1. Από το στρατό ως προσφώνηση ενός φαντάρου (ανεξαρτήτου ύψους).

  2. Η γκόμενα, ο δεσμός εν γένει.

- Πού 'σαι ψηλέ;
- Εδώ μωρέ, μαλακίες...

- Το βράδυ θα σκάσεις με την ψηλή;
- Μάλλον ναι.

ή εναλλακτικά

- Το βράδυ θα είσαι ψηλός;
- Μάλλον ναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από το σάντουιτς των ΜακΝτόναλντ, δηλώνει και τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Αποτελεί ταυτοχρόνως μεγεθυντικό, αλλά και σύντμηση του «Μακαριώτατος», που είναι ο ειδικός θεσμικός τρόπος απεύθυνσης στον Αρχιεπίσκοπο.

Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως περιπαικτικός όρος για να δηλώσει τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο (Θεός σχωρέστον!) από αντι-χριστοδουλική μερίδα του Τύπου (λ.χ. «Ελευθεροτυπία») και κυρίως να περιγράψει τον πληθωρικό χαρακτήρα του.

Τώρα που ο νέος Αρχιεπίσκοπος έχει κάπως ισορροπήσει τις συμπάθειες, μένει στους λεξικογράφους να διαπιστώσουν αν το «Μπιγκ Μακ» ήταν τελικά χαρακτηρισμός θεσμού, όπως ας πούμε το «φαραώ», ή το «Μίνωας», ή χαρακτηρισμός προσώπου, όπως λ.χ. το «Φύρερ» (τυχαία τα παραδείγματα).

Αντώνυμο: Και πάσης Ελλάδος (χρησιμοποιείται από τους φίλα προσκείμενους)

- Τα 'μαθες; Πάλι σήκωσε τα λάβαρα της επανάστασης ο Μπιγκ Μακ!
- Έλα ρε, γουστάρω! Λοιπόν, πολύ τον πάω τον Μπιγκ Μακ!
- Εγώ πάλι, προτιμώ το ΜακΜπέικον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλητική προσφώνηση που χρησιμοποιείται (λ.χ. από Βράστα και Κνάσο) σε συμφραζόμενα ελαφράς επιτίμησης ή συναδελφικής αλληλεγγύης (frappernité).

Vrastaman: By the way, στην Ευροβίζιον Τουρκία! Το είδατε το Λίλιαν που θα κατεβάσουν, ωρε κλεφτόπουλα;;; Εδώ.

Του (α)ιδ(ο)ίου: Knaso που χάθηκες ωρε κλεφτόπουλο; Εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοαναφορικά (και ολίγον φορ τεχ λουλζ), η έκφραση αυτή δύναται να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις χαμηλής ποντοδοσίας ή καθαρής μπαγαποντοδοσίας σε σλανγκιστή, ο οποίος νιώθει ότι αδικήθηκε.

Ειπώθηκε για πρώτη φορά κατά την ιστορική (;) ομιλία του Α. Παυλίδη στη Βουλή πριν τη ψηφοφορία για τη παραπομπή του.

σ.ς.: Χρειάζεται προσοχή στην προφορά της όλης φράσης. Η λέξη «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ» προφέρεται αργά και με ελαφρώς τρεμάμενη φωνή (βλ. σχετικό μήδι).

Φανταστικός διάλογος στο slang.gr...

4DaPutsRider: Λυπάμαι, αλλά δεν μπογώ να βάλω πάνω από τγία...

roflcopterας93: Τι; Τόσο λίγο; ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, κύριοι συνάδελφοι...

(από Jonas, 21/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που βγήκε από τα χείλη της ποθητής παρουσιάστριας καιρού του STAR, Πετρούλας, στη θέα του ψηλότερου ανθρώπου του πλανήτη ονόματι Σουλτάν (λοιπά στοιχεία αγνοούνται).

Τα πρώην καθάρματα και νυν ΡαδιοΑρβύλες του ΑΝΤ-1, Αντώνης Κανάκης και Γιάννης Σερβετάς παρέλαβαν αυτή τη φράση και την έκαναν slang στα χείλη όλων.
Το δημοφιλές βέβαια της έκφρασης δεν οφείλεται τόσο στο τι λέχθηκε όσο στο πως λέχθηκε.

Στην καθημερινότητα χρησιμοποιείται σαν εκδήλωση ευγνωμοσύνης.

- Έλα Γιώργη, πάρε τα Winston μπλε και τις Trident και άσε με στην ησυχία μου.
- ωωω Σουλτάν, τι καλός που είσαι...
- Άει γαμή ρε, που πουλάς και πνεύμα.

(από iφorg, 30/12/09)Και το επίκαιρο: Οοο Αλμούνια! (από Khan, 31/12/09)ω Σουλτάν reloaded by Tsakas! (από Vrastaman, 02/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγαλόπνοο έργο της εκτροπής του ποταμού Αχελώου μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως απάντηση-τάπωμα σε κάποιον που μας απευθύνει τον ξενικό χαιρετισμό hello (χελόου).

Το λήμμα μας γίνεται ακόμη πιο πετυχημένο όταν ο συνομιλητής μας χρησιμοποιεί το χελόου! για να μας αφυπνίσει.

- Σε τοίχο μιλάω; Χελόου;
- Εκτροπή Αχελώου!

Βλ. επίσης: εκτροπή του a-hellow

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται ο πλανόδιος πωλητής CD, καθώς όντας πάντα καλοπροαίρετος και χαμογελαστός, προσφωνεί το υποψήφιο (κατά τον ίδιο) άρρεν αγοραστικό κοινό του με την έκφραση «φίλο - φίλο».

Προφάνουσλυ, ο συγκεκριμένος οικονομικός μετανάστης δεν κατέχει επαρκώς τη γλώσσα και εντάσσει το ουσιαστικό «φίλος» από την δεύτερη κλίση (κλητική : φίλε) στην εξής διάταξη: κλητική σε -ο σχηματίζουν από τα παροξύτονα αρσενικά:

α) τα βαφτιστικά: Αλέκο, Γιώργο, Πέτρο κουτουλού. β) μερικά κοινά ουσιαστικά: γέρο, διάκο...
γ) μερικά οξύτονα χαϊδευτικά βαφτιστικά: Γιαννακό, Δημητρό… δ) μερικά οικογενειακά ονόματα που τονίζονται στην παραλήγουσα, ιδίως σε -άκος, -ούκος, -ίτσος: κύριε Δημητράκο, Καρακίτσο…

- Έλα φίλο-φίλο, πάρε το απαγορευμένο, το Τζούλια. Τρία γιούρο! Έχω και Τοντορίτο το Νατάσα.

(από perkins, 14/06/10)(από perkins, 19/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλητική προσφώνηση μεταξύ Ευρυτάνων νέων, χωρίς πολύ ειδική σημασία. Κυρίως εκφωνείται ως έκπληξη (αν έχω καταλάβει καλά) προς αυτά που μας εξιστόρησε ο άλλος, δηλαδή συντάσσεται ως «α ρε τσοπ, μας κούφανες!», ή «τι λε ρε τσοπ! πρόλαβες και την κουτούπωσες;»...

Γενικά θα μπορούσε να είναι συνώνυμο των «πω ρε μάγκα μου!», «wow, dude!» και «τι λε ρε παιδάκι μου!».

- Άσ' ρε φίλ', ήμουν στον Έβρο 3 μήνς 'μπλοκή. Βγήκα έξ' και πήγ' στο μοναδ'κό μπ'ρδέλ' του χωριού. Έπ'σα σ' τράβελο. Ήταν και μουσλμάν', είχ' περιτ'μή. Αλλά τι να κάν'; Είχαν στραβώσ' τ' αρχίδια μ' τόσους μήν'ς!
- Τι λε ρε τσοπ! Την κ'τούπ'σες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αγγλοσαξονικό μαν ήρθε κι έδεσε με την έως τα μπούνια ελληνική σλανγκοπροσφώνηση ρε.

Το αποτέλεσμα είναι ένα νέας κοπής «δικέ μου», βαπτισμένο στα τρέντι νάματα της χιπχόπ.

  1. Πω ρε μαν υπαρχουν ακομα νεολαιοι που θα ψηφησουν ΠΑΣΟΚ & ΝΔ..Γελαει ο ντουνιας ζωαααα (τοιουιτάρισμα)

  2. Δημαρχάρα, θεός ρε μαν! Τι κι αν είχε μπλε, κόκκινους, κίτρινους κάδους! Ο Δήμος Πύργου έχει ένα απορριμματοφόρο για όλα τα είδη κάδων! (εδώ)

  3. Σουλεϊμάν σου λέω ρε Μαν! Σουλεϊμάν….
    (εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρώνει με τη σειρά του το πάνθεον των απανταχού slang καπεταναίων.

Η αφεντομουτσουνάρα του φιγουράρει μέσα σε κάθε παρεξήγηση, φιλονικία, διαμαρτυρία, δυναμική διεκδίκηση κλπ. Είναι ο αρχικαβγατζής, πρόκειται γιο πολύ bizarre άτομο. Προκαλεί μεγάλο θόρυβο. Είναι διαβόητος και σαματατζής. Όμως κατα βάθος είναι καλόψυχος και όχι, κατά κανόνα, επικίνδυνος.

Αποκτά τον βαρύτιμο τίτλο του από τα πρώτα του μαθητικά χρόνια, που κυρίως του απονέμεται (μεταξύ αστείου και σοβαρού) από δασκάλους του και που συνήθως διατηρεί εφ' όρου ζωής.

Η μητέρα: - Πώς πάει το παιδί μου;
Η δασκάλα: - Είναι ο «καπετάν-φασαρίας» της τάξης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified