Selected tags

Further tags

Aπό το φράγκα + killer. Ο τσιγκούνης. Συνώνυμα: [φραγκοφονιάς], γερο-Λαδάς.

Ο Μήτσος είναι μεγάλος φραγκοκίλερ: πήγε ραντεβού με την Καίτη και ούτε ένα καφέ δεν την κέρασε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος αεριτζή, τρακαδόρου, που κυκλοφορεί με ακάλυπτες επιταγές.

Ο ακάλυπτος ήταν χαρακτήρας κωμικής σειράς που ενσάρκωνε ο ηθοποιός Α. Καφετζόπουλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηθική υποχρέωση σε βορειοελλαδίτικους γάμους όπου συγγενής ή φίλος του γαμπρού ή της νύφης χρηματίζει, ήτοι «ασημώνει», την ορχήστρα και ο τραγουδιστής αναλαμβάνει την υποχρέωση να μνημονεύσει την σχετική κίνηση που όλοι γύρω σέβονται και αναγνωρίζουν.

Ο στενός συγγενής που δεν θα προχωρήσει σε κίνηση «σάμπα» κινδυνέύει να απολέσει τον χαρακτηρισμό του μπρούκλη ή ακόμα και αυτόν του μανχάτα και να θεωρηθεί τσίπης.

Τραγουδιστής σε γάμο :

- Κορή καραβοκύρη - ο πεθερός σου Σάμπα !!-, και ομόρφη κοπελιά - ο κουμπάρος ο Μάκης Σάμπα !!- κορμί κυπαρισένιο λυγάει σαν λυγαριά..

Σάμπααα!!! Από το istoriesskyladikou.blogspot.com (από poniroskylo, 23/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φόρος τιμής στον πιο πλούσιο Έλληνα που γνώρισε ποτέ η χώρα, και είναι πια συνώνυμο του υπερβολικά μεγάλου πλούτου και της χλιδής.

Ποιος νομίζει ότι είναι; Κερδισε μερικά λεφτά στο καζίνο και το παίζει Ωνάσης! Αγόρασε ενα πανάκριβο αμάξι και καπνίζει πούρο, αλλα πάλι με ενοίκιο μένει...

(από GATZMAN, 08/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κόκα, το γαμήσι, το χρήμα.

  1. - Τίγκα στο κοκό ήταν η Νίτσα χτες.

  2. - Σήμερα δεν έχει κοκό, έχω πονοκέφαλο.

  3. - Τέρμα το κοκό. Πρέπει να βρω καλύτερη δουλειά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσάμπα, κούτρα.

Όπου μπέχο... τρέχω κι αντέχω!

Γιαννιώτικη διάλεκτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H χλέπα, η φτύξα αλλα πιο τσαμπουκαλεμένο. Προφέρεται και τάλαρο.

- Άνοιξε ρε πούστη μη σου γεμίσω το κουδούνι τάλιρα!!!

Βλ. και χλεμπόνα, ροχάλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Παίζω πάγκο» κάποιον: είναι όρος του μπιλιάρδου που σημαίνει πως όποιος χάσει θα πληρώσει για τον χρόνο χρήσης του τραπεζιού.

- Σε παίζω πάγκο ένα εννιάμπαλο.
- Όχι πάγκο ρε φίλε, θα με ξεφτιλίσεις και δεν έχω φράγκα. Μισά μισά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικός όρος, περιγράφων το χρήμα. Συνώνυμος με τους όρους μαχρή και φταλέ.

- Η ουσία φίλε είναι να παίζει μπακουί, διαφορετικά λίγα πράγματα μπορείς να κάνεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified