Selected tags

Further tags

Είναι θλιβερό γεγονός ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων αγνοούσαμε την βουκολική αυτή λέξη μέχρις ότου ο ευφραδής Βύρων Πολύδωρας (επινοητής του Στρατηγού Ανέμου και της ασύμμετρης απειλής) αποφάσισε να μας την υπενθυμίσει και να της δώσει νέα διάσταση με μια εξαίσια αγόρευσή του στη Βουλή από την οποία το μόνο νόημα που βγαίνει είναι πως γράνα θα πει υδραγωγός. Όλα τα υπόλοιπα λεγόμενά του μάλλον σε χαζό τριπάκι φέρνουν και η αποκρυπτογράφησή τους χωρίς τη λήψη ναρκωτικών είναι μάταιη και ουτοπική.

Η λέξη γράνα λοιπόν είναι σλαβικής προέλευσης, ενσωματώθηκε στην ελληνική γλώσσα στα μεσαιωνικά χρόνια, χρησιμοποιείται ιδιωματικά και όντως θα πει υδραγωγός, αλλά και χαντάκι.

Η εν λόγω αγόρευση/διδασκαλία του Πολύδωρα έγινε αυτό που λέμε instant classic και αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος της καλτ κληρονομιάς μας μαζί με την επική τελευταία εκπομπή του καναλιού 67, το άσμα «Άντε σπάσε ρε μαλάκα» από την ταινία «Καμικάζι αγάπη μου», τον παράγοντα Εδεσσαϊκού και τα τόσα άλλα μνημεία του νεοελληνικού πολιτισμού.

Ας τα διαφυλάξουμε γιατί, εν τέλει, «γι' αυτά πολεμήσαμε»!

  1. (Η αγόρευση του Βύρωνος Πολύδωρα)

«Σας ζητώ να εκτιμήσετε... ειλικρινώς σας ζητώ να εκτιμήσετε... ειλικρινώς σας ζητώ να εκτιμήσετε... ότι πάσχουμε... ως κράτος... ως κοινωνία... ως διοικητική δομή... από τους εργάτες -εντός εισαγωγικών- του πεδίου!

Ποιος θα δει την κομμένη γράνα; Γράνα! Που σημαίνει υδ-ρα-γω-γός! Που καταστρέφει το νερό! Τοοο.. έδαφος! Και ύστερα γλείφει και κόβει την άσφαλτο! Και θα έρθουμε εμείς ύστερα... οι Συβαρίτες πολιτικοί της μαλθακότητας και της τρυφηλότητας και των σχεδιασμάτων... έχασαν... έχασαν από τον Κρότωνα... Θα έρθουν οι Συβαρίτες πολιτικοί να πουν: εδώ, τα δισεκατομμύρια... στην Τσακώνα πρέπει να καταβληθούν τάχιστα! Γιατί ο δρόμος Τριπόλεως-Καλαμάτας κάνει εξ' αιτίας της διακοπής απ' το νερό... Αλλά και στη Μαλακάσα το ίδιο έγινε!»

  1. (Από εδώ)
    «Είχε προηγηθεί , από τα μέσα του 7ου αιώνα η ανοργάνωτη εγκατάσταση Σλαβικών Νομάδων που διείσδυσαν ανεμπόδιστα και σχημάτισαν σκόρπιους καθαρά αγροτικούς οικισμούς, χωρίς καμία συνοχή μεταξύ τους. Με το πέρασμα των χρόνων και προ της εμφάνισης των Φράγκων είχαν σχεδόν όλοι απορροφηθεί από το κυρίαρχο Ελληνικό περιβάλλον. Στην οριστική αφομοίωση συνετέλεσε δραστικά και η επιτυχημένη προσπάθεια εκχριστιανισμού από το Βυζάντιο.
    Κατάλοιπα αυτής της εγκατάστασης είναι τα διάφορα τοπωνύμια που μέχρι πρότινος χρησιμοποιούνταν (Βυδισοβα στο Δήμο μας και Γαράντζα - Παυλίτσα - Γαρδίτσα στον περίγυρο). Επίσης λέξεις με καθαρά αγροτικό νόημα (όπως γράνα, σβάρνα, λόγγος, καρβέλι, κ.λ.π).»

Η αγόρευση που άφησε εποχή. (από Cunning Linguist, 25/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η ελεύθερη, λυτή αίγα, αλλά και γενικά η γίδα. Ίσως λέγονται έτσι κι άλλα ζώα που, αν και έχουν ιδιοκτήτες, διάγουν βίον αλανιάρικο (παράδειγμα 5).
Όπως φαίνεται και στην μαντινάδα του 1ου παραδείγματος, η φουριάρα αίγα με τη βιασύνη του φευγιού της δημιουργεί ωραιότατες ποιητικές εικόνες και μεταφορές.

Από τη φούρια (< ιταλ. furia) και την κατάληξη -άρα.
Στον πληθυντικό εκτός από φουριάρες παίζει και το φουριαρές (παράδειγμα 4).

Συνώνυμο (και σόρι για τη ...γείωση): Fast & Furious.
Σημείωση: Στο τρίτο παράδειγμα αναφέρεται το "πάμενε" για το οποίο ο Χαλικού είπε 2-3 λογάκια εδώ.

  1. Φουριάρες αίγες οι χαρές
    φεύγουν σαν με θωρούνε,
    κι οι πόνοι, σκύλοι μπιστικοί
    στο πλάι μ'ακλουθούνε ♫

  2. Έτσι μπέρδεψε και δεν ξεμπέρδεψε κοντά τέσσερις δεκαετίες στο Κέντρος, στα πρόβατα και στις κατσίκες που είναι ελεύθερες, σχεδόν φουριάρες και δεν πιάνονται παρά μόνο σκοτωμένες, σαν τους γενναίους που θυσιάστηκαν από το όπλο του εχθρού… (εδώ)

  3. -προλαβαινουμενε να παμενε στις φουριαρες...
    -καλια'χω να παεις τσι καβρούς
    -αμε χαρωτο κι αγαπω-τω να ντυθεις να παμε-νε που να σε χαρει η μαμαααα σου!!! (εδώ)

  4. -Εσείς π φοράτε πόλο μπλουζάκια με σηκωμένο γιακά κ περπατάτε με ανοιχτά τα πόδια λες κ έχετε συγκαεί, στο μαντρί έχετε γίδια ή μόνο πρόβατα?
    -εγώ έχω φουριαρές κυρίως (εδώ)

  5. -εγω αν εχω ερθει? αρραβωνιασμενος ειμαι με κρητικια εδω και χρονια. Καταγωγη ειναι απο χωρα σφακιων. Δεν το λεω εγω οτι ειστε κλεφτοκοταδες εσεις υπερηφανευεστε για αυτο, και το κανετε αθελα σας κιολας λεγοντας, σημερα εφερα τις "φουριαρες" του ΧΧΧΧΧΧΧΧ. Εγω ειχα τελειως αλλα πραματα στο μυαλο μου για τη κρητη και τελειως αλλα ειδα. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευγενής προσφορά συμπολιτών να βοηθήσουν τον ανήμπορο ή την χήρα σε δουλειές, κυρίως στο χωράφι αλλά και "για να κτιστεί σπίτι ή να ανοίξουν κάποιο δρόμο". Γίνεται πάντα χωρίς αμοιβή (βλ. παρ. 1). Κάποτε γινόταν με πρωτοβουλία του ιερέα μετά τη λειτουργία της Κυριακής.

Από το ρήμα εξ-ελαύνω, λέει εδώ (δηλ. Λεξικό του ΔΗΜ.Β.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ) και αλλού.

Μια δεύτερη όμως ετυμολογία, είναι από το ρήμα έλκω + έξω, δηλ. τραβάω έξω, βγάζω. Στο κείμενο όπου βρήκα αυτή την δεύτερη ετυμολογία, βρήκα ΚΑΙ την παραπάνω σημασία της λέξης, αλλά ΚΑΙ μια άλλη, που προφ σχετίζεται με την δεύτερη ετυμό: το καθάρισμα του καλαμποκιού από τα φύλλα του (βλ. παρ. 2).

Δηλαδή, όπως λέει αυτό το κείμενο, "αυτολεξεί είναι το ξεφλύτσισμα του αραποσιτιού. [στην] ουσία, σημαίνει συνεργασία, αλληλοβοήθεια, σύμπνοια, κατανόηση, αγάπη, προσφορά, ανιδιοτέλεια, ανυστεροβουλία."

Η πρακτική αυτή συνηθίζεται ακόμα (βλ. πάλι εδώ).

Απ' όσο κρίνω, είναι κυρίως πελοποννησιακής έμπνευσης: οι αναφορές (παρελθοντικές ή σημερινές) είναι από Κοπανάκι και Αυλώνα Μεσσηνίας, Σέρβο και Βέρβενα Αρκαδίας, Χάβαρι Ηλείας κά.

  1. Εκείνος που ήθελε να κάνει ξέλαση, πληροφορούσε για την εργασία που ήθελε στα μαγαζιά ή τους τόπους συγκέντρωσης τους κατοίκους ότι την τάδε Κυριακή ή αργία θα έχει ξέλαση, και παρακαλούσε όλους άνδρες και γυναίκες, να έλθουν και να βοηθήσουν με όποιο τρόπο μπορούσαν. (από εδώ)
  2. Ξέλαση λέγανε το ξεφλύτσισμα. Ήταν η δουλειά που σκοπό είχε να βγάλουν από το «τρουμπούκι» του καλαμποκιού τα «πούσια», δηλαδή τα φύλλα που κάλυπταν τον καρπό του. Και αυτή η δουλεία είχε την τεχνική της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικό μεταλλικό σκεύος σαν μεγάλο γιογιό που κρατούσαν με το χέρι πίσω και κάτω από το κώλο του βοδιού του κατά το αλώνισμα του σταριού στα κυκλαδονήσια ώστε να μην χέσει το βόδι μέσα στο στάρι. Το άκουσα στη Μύκονο. Ειρωνικά έτσι λένε και το γιογιό.

Έχει και άλλες χρήσεις:

Πιτσιρικάς δίνει χειραψία σε πιτσιρικά, και του λέει ο άλλος:

-Πρώτη φορά πιάνω σκατά στα χέρια μου!

- Ε, φαίνεται θα 'σαι καινούριος βουϊδοχέστης.

Got a better definition? Add it!

Published

Μινώταυρους λένε στην Κρήτη οι όχι-και-τόσο-παλαιοί τα περίφημα τρίκυκλα με την καρότσα, των οποίων raison d'etre και συγκριτικό πλεονέκτημα ήταν ότι ο κινητήρας μπορούσε να γίνει και σκαφτικό μηχάνημα αν τους έβγαζες τα λάστιχα κι έβαζες αλέτρια, και τα οποία ήταν σε ευρεία χρήση σε περασμένες δεκαετίες, αλλά ακόμα και σήμερα μπορεί κανείς να πετύχει κανένα ή ίσως ακόμα και ν' αγοράσει (;), καθότι ταντάν ταντάααν! η Κρητική βαρζά βιομηχανία και η ομώνυμη εταιρεία εξακολουθεί να τα παράγει (ή την εξέλιξη αυτών). Πήραν το συλλογικό παρανόμι τους πράγματι από την εταιρεία MINOTAVROS, αν και υπήρχαν κι άλλες (βλ. τα λίνκια στα παραδείγματα).

the real thing

Αλλά σωποδήποτε, δεν θά παιξε ρόλο στο να ταιριάξει το όνομα και η δαιμονικά θορυβώδης παρουσία τους, η μυρωδιά καμμένου καυσίμου και λαδιού που διαχεόταν από τα ρουθούνια τους, η κερασφόρα τους όψη στο τιμόνι και η τρομακτική και τερατώδης εν γένει παρουσία τους (ειδικά αν είσαι κοπελάκι); Δυστυχώς, δεν είμαι μερακλής με τα τροχοφόρα οποιουδήποτε είδους ούτε Ηρακλειώτης για να γράψω πιο πολλά. Απολαυστικές φωτό και ιστορία εδώ.

από Αλίκαμπο Αποκορώνου Χανίων

  1. Σοβαρά τραυματίστηκε σήμερα το απόγευμα ένας 57χρονος στο Στρέφι, όταν το τρίκυκλο αγροτικό ("Μινώταυρος") που οδηγούσε, συγκρούστηκε με επιβατηγό αυτοκίνητο.΄ πηγή

  2. Ένα απαραίτητο εργαλείο για όλες της αγροτικές εργασίες αφού εκτός από μεταφορικό μέσον, στα πρώτα χρόνια της ύπαρξης τους , μετατρέπονταν και σε σκαπτικό για τα χωράφια. Στα τρίκυκλα που κυκλοφορούσαν τότε στο πίσω μέρος της καρότσας τους αναγράφονταν υπερήφανα η μάρκα του εργοστασίου κατασκευής τους (MINOTAYROS – CANDIA – MINOS - RECOR …) [...] Με τα χρόνια τα τρίκυκλα είχαν την δική τους μικρή εξελικτική διαδρομή, τους πρόσθεσαν μηχανή αυτοκινήτου, μίζα , λεβιέ ταχυτήτων , πεντάλ, απέκτησαν τιμόνι , κουβούκλιο, παρμπρίζ, πόρτες, φανάρια, φλας (πάντα σε αχρηστία ) Μπορούσες να βρείς διάφορα τέτοια μοντέλα σε οικονομική έκδοση η σε full extra ! Αλλά απο τα σπουδαιότερα πρόσθετα τους υπήρξαν τα κομματικά λάβαρα και οι σημαίες, που ανέμιζαν με παρρησία και μέγιστη Κρητική περηφάνια πάνω στις σαραβαλιασμένες καρότσες τους τριγυρίζοντας ανάμεσα στους ταλαίπωρους δρόμους της μεγαλονήσου. Πηγή, όπου και πολλές άλλες πληροφορίες και λινκια προς τις εταιρείες της Κρητικής βιομηχανίας οχημάτων.

  3. ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1970 ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ [...] ΜΙΑ ΕΞΥΠΝΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΛΥΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΓΡΟΤΕΣ. ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ. ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ ΕΙΧΕ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ 2-3 ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΥΣ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 70 ΣΥΝΗΘΩΣ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ.ΟΙ ΟΔΗΓΟΙ ΤΩΝ ΤΡΙΚΥΚΛΩΝ ΑΥΤΩΝ ΗΤΑΝ ΦΟΒΕΡΑ ΕΠΙΚΥΝΔΙΝΟΙ ΟΔΗΓΙΚΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΛΕΙΨΑΝ ΤΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ. [...] ΕΝΘΥΜΟΥΜΕ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ΗΧΟ ΤΗΣ ΕΞΑΤΜΙΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΧΡΟΝΟΥ ΚΙΝΗΤΗΡΑ ΖΑΚΣ ΤΟΥ ΣΚΑΦΤΙΚΟΥ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΠΝΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΑΔΕΑ ΤΟΥ ΚΑΥΣΙΜΟΥ ΟΠΩΣ ΔΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ 50ΧΡΟΝΟΥΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΠΕΡΙΠΟΥ ΟΔΗΓΟΥΣ ΤΩΝ ΤΡΙΚΥΚΛΩΝ ΠΟΥ ΜΕ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΚΑΜΑΡΙ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ΣΤΥΛ ΟΔΗΓΟΥΣΑΝ ΤΑ ΙΔΙΟΡΥΘΜΑ ΚΑΙ ΘΟΡΥΒΩΔΗ ΕΚΕΙΝΑ ΤΡΙΚΥΚΛΑ. πηγή

  4. - (φίλη κρητικιά οδηγός αφηγείται:)...Και καθώς πήγαινα στο χωματόδρομο, πίσσα σκοτάδι, βλέπω να έρχεται κατά πάνω μου ένα παράξενο πράγμα, με ένα φως ψηλά στη μέση που έτρεμε πάρα πολύ... Χέστηκα απάνω μου μέχρι να καταλάβω, ήταν ένας γέρος πάνω σ' ένα μινώταυρο με ένα φακό στο στόμα!

    - (οι αναμαζωξιάρηδες του ακροατηρίου:) Ένα τιιι;;;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιά αγροτοσλάνγκ. Δανεικαριά καλείται η μέθοδος αγροτικής συνεργασίας μεταξύ δύο αγροτών ή δύο ομάδων αγροτών, κατά την οποία συμφωνείται να δουλευτούν τα κτήματα και των δύο αγροτών από κοινού και τους δύο. Η συμφωνία έχει ξεκάθαρο σκοπό την αποφυγή εργατικού κόστους.

1) Σημερα θα μαζέψουμε τις ελιές σου και αύριο τις δικές μου. Θα το πάμε δανεικαριά. Είσαι μέσα;
2) Ευτυχώς με τη δανεικαριά μας βγαίνει φτηνότερα μάναμ'

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αναφέρεται στον ανθρώπα-ταγάρι, κάτοικο του βλαχοδουκάτου, που συνδέεται με βαθειούς οσφρητικούς δεσμούς με την ξινίλα. Είναι δηλαδή ο βλαχοξινιόλας. Γράφεται με υ, αλλά και με ι και φυσικά προέρχεται από το δροσιστικό -πάλαι ποτέ βουκολικό- ποτό, ξινόγαλα.

-Συγνώμη κυριε ποιος ειστε και τι θετε?? :-P
γαλατας...!
ξινόγαλος είσαι, αλλά ας μη το κάνουμε θέμα..
-ΑΣΤΑΔΙΑΛΑ μαρη που θα με πεις και Ξυνογαλο!!
-ΕΙΣΑΙ ΜΩΡΗ ΞΙΝΟΜΑΡΙΑ
-σκατα να φας!!
-ΓΟΥΣΤΑΡΩ
-το ξερω ... σκατιαρα!!
-Μου'φτιαξες τη μέρα

Πηγή εδώ

Όμως έτσι λέγονται και οι Θεσσαλοί, όπως με τρυφερότητα φαίνεται στο 4ο παράδειγμα.

  1. Είναι & κάτι άτομα που όλα τους πειράζουν ... ξυνόγαλοι ... (εδώ)

  2. Πολύ δυνατός Έλληνας ο @EUROTSOPANIS τραχανοπλαγιάς Ξυνόγαλος, ούτε ξέρει τι του γίνεται, είναι στο μοτίβο "είπα-ξείπα χέζω την παρόλα μου". (εδώ)

  3. Καλά έκανε κι ευχαρίστησε και τον Καμμένο. Ο μόνος που τον στήριξε. Όχι σαν τις κακιασμένες τσούχτρες, τους ξινόγαλους τους άλλους.

  4. -Κι όπως λέμε εμείς οι θεσσαλοί, υπάρχουν οι χαζοί, οι μισοχαζοι αλλά οι χειρότεροι είναι οι χαζομισοχαζοι. Beat that Einstein
    -πατρίδα ρε κ ας είμαστε κ ξινόγαλοι!! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με την ευκαιρία της Πρωτομαγιάς, ιδού μερικά αποφθέγματα σχετιζόμενα με το μήνα Μάιο. Τυχόν συνεισφορές, σχόλια, ή διορθώσεις, ευπρόσδεκτα.

"Τον καιρό πού 'πρεπε δεν έβρεχε, το Μάη εδροσολόγα". Λέγεται για κάτι που γίνεται καθηστερημένα και πολλές φορές κανει κακό, αντί να καλυτερέψει τα πράγματα, όπως οι βροχές του Μάη κάνουν κακό σε καλλιεργειες, όπως τα σιτηρά.

Τι να μου κάνει το σπίτι της γιαγιάς τώρα που το κληρονόμησα ; Δεν πουλιέται, δεν νοικιάζεται και πρέπει να πληρώσω και το φόρο κληρονομιάς. Τον καιρό πού 'πρεπε δεν έβρεχε, το Μάη εδροσολόγα!

"Στον καταραμένο τόπο το Μάη μήνα βρέχει". Παραπλήσιο με το προηγούμενο, υποδηλώνει κακοτυχίες που πέφτουν μαζεμένες.

Δε φτάνει πού'χαμε τα χάλια μας οικονομικά, ήρθε κι η αρρώστια του Τάκη και τα συμπλήρωσε. Στον καταραμένο τόπο το Μάη μήνα βρέχει!

Του ναυτη η γυναίκα Μάη μήνα χήρεψε. Ναυτική έκφραση, που υποδηλώνει την αστάθεια του καιρού το Μάη, με τα ξαφνικά μπουρίνια που "πετάει".

Το νου σου! Μην ξεθαρεύεις, πού φτιαξ' ο καιρός και μην ξανοίγεσαι με το καρυδότσουφλο. Του ναυτη η γυναίκα Μάη μήνα χήρεψε!

Αφού σας "έφτιαξε" η διάθεση ας περάσουμε σε πιό ευχάριστα:

Νά'μουν το Μάη γάδαρος, τον Αύγουστο κριάρι, όλο το χρόνο πετεινός και γάτης το Γενάρη. Ο ακόρεστος πόθος των σερνικών "παλαιάς κοπής", που ποτέ δεν "το" χόρταιναν και ήταν πάντα "επί σκοπόν" και όχι με το "όπλο παρά πόδα", όπως είμαστε σήμερα.


Κλείνω με μερικά στιχάκια από το "Μάη", που αποτελεί ένα είδος "εθνικού ύμνου" για τους Θερμιώτες, όπως αποκαλούμαστε, όλοι όσοι έτυχε να γεννηθούμε σ' αυτόν τον αιγαιοπελαγίτικο βράχο (από τα "Θερμιά", μεσαιωνική ονομασία του νησιου, λόγω των θερμών, ιαματικών πηγών του).

Στα στιχάκια αυτά περιγράφεται η σκληρή αγροτική ζωή κατά το θερισμό (μέχρι τη δεκαετία του '60, έσπερναν κριθάρι σε ολόκληρο σχεδόν το νησί, στις αναβαθμίδες ή "σκάλες" στη ντοπιολαλιά, φτιαγμένες με ξερολιθιά για να συγκρατούν το λιγοστό και άγονο χώμα),αλλά και η εποχιακή μετανάστευση των νέων για να δουλέψουν στα "καμίνια", τα κεραμοποιεία της Αθήνας, που τότε λειτουργούσαν τους καλοκαιρινούς μήνες. Το ερωτικό στοιχείο όμως είναι διάχυτο.

Ο ΜΑΗΣ

Ήρχεν ο Μάης μάτια μου, ήρχε το καλοκαίρι
ήρχε ο καιρός πουλάκι μου για να γινούμε ταίρι.
Μάη μου με τα λουλούδια και με τα γλυκά τραγούδια.
Άλλο δεν εβαρέθηκα μόν' το βαρύ δρεπάνι
μέσα στη σκάλα τη φαρδιά με το κοντό κριθάρι.
Κρίθινο ψωμί και λίγο κι όλη μέρα μεσ' στον ήλιο.
Ανοίξαν τα σπαρθόπουλα*, φεύγουν τα θερμιωτόπουλα.

* σπαρθόπουλα: τα σπάρτα με τα χαρακτηριστικά κίτρινα λουλούδια που ανθίζουν το Μάη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέσα στους ελαιώνες της Μυτιλήνης έχει αναπτυχθεί μία συγκεκριμένη αργκό. Βάζω τις λέξεις που ξέρω κάτω από το ίδιο λήμμα.

α) Τέμπλα: Ειδικά επεξεργασμένο ραβδί έτσι ώστε να εξυπηρετεί το ράβδισμα της ελιάς

β) Κουρούκι: Καρπός ελιάς που δεν έχει μαζευτεί εγκαίρως, έχουν φύγει όλοι οι χυμοί του κι έχει καταστεί τελείως άχρηστος.

γ) Κασίμι: Κτήμα που έχει ενοικιαστεί. Στο κασίμι ένας γεωργός συνθηκολογεί με τον ιδιοκτήτη ενός κτήματος και το νοικιάζει για κάποια χρόνια. Ο γεωργός αναλαμβάνει την υποχρέωση να το περιποιηθεί έτσι ώστε να κάνει πολύ καρπό και οικειοποιείται την σοδειά για το διάστημα αυτό έναντι ενός ποσού ή μέρους της παραγωγής. Στο τέλος ο ιδιοκτήτης, εκτός από το άμεσο κέρδος που του παίρνει από τον ενοικιαστή, ξέρει ότι θα έχει κι ένα περιποιημένο κτήμα.

δ) Νταϊφάς: Πλήθος γεωργών που μοιράζονται τις υποχρεώσεις, το κεφάλαιο και το κέρδος σε ένα κασίμι. Ό,τι είναι το σύνολο των ομόρρυθμων εταίρων σε μία εταιρία είναι ο νταϊφάς στο κασίμι.

ε) Κωλοριζήτης: Κλαδιά που φυτρώνουν στη ρίζα του δέντρου και παίρνουν μεγάλο μέρος των χυμών του, εμποδίζοντας το υπόλοιπο να κάνει καρπούς και δυσκολεύοντας το στρώσιμο των διχτυών. Φυτρώνουν σε πλήθη και κατά κανόνα κόβονται, εκτός από τις περιπτώσεις πολύ γέρικων δέντρων που αφήνονται ένας- δυο κωλοριζήτες να αναπτυχθούν και να αντικαταστήσουν τον κύριο κορμό που δεν του έχουν μείνει πολλά ψωμιά.

στ) Φαγάς ή γαμιάς.
Κλαδί που φυτρώνει στο κέντρο του δέντρου, απορροφά δυσανάλογα πολύ χυμό σε σχέση με τον καρπό που παράγει κι εμποδίζει τον ήλιο να φτάσει στα υπόλοιπα μέρη που πρέπει. Τον σκοτώνεις όσο είναι μικρός.

ζ) Καλαθάκι: Τις πρώτες φορές που μαζεύει κάποιος ελιές βολεύεται κατά κανόνα να τις μαζεύει με το δεξί, να τις βάζει στο αριστερό, κι όταν έχουν μαζευτεί πολλές στο αριστερό να τις πετάει στο δίχτυ. Σε αυτή την περίπτωση το αριστερό χέρι λέγεται και «καλαθάκι». Αυτή η διαδικασία μειώνει την παραγωγικότητα κι είναι κάτι που προσπαθεί ο κόσμος να καταπολεμήσει αφού είναι πιο αποτελεσματικό να μαζεύεται και με τα δύο χέρια ο καρπός και να ρίχνεται στο δίχτυ. Κάποιοι γηραιοί Μυτιληνιοί χρησιμοποιούν την φράση που λέγαν οι επιστάτες «μην κάνεις καλαθέλια» θέλοντας να πουν «μην κωλυσιεργείς».

η) Σάκιασμα: Η διαδικασία κατά την οποία μαζεύονται οι ελιές από τα δίχτυα και μπαίνουν σε σακιά.

θ) Μπασάκι: Τα παλιά χρόνια, τότε που το λάδι είχε μία υπολογίσιμη εμπορική αξία, οι φτωχοί αθρώποι πήγαιναν μετά το σάκιασμα και μαζεύαν τις ελιές που είχαν μείνει κάτω. Αυτή η διαδικασία λεγόταν «μπασάκι». Σε περιόδους μεγάλης φτώχειας οι κτηματίες άφηναν εσκεμμένα πολλές ελιές αμάζευτες ώστε να τις πάρουν αυτοί που είχαν ανάγκη.

ι) Μηχανή: Το ελαιοτριβείο.

ια) Τσίτα: Πολύ μικρό κλαδί ελιάς που έχει πελεκηθεί έτσι ώστε να τρυπήσει το σακί με τον καρπό και να το εμποδίσει να ανοίξει. Αυτό χρησιμοποιούνταν κυρίως παλιότερα που το υλικό του σακιού ήταν βαρύ, τώρα βολεύει πιο πολύ ο σπάγκος.

α) Αυτή η τέμπλα είναι τόσο κοντή που δεν φτάνει να ραβδίσω ούτε το μισό ύψος του δέντρου.

β) Μέχρι να αποφασίσεις να στρώσεις δίχτυα, όλες οι ελιές σου γίνανε κουρούκια.

γ) Δεν βρίσκω κάτι που να δείχνει την διαφορά του από το κτήμα.

δ) Ούτε δούλευε ούτε πλήρωνε. Ήταν τόσο ανεπρόκοπος που τον διώξαμε από τον Νταϊφά.

ε) Μήτσο, κόψε τους κωλοριζίτες να στρώσουμε δίχτυα με την ησυχία μας.

στ) Κόψε αυτό το κλαδί. Φυτρώνει στο κέντρο και θα εξελιχθεί σε έναν πρώτης τάξεως γαμιά.

ζ) Μην κάνεις καλαθάκια, μάζευε ελιές και με τα δυο σου τα χέρια.

η) Μόνο το σάκιασμα έμεινε και τελειώσαμε.

θ) Ο γέρος λέει: «όταν ήμουν μικρός το έσκαγα από το σχολείο για να πάω στο μπασάκι να βγάλω κανένα φράγκο.

ι) Σήμερα τελειώσαμε το σάκιασμα και πήγαμε τις ελιές στη μηχανή για να βγει το λάδι.

ια) Παράτα το χουζούρι και βάζε τις τσίτες πιο καλά να μην ανοίξουν τα σακιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μποντιμπιλντεράδικη αργκό. Σημαίνει παίρνω όγκο, κερδίζω μυική μάζα ούτως ώστε να φαίνομαι πιο ''γεμάτος'', πιο ''μπαλαρισμένος''…
    Ακριβές απόσπασμα από τον ορισμό του johnblack, ακριβώς δυο έτη πριν. Εν είδει επετειακού σπεκ, τα ακόλουθα λιμά:

  2. Χορεύω. Συνηθίζεται στα Επτάνησα, αλλά με χαρωπή διάθεση κι αλλαχού. Προέρχεται από το ιταλικό ballare κι αυτό απ’ το αρχαίο βαλλίζω «χορεύω» / «χοροπηδώ» κι αυτό από το βάλλω.

  3. Παίζω μπάλα. Αραιά χρησιμοποιούμενο σε ποδοσφαιρικά κυρίως σινάφια, προσθέτει αέρα χορογραφίας στη υπονοούμενη βιρτουόζικη χρήση της μπάλας.

  4. Δίνω σχήμα μπάλας σε κάτι συνήθως εύπλαστο. Χρησιμοποιείται συχνά σε σινάφια αγροτών, συσκευαστών και ζαχαροπλαστών.

  5. Στα σινάφια τραγουδιστών αν η φωνή μπαλάρει σημαίνει πως δεν μπορεί να κρατήσει σταθερά τη νότα στο ύψος που επιβάλλεται, και λικνίζεται κυμαινόμενη κατά ημιτόνιο ή και τόνο απ’ αυτό, πληγώνοντας απαιτητικά αυτιά και τη ματαιοδοξία του αοιδού.
    Το παθαίνουν όσοι προσπαθούν να τραγουδήσουν περισσότερο οξύτονα (ή βαρύτονα) κόντρα στο φυσικό της φωνής τους, αλλά το επιφέρει κι ο χρόνος.

Παίζει και το μπαλάρισμα.

  1. Οι ώμοι μου δείχνουν στενοί και μυτεροί. Έχω μεγάλη πλάτη και είναι πολύ άσχημο να φαίνονται έτσι οι ώμοι μου. Ποιες ασκήσεις να κάνω ώστε να φαρδύνουν να μπαλάρουν σωστά; Κάποιος μου είχε πει να παίζω πολλές πλάγιες εκτάσεις αλτήρων αλλά δεν είδα κανένα αποτέλεσμα. (διεκπεραιωτικά)

  2. Στη συνέχεια στην Κεντρική Πλατεία, όλες οι Φιλαρμονικές θα μας παρουσιάσουν ένα μικρό μουσικό πρόγραμμα και οι μαθητές του Β’ Δημοτικού Σχολείου Ληξουρίου θα πλέξουν και θα ξεπλέξουν το Γαϊτανάκι, ενώ οι μαθητές του Γυμνασίου θα μπαλάρουν τις Καντρίλιες, με δάσκαλο τον Π. Μ.

  3. …ποτέ δεν κρατάει μπάλα για να την κρατήσει και δεν αμύνεται για να αμυνθεί. Μπαλάρει μόνο προς τα μπρος για να βγάλει επίθεση και αμύνεται για να κλέψει και να αιφνιδιάσει.

  4. α. Ζυμώνουμε ξανά στο χέρι και αφήνουμε να ξεκουραστεί για άλλα 30’. Κόβουμε σε τεμάχια των 400 γρ. για μεγάλα και 60γρ. για ατομικά. Τα μπαλάρουμε και τ’ αφήνουμε να ξεκουραστούν για 10’.
    β. Πάει ο λεβέντης να αγοράσει μηχάνημα για το μπαμπάκι. - Αυτό κύριε είναι το καλύτερο, και σε τιμή προσφοράς, το μαζεύει το ξένει το καθαρίζει το ισιάζει το πλένει το μπαλάρει και σου το πετάει έτοιμο. - Μωρ’ τι λες, τα κάν’ ούλ’ αυτά; - Ναι κύριε, και θα το πάρετε σε τιμή ευκαιρίας. - Δε μι λες, πίπις κάν΄; - Ε όχι δα, μηχάνημα είναι κύριε, δεν κάνει τέτοια πράματα. - Άι καλά, θα κρατήσω τ’ς εργάτριις.

  5. Η Μαρινέλλα, αν και με προβλήματα φωνητικά πια - δυσκαμψία, μπαλάρισμα… , αν και με βαριά σιλουέτα πια, αν και κάποτε «απαγγέλλει» τα κείμενά της, κυριαρχεί με το σκηνικό κύρος της.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified