ό, τι πιο κιτς κυκλοφορεί και μιλάει σαν τον πουρουπουπού. Αφού έκανε και πουστίς τα πράγματα δείχνουν προς Συγγρού μεριά...
- Καλά, πριν μια βδομάδα δεν σας είδα μαζί στην Ερμού;
- Τι λες ρε συ; Έχω εγώ λεφτά για ψώνια; Ούτε από κοντά δεν περνάω.
- Όχι, εννοώ...
- Κατάλαβα ρε, πού θα πάει αυτό με τα επιτόκια. Κι εγώ το ίδιο αναρωτιέμαι φίλε μου.

Mein Hair, αυτά τα extenstions δεν φιλοτέχνησε χειρ τις, αλλά πους τις! (από Vrastaman, 21/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που και τον παίρνει και μιλάει κι από πάνω.

Με τη λέξη, ο ομιλητής εκφράζει την αγανάκτησή του για το γεγονός πως ο συνομιλητής του δεν φτάνει που είναι ομοφυλόφιλος, έχει και θράσος.

- Άσε ρε θρασύπουστα...ζητάς και τα ρέστα τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν προσεγγίσουμε τον όρο κατά λέξη, είναι ο άρχων των ομοφυλοφίλων, ο επικεφαλής, ο αρχηγός. Κατά το Ίλαρχος, Ίππαρχος, Δήμαρχος, ο καθοδηγών τους πούστηδες. Το νόημα ωστόσο παραπέμπει στην άλλη έννοια που ενέχει η λέξη, δηλ. στον φορέα κακίας, πονηριάς, ψεύδους και βλαπτικότητας. Το δεύτερο συνθετικό τονίζει έντονα το μέγεθος της κακότητας του ατόμου, είναι κάτι παραπάνω από «πούστης», δεν «εξηγείται πούστικα» ούτε «κάνει πολλές πουστιές». Κάποιες φορές στον στρατό χρησιμοποιείται εναλλακτικά και ως ο οπλίτης που κάνει ό,τι πουστιά περνάει από το χέρι του για να «χώσει» μέσω του βύσματος που διαθέτει τους άλλους φαντάρους.

- Ρε συ, αυτό το κωλόπαιδο ο Μίμης, συντοπίτης σου δεν είναι;
- Μην τον αναφέρεις καθόλου αυτό το αρχίδι, πρόκειται για μεγάλο πούσταρχο, πραγματικά μισητή μορφή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... Επίρρημα... ο γνωστός αρχαιοελληνικός τρόπος γραφής και ανάγνωσης (βουστροφηδόν), με αλλαγή της κατεύθυνσης ανά στίχο, κατά την τροχιά του βοός στο χωράφι... έγινε στα νεοελληνικά η τροχιά που διανύει το πουστρόνι προκειμένου να πάει από το α στο β: τροχιά λοξή και κουνιστή, με πολλά τσαλίμια και κωλοαναστροφές .
Ε; Ζόρικος όποιος (λαός) το έβγαλε αυτό.

η τελευταία στροφή από ποιηματάρα με άγνωστες λέξεις -οδοντιάτρου (;)- από εδώ.

αναζητούμε τη μισκοτίνη
την άλλη πλευρά της ζωής
να θρονιαστούμε
μα όλα τα όνειρα τελειώνουν
σε πολυθρόνα οδοντιατρική
οδεύοντας πουστροφηδόν
στην έσχατη
τη μάχη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που παριστάνει τον γκέι για να γνωρίζει λεσβίες-ζευγάρια και μετά γαμάει την γκόμενα.

λεσβία - άντρας :
- Το αρχίδι... μας έκανε την αδερφή, αλλά όταν πήγα τουαλέτα μου ξεμονάχιασε το γκομενάκι και μου το γάμησε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρέα από ομοφυλόφιλους, κατά το κουστωδία.

- Πλάκωσε ο Ψινάκης με όλη την πουστωδία!

Πουστωδία πολιτικών "επιλύει" το Κυπριακό (από Vrastaman, 08/07/08)Σκύψε, ευλογημένε! (από Vrastaman, 23/10/08)

βλ. και χριστιανοσλάνγκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πραγματικό γεγονός, όταν μια παρέα φαντάρων αφού είχαν κάνει χοντρή μαλακία και τους έπιασε η αστυνομία, έβαλαν τον gay της παρέας να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά». Οπότε και η προσέγγιση του gay ήταν πολύ χαριτωμένη. Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την εκδηλωμένη ομοφυλοφυλία.

- Δε μας τα λες καλά...
- Ντιγκι-νταγκ κυρ αστυνόμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικός, περιπαικτικός χαρακτηρισμός ομοφυλόφιλου ανδρός. Σύνθετη λέξη εκ των χαϊδεύω και κώλος, αναφέρεται στην τάση για χάιδεμα των οπισθίων άλλου ανδρός ή των δικών τους από άλλον. Η χρήση για γυναίκες (ομοφυλόφιλες και μη) είναι λανθασμένη και θα πρέπει να αποφεύγεται.

Συνώνυμα: αδελφή, συκιά, πισωγλέντης, κουνιστή, γυναικωτός, κίναιδος, πούστης, gay και διάφορες παραφράσεις αυτών (αδέλφω, καπετάν-Πισωγλέντης, κουνίστρα κ.λπ.)

- Δεν το 'χα πάρει πρέφα ρε συ ότι ο Γιακουμής τον παίρνει.
- Έλα ρε μαλάκα, ξεκόλλα! Ο Γιακουμής χαϊδοκώλης;
- Ε άμα σε λέω. Την έπεσε στον Μηνά κανονικά. Γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified