Aπό το φράγκα + killer. Ο τσιγκούνης. Συνώνυμα: [φραγκοφονιάς], γερο-Λαδάς.
Ο Μήτσος είναι μεγάλος φραγκοκίλερ: πήγε ραντεβού με την Καίτη και ούτε ένα καφέ δεν την κέρασε!
Aπό το φράγκα + killer. Ο τσιγκούνης. Συνώνυμα: [φραγκοφονιάς], γερο-Λαδάς.
Ο Μήτσος είναι μεγάλος φραγκοκίλερ: πήγε ραντεβού με την Καίτη και ούτε ένα καφέ δεν την κέρασε!
Got a better definition? Add it!
Τύπος αεριτζή, τρακαδόρου, που κυκλοφορεί με ακάλυπτες επιταγές.
Ο ακάλυπτος ήταν χαρακτήρας κωμικής σειράς που ενσάρκωνε ο ηθοποιός Α. Καφετζόπουλος.
Got a better definition? Add it!
Ο τσιγκούνης, ο ενδεής, αυτός που δεν διαθέτει πολλά χρήματα.
-Έλα μωρέ. Τι τον θες αυτόν τον φτωχομπινέ;
Φτώχια... δεν έχω ούτε μαντήλι να κλάψω, δεν έχουμε μαντήλι να κλάψουμε, έμεινα πανί με πανί, έμεινα στον άσσο, κάνω το σκατό μου παξιμάδι, ξυπολιάς, ξυπόλυτος, ξυπολυταρία, ζάφτωχος, παξιμάδι, ρέστος, στεγνός, ταπί, φτωχοσυμπέθερος, φτωχός πλην τίμιος, φτωχοπρόδρομος, φτωχομπινεδιάρης.
Got a better definition? Add it!
Ηθική υποχρέωση σε βορειοελλαδίτικους γάμους όπου συγγενής ή φίλος του γαμπρού ή της νύφης χρηματίζει, ήτοι «ασημώνει», την ορχήστρα και ο τραγουδιστής αναλαμβάνει την υποχρέωση να μνημονεύσει την σχετική κίνηση που όλοι γύρω σέβονται και αναγνωρίζουν.
Ο στενός συγγενής που δεν θα προχωρήσει σε κίνηση «σάμπα» κινδυνέύει να απολέσει τον χαρακτηρισμό του μπρούκλη ή ακόμα και αυτόν του μανχάτα και να θεωρηθεί τσίπης.
Τραγουδιστής σε γάμο :
- Κορή καραβοκύρη - ο πεθερός σου Σάμπα !!-, και ομόρφη κοπελιά - ο κουμπάρος ο Μάκης Σάμπα !!- κορμί κυπαρισένιο λυγάει σαν λυγαριά..
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φόρος τιμής στον πιο πλούσιο Έλληνα που γνώρισε ποτέ η χώρα, και είναι πια συνώνυμο του υπερβολικά μεγάλου πλούτου και της χλιδής.
Ποιος νομίζει ότι είναι; Κερδισε μερικά λεφτά στο καζίνο και το παίζει Ωνάσης! Αγόρασε ενα πανάκριβο αμάξι και καπνίζει πούρο, αλλα πάλι με ενοίκιο μένει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κόκα, το γαμήσι, το χρήμα.
- Τίγκα στο κοκό ήταν η Νίτσα χτες.
- Σήμερα δεν έχει κοκό, έχω πονοκέφαλο.
- Τέρμα το κοκό. Πρέπει να βρω καλύτερη δουλειά.
Got a better definition? Add it!
Γιαννιώτικη διάλεκτος.
Got a better definition? Add it!
H χλέπα, η φτύξα αλλα πιο τσαμπουκαλεμένο. Προφέρεται και τάλαρο.
- Άνοιξε ρε πούστη μη σου γεμίσω το κουδούνι τάλιρα!!!
Got a better definition? Add it!
«Παίζω πάγκο» κάποιον: είναι όρος του μπιλιάρδου που σημαίνει πως όποιος χάσει θα πληρώσει για τον χρόνο χρήσης του τραπεζιού.
- Σε παίζω πάγκο ένα εννιάμπαλο.
- Όχι πάγκο ρε φίλε, θα με ξεφτιλίσεις και δεν έχω φράγκα. Μισά μισά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified