Γίνομαι ή ξαναγίνομαι φίλος με κάποιον που πριν ήμασταν τσακωμένοι ή παρεξηγημένοι. Σταματάω να είμαι φίδι. Κλίνεται κατά το αποφοιτώ και, έτσι, ανάλογα παράγονται οι λέξεις αποφίδηση, απόφιδος κτλ.

1) - Κάνουν παρέα η Μαρία με την Ευτέρπη ρε; Αυτές δεν ήταν τσακωμένες;
- Ήταν, αλλά η Ευτέρπη βοήθησε την Μαρία να βρει σπίτι και έτσι αποφίδησε
2) Θα πάμε για μπίρες τέσσερεις φίλοι και ένας απόφιδος από το σχολείο, θα έρθεις?
3) Έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε που παίξαμε ξύλο που μπορούμε πλέον να μιλήσουμε για συμφιλίωση και αποφίδηση μεταξύ μας

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος αλλάζει εντελώς τις απόψεις του και τα λεγόμενά του μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Φράση δηλωτική του κωλοτούμπα, που στη γεωγραφική περιοχή της κάτω Βαλκανικής ή αλλιώς Ελλαδιστάν τείνει να αποκτήσει εθνικό χαρακτήρα και συνήθεια πασών των κατατρεγμένων Ελλήνων, από πολιτικούς εκατομμυριούχους, μέχρι ταξιτζήδες μεροκαματιάρηδες.

- Ρε αυτός δεν έλεγε ότι η λαϊκή επανάσταση θα μας σώσει; Τι δουλειά έχει με τα τσιράκια του Βαρδινογιάννη;
-Έτσι έλεγε, αλλά δε του 'ρθε βολική η επανάσταση και τώρα τα μαζεύει.

Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανωτέρω έκφραση λέγεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες πρέπει να τονιστεί η απρεπής συμπεριφορά ατόμου που ενεργεί ή πράττει κατά τρόπον που δεν συνάδει με το σεβασμό που πρέπει να επιδείξει στον δάσκαλό του. Είναι ανάλογη της παροιμίας «η αλεπού 100 χρονών και το αλεπουδάκι 110».

Βοηθός φαναρτζή:
- Ρε αφεντικό, βάλε λίγο στόκο παραπάνω, φαίνεται ακόμα το βούλιαγμα!
Φαναρτζής:
- Ναι ρε, θα μας πεις και πως θα το κάνουμε! Ναυτάκια που γαμούσαμε, γίναν καπεταναίοι!

(Η επιλογή του μάστορα ήταν τυχαία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθέστερα στο γ’ πρόσωπο η φράση χρησιμοποιείται:

  • Όταν θέλουμε να δείξουμε πως συνέβη μεν κάτι, με το οποίο όμως δεν αξίζει να ασχοληθούμε στα σοβαρά. Εξάλλου, ανέκαθεν η ενασχόληση με τρίχες κατσαρές ή όχι, απ’ ένα σημείο και μετά είναι ένδειξη μειωμένης σοβαρότητας. Πολύ κοντά στο νόημα τα: χέστηκ’ η φοράδα στ’ αλώνι, χέστηκ’ η Φατμέ στο γενί τζαμί και τα σχετικά.
  • Όταν θέλουμε να δηλώσουμε πως κάποιος άλλαξε άποψη ή στάση απέναντι σε κάποιο ζήτημα και πως ενίοτε, η αλλαγή αυτή είναι τόσο ριζική, σε σημείο να εμφανίζεται ή να λανσάρεται τελείως διαφορετικά στο κοινό του. Η δε θέση της χωρίστρας (δεξιά ή αριστερά) χρησιμοποιείται με νόημα, ιδιαίτερα για πολιτικά πρόσωπα, σαν ένδειξη των πεποιθήσεών τους, τουλάχιστον τη δεδομένη στιγμή.
  • Όταν θέλουμε να δείξουμε πως, μεταφορικά ή και όχι, κάποιος έβαλε στη θέση του κάποιον που είχε πάρει πολύ αέρα, περισσότερο ή λιγότερο βίαια. Όταν λέγεται από αλάνι, ανάλογα με τη διατύπωση, υπονοείται ξεκάθαρα πως έπεσε ή θα πέσει βρωμόξυλο.
  1. - Η κατάσταση με τα ΜΜΕ είναι γνωστή. Ακόμα και να αλλάξει χωρίστρα ο Σαμαράς θα το κάνουν θέμα. Δυστυχώς όμως δεν υπάρχει και αντίλογος από τα στελέχη της ΝΔ.

  2. - Βασικά, αν δεν μου αρέσει το εισόδημά μου ή έχω πρόβλημα με τη χωρίστρα του υπουργού, θα κλείσω δέκα κεντρικούς δρόμους της Αθήνας με το ΙΧ μου (θα αλλάζω δρόμο ανά ώρα) και να πάτε όλοι να πνιγείτε.
    - Το αίτημα των αγροτών να αλλάξει η χωρίστρα του υπουργού, να την κάνει αριστερά δλδ είναι αδιαπραγμάτευτο.

  3. - H Amy είχε γίνε κουφέτο να το πιπιλίσεις με κάποια φιλενάδα της και εκεί που τα κορίτσια ήταν έτοιμα να ρουφήξουν τη σκόνη από τις γωνίες του δωματίου, μπουκάρει το χαμαντράκι της Amy, με ορέξεις και για τις δυο κορασίδες. Τότε είναι που η Amy του χυμάει με σκοπό να του αλλάξει τη χωρίστρα. Καυγαδάκι το είπαν μετά.

(όλα απ’ το δίχτυ)

  1. - Ίσα ρε πούστη, μη ‘ρθω εκεί και σου αλλάξω τη χωρίστρα!!

Μια κυβέρνηση που δεν μπορεί να εφαρμόσει τον αντικαπνιστικό νόμο θέλει να τα βάλει με τις πετρελαϊκές. Πρώτα πρέπει να αλλάξουν τη χωρίστρα τους. (από sstteffannoss, 09/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή σαλταπίδας.

Χρησιμοποιείται, τελευταίως, για να προσδιορίσει τον «κωλοτούμπα», δηλαδή εκείνον που αλλάζει γνώμη τελευταία στιγμή ή που εξαπατά συστηματικά με υποσχέσεις προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του, χωρίς να εφαρμόζει αυτά που υποσχέθηκε αρχικά, κλπ. Ευρύτερα, όπως είναι προφανές, χρησιμοποιείται ως πολιτικός λίβελος, κυρίως από τη μαχητική δημοσιογραφική πένα (μέχρι να «τα πάρει» και αυτή και ησυχάσει).

Η προέλευση δεν είναι σαφής και η χρήση του όρου δεν συνδυάζεται ετυμολογικά με το πρωταρχικό νόημα. Οπωσδήποτε συναντάται ως επώνυμο σε διάφορες περιοχές της χώρας, το οποίο, προφανώς προέρχεται από κάποιο παρατσούκλι.

Σε ελεύθερη απόδοση, το παρατσούκλι αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ο «πηδηχτούλης» ή ο ιδιαίτερα αλτικός αθλητικός τύπος, ή και μεταφορικά ο άτακτος, ο ασταθών πεποιθήσεων, ο απατεωνίσκος, ο κατεργαράκος κλπ.

Επίσης, δεν θα πρέπει να λησμονήσουμε την αναφορά σε ομώνυμο χαρακτήρα, από το 100ο διήγημα «Η τελευταία μαύρη γάτα» του δικού μας, Ευγενίου Τριβιζά!

- «...ο μεγάλος ο σαλταπήδας, έκανε μεγάλη »κωλοτούμπα«, ενώ υποσχέθηκε αρχικά την επανίδρυση, προέβη σε διορισμούς...»

- «...ο διάδοχος μεγάλος σαλταπίδας, μετά τα προεκλογικά 4 όχι στο συνταξιοδοτικό, τώρα εφαρμόζει τα 4 ναι, εντελώς ανερυθρίαστα...»

"Ο Σαλταπήδας" από τους Γκρόβερ (από MXΣ, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αινιγματική ιδιότητα που προσάπτει χωρίς ίχνος τσίπρας η Ντόρα η Μπακογιάνη η Μητσοτάκη η Κούβελου στον Sexy Alexi και στους οπαδούς του τΣΥΡΙΖΑ.

Υπαινίσσεται άραγε πως οι συμπαθείς κατά τα λοιπά Συριζαίοι απολαμβάνουν ενεργητικό ρόλο στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, πράγμα που προοιωνίζει ανατροπές; Ή μήπως καυτηριάζει τα τελειωμένα κωλόμπαρα όπου συνευρίσκονται οι εν λόγω Ροζ συνιστώσες; Σε κάθε περίπτωση, πώς μπορεί μια κυριλομούνα βουπούμε γαλλικά και πιάνο σαν την Ντοράδα μας να καταπιάνεται με τέτοιες παραβολές του κώλου;

Πριν πηδηχτούμε από τα τηλεοπτικά παράθυρα, μήπως πρέπει να θεωρήσουμε και την πιθανότητα η αγαθομούνα πολιτικός να αγνοεί τι ακριβώς σημαίνει κωλομπαράς και να συγχέει την έννοια με την κωλοτούμπα;

Κάποιος πρέπει να της μιλήσει για το σλανγκρρρ!

- Ο κ. Τσίπρας τα κωλομπάρισε λίγο...
(Ντοράδα, σε εκπομπή της Τρέμη, εδώ)

- Η Ντόρα Μπακογιάννη αρέσκεται τον τελευταίο καιρό να χρησιμοποιεί τον όρο «κωλομπαρίζω» και τα παράγωγα του όταν αναφέρεται στο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι ξεκάθαρο σε ποια ερμηνεία του όρου αναφέρεται το στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας. (Τα «κωλομπαρίστικα» της Ντόρας Μπακογιάννη, εδώ. Μύδι 1)

- Θα καταγγείλετε το Μνημόνιο ναι ή όχι; Αυτά τα οποία είπε ο κύριος Τσίπρας μπροστά στο λαό του στην Ομόνοια για καταγγελία του Μνημονίου, θα ισχύσουν ναι ή όχι; Γιατί αυτό το οποίο διαπιστώνω είναι ότι τις τέσσερις - πέντε τελευταίες μέρες τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ τα οποία βγαίνουν αποφεύγουν να πουν την λέξη καταγγελία δημοσίως, την λένε λίγο κωλομπαρίστικα με συγχωρείτε για την έκφραση.
(Ντοράδα, απευθυνόμενη προς Παπαδημούλη στο πρόγραμμα της Στάη. Μύδι 2)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα αμτβ. ενεργ., κυρίως απαντώμενο σε στιγμιαίους χρόνους και δη παρελθοντικούς. Αναφέρεται σε κοπέλα και σημαίνει αποκτώ, μάλλον αιφνιδιαστικώς, σέξυ γυναικεία χαρακτηριστικά, εξελίσσεται η εμφάνισή μου, από αδιάφορη ή έστω απλά γαμήσιμη, σε παστάκι ή και μουνάρα.

- Είδες την Μαίρη τώρα τελευταία;
- Όχι, γιατί;
- Πώς μούνεψε έτσι ρε παιδάκι μου. Καμία σχέση με το Λύκειο που την ξέραμε. Κουκλάρα σου λέω!
- Θα χώρισε με τον μαλάκα και πρόσεξε λίγο τον εαυτό της η κοπέλα...

I agree with Snape. (από Galadriel, 07/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μια λεσβία κάνει έρωτα με άνδρα και η γνώμη της για τ' άλλο φύλο αλλάζει.

- Φίλε, γάμησα μια μεθυσμένη λεσβία χθες. Την ξέσκισα κανονικά.
- Αλήθεια;
- Ναι, ρε. Την ξελεσβίωσα λέμε.

(από Khan, 24/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified