Selected tags

Further tags

Πρόκειται για αμερικάνικη και 100% σλανγκ προσφώνηση και μάλιστα πολύ παλαιότερη απ’ ό,τι πιστεύει ο κόσμος. Λόγω της εκτεταμένης χρήσης της σε ταινίες και σειρές με χαρακτήρες από τη δυτική ακτή των ΗΠΑ (και ειδικά την Καλιφόρνια), η λέξη Dude έχει συνδεθεί με το λεγόμενο surf culture και γενικά το χαλαρό lifestyle. Η αντίληψη αυτή είναι εξελικτικά ορθή όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Η λέξη dude, αναφέρεται κυρίως σε κάποιον φίλο ή σύντροφο, κάτι αντίστοιχο του μαν. Παρόλο που αρχικά και γενικά παραπέμπει σε άντρα, η χρήση της λέξης περιλαμβάνει πλέον και τα δύο φύλα, αν και εναλλακτικά χρησιμοποιείται το Dudette για τις γυναίκες.

Η έκφραση έχει πλέον παγκοσμιοποιηθεί, αλλά σε αντίθεση με λέξεις νεότερης κοπής (μπρο, γιο), ανήκει στην κατηγορία ξένων εκφράσεων με σχετική ιστορικότητα ή/και με ρίζες σε πιο εκλεπτυσμένες κοινωνικές συνθήκες, όπως: cool, groovy, chill, funky.

Ενδεικτικά, παρατίθεται η ακόλουθη πρόταση από το βιβλίο του Mark Twain A Connecticut Yankee in King Arthur's Court (1889): «The remnant of it was restricted to the dudes and dudesses.» Ως εκ τούτου, το λήμμα δεν κατατάσσεται αυθωρεί στις αμερικλανιές.

Ιστορία
Η λέξη Dude θεωρείται Αμερικανισμός με ρίζες στον 19ο αιώνα (1876), χωρίς να υπάρχει σαφής προέλευση. Η αρχική χρήση έγινε από Γερμανούς αποίκους της παλιάς δύσης για να περιγράψει συνεσταλμένους και πλούσιους άνδρες, οι οποίοι μετείχαν στην προς δυσμάς επέκταση των ΗΠΑ. Από αυτή την βάση, προκύπτουν και οι άλλες χρήσεις / ορισμοί της λέξης εκείνη την εποχή:
- Άντρας από τις Ανατολικές ΗΠΑ που κάνει διακοπές σε ράντσο
- Αστός ανεξοικείωτος στην ζωή εκτός μεγάλης πόλης
- Καλοντυμένος / φροντισμένος άντρας

Για κάποιο διάστημα, η λέξη είχε προσβλητικό χαρακτήρα, καθώς αναφερόταν σε έναν άνδρα υπερβολικά εκλεκτικό και απαιτητικό στα ρούχα, τον λόγο και τη συμπεριφορά του –ένας υπερβολικός δανδής. Κορυφαίος όλων στην κατηγορία αυτή, ο Evander Berry Wall (1861-1940), στον οποίο το 1880, απονεμήθηκε ο τίτλος King of the Dudes από την εφημερίδα New York American.

Η λέξη «dude» πρωτοεμφανίστηκε στον γραπτό λόγο το 1876 (Putnam's Magazine).

Προφορά και Χρήση
Η λέξη χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό ή επιφώνημα. Στην πρώτη περίπτωση, η χρήση γίνεται αυτόνομα ή συνδυαστικά:
- He’s a strange dude
- Surfer dude
- What a funny dude

Ως επιφώνημα, ο τόνος και η διακύμανση που θα χρησιμοποιηθούν, μεταδίδουν και το νόημα του αντίστοιχου συναισθήματος όπως:
- Dude! (κοφτό για έκπληξη ή εκνευρισμό)
- Duude; (λίγο τραβηγμένο για απορία)
- Duuuude (μακρόσυρτο για θαυμασμό)

Τέλος, η λέξη μπορεί να προστεθεί σχεδόν σε οποιαδήποτε πρόταση και να μεταφέρει το ανάλογο συναίσθημα: We’ve gotta run dude!

Έχοντας ξεφύγει από την αρχική αρνητική της ετυμολογία, η χρήση της λέξης είναι πλέον ευρεία και σε πολλές περιπτώσεις έχει εξελιχθεί σε προσφώνηση σεβασμού καθώς εξισώνεται με το cool.

Διάσημοι Dudes και Dudettes
Όπως είναι λογικό, υπάρχουν αρκετοί διάσημοι Dudes, ωστόσο αυτοί με την μεγαλύτερη παγκόσμια απήχηση, είναι χαρακτήρες ταινιών. Το περίεργο στην περίπτωση των περισσότερων από αυτούς, είναι ότι εκτός του χαρακτήρα και ο ηθοποιός μπορεί να χαρακτηριστεί ως Dude (με κεφαλαίο!).

Jeffrey “The Dude” Lebowski – Jeff Bridges
Αδιαφιλονίκητος αυτοκράτορας των Dudes είναι φυσικά ο Jeff Bridges στην εκπληκτική ταινία των αδελφών Coen The Big Lebowski. Ο χαρακτήρας του, εκτός από το ίδιο του το όνομα (The Dude), αποτελεί την πεμπτουσία του λήμματος, τουλάχιστον όπως αυτή αναφέρεται στην εισαγωγική παράγραφο του ορισμού. Ο χαρακτήρας και το παρατσούκλι, βασίζονται σε ένα υπαρκτό πρόσωπο, τον Jeff Dowd, ο οποίος ενέπνευσε τους Coen. Ο Dowd ήταν μέλος των Seattle Seven, πίνει White Russians, και είναι γνωστός ως The Dude.

The Dude: “Look, let me explain something to you. I'm not Mr. Lebowski. You're Mr. Lebowski. I'm the Dude. So that's what you call me. That, or His Dudeness... Duder... or El Duderino, if, you know, you're not into the whole brevity thing.” (βλ. μήδι 1).

Hugo “Hurley” Reyes – Jorge Garcia
Ξεφεύγοντας από το σωματικό στερεότυπο, ο XL χαρακτήρας του Hurley στην επιτυχημένη σειρά Lost μπορεί να θεωρηθεί ως κλασσικός Dude. Μεγαλωμένος σε έναν από τους παραδείσους των surf dudes (Santa Monica), μέχρι το τελευταίο επεισόδιο του 5ου κύκλου, ο Hurley έχει χρησιμοποιήσει τη λέξη «dude» 268 φορές, δηλαδή με έναν μέσο όρο 3.0 DPE (Dudes per Episode!) - βλ. μήδια 2 και 3.

Ferris Bueller – Matthew Broderick
Στην κωμωδία Ferris Bueller's Day Off (1986) του (πρόσφατα χαμένου) John Hughes, ο ομώνυμος χαρακτήρας είναι ο κορυφαίος έφηβος dude της αστικής Αμερικής. Ο Matthew Broderick έχει επίσης πρωταγωνιστήσει στο Addicted to Love (1997) με την Meg Ryan, η οποία σε αυτή την ταινία αλλά και γενικώς, είναι χαλαρά από τις κορυφαίες Dudettes.

Grace: «Oh, he's very popular, Ed. The sportos, the motorheads, geeks, sluts, bloods, wasteoids, dweebies, dickheads — they all adore him. They all think he's a righteous dude

Thelma - Geena Davis & Louise – Susan Sarandon
Πώς γίνεται μια γκαρσόνα και μια νοικοκυρά να είναι dudes; Στο Thelma & Louise (1991) του Ridley Scott, οι δύο γυναίκες αποδεικνύουν πως όχι μόνο είναι dudes, αλλά πρωταγωνιστούν και σε ένα από τα καλύτερα road movies που έχουν γυριστεί ποτέ. Χωρίς αμφιβολία, Dudes και στην πραγματική τους ζωή.

Mia Wallace - Uma Thurman
Ίσως η πιο καλή και σίγουρα η πιο cool Dudette που έχει περάσει ποτέ από το σελιλόιντ. Χωρίς τη σκληρότητα της Kiddo (Kill Bill - 2003), και την παραξενιά της Sissy Hankshaw (Even cowgirls get the blues - 1994), η Mia του Pulp Fiction (1994), αλλά και η Uma Thurman γενικώς, ενσαρκώνει την απόλυτη Cool Dudette.

Tyler - Lori Petty
Σε ένα από τα καλύτερα σύγχρονα surf movies (Point Break – 1999), η Lori Petty στέκεται ισάξια πάνω στο σανίδι και ανάμεσα στους Αρχι-Dudes Patrick Swayze και (ολίγον χαζοβιόλη) Keanu Reeves.

Ως ανωτέρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαμούνια αποκαλούνται και οι γκόμενες / αιθέριες υπάρξεις / -μούνες, θαμώνες σε νυχτερινά μαγαζιά / ναούς διασκέδασης / σκυλάδικα, ντυμένες αυστηρά με ενδύματα αποκλειστικά μαύρης απόχρωσης.

Η εν λόγω ενδυμασία, κάτι σαν εθνική φορεσιά των μαμουνιών, που εκτός από το μαύρο κατραμί του χρώματος χαρακτηρίζεται εισέτι και από μινιμαλισμό / αποκαλυπτικότητα, αποκαλείται αμερικλανιστί ως lbd, δηλαδή little black dress, αφήνοντας σαφή υπαινιγμό για τη λίμπιντο, την οποία εκτοξεύουν στα ουράνια.

Οι παίκτες του Αστέρα Νέας Ραιδεστού γιόρτασαν την άνοδο της ομάδας τους στην Α' κατηγ. ΕΠΣ Θεσ/νίκης με ένα ξεφάντωμα μετά των συμβίων τους και πλήθους άλλων μαμουνιών στo «Μαμούνια LIVE!».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες λαδοπoντικών:

A. [i]Λαδόποντιξ ο λίγδας[/i]

Ο εν λόγω 'πόντικας ενδέχεται να είναι λιγδοπρεπής επειδή:

  • Είναι εκ πεποιθήσεως άπλυτος και τσακωμένος με τα σαπούνια,
  • Επέλεξε λιγδογόνο επάγγελμα (πχ ψήστης, μηχανικός αυτοκινήτων, κα). Ανάλογα με τις διπλωματικές του σχέσεις με το Ρεξόνα, συχνά παραμένει λαδοπόντικας και εκτός ωραρίου,
  • Είναι βικτιμάς υπερβολικού τζελαρίσματος ή κακής χρήσης άλλου προϊόντος καλλωπισμού.

Β. Λαδο[i]ποντίξ ο τρωκτικός[/i]

Το λιγδερό λουκ δεν είναι ούτε απαραίτητη αλλά ούτε και ικανή συνθήκη για να χαρακτησιστεί τις λαδο[i]πόντικας[/I]. Οι κύριες υποκατηγορίες, σε αύξουσα σειρά κυριολεκτικής τρωκτικοσύνης, είναι:

  • Ο τσιφούτης γερολαδάς του χωριού, ο οποίος εκμεταλλεύεται την μονοπωλιακή του θέση πουλώντας ληγμένα γάλατα προς € 2 το λίτρο. Συνήθως λειτουργεί και ως τοκογλύφος ή/και παιδεραστής ή/και μαστρωπός του χωριού,
  • Το πάντα διψασμένο γιά έλαια κρατικό τρωκτικό (εφοριακός, ιατρός, πολεοδόμος, κλπ) που κάνει τον βίο αβίωτο σε όσους δεν το λαδώσουν με γρηγορόσημο,
  • Διάφοροι καθηγητάδες κ.α. pop ταγοί με αρρωστημένα μυαλά που ακατάσχετα παπαρολογούντα αναπόδεικτα μη-επιχειρήματα τους στο απυρόβλητο. Εκτός Ελλάδος (ίσως και Γαλλίας), αναγκαστικά θα ακολουθούσαν άλλο επάγγελμα,
  • Άτομα που σμιλεύουν την κοινή γνώμη, με κυρίαρχους τους μουμουέδες δημοσιοκάφρους οι οποίοι κυνικά παραδέχονται ότι έχουν, στην καλύτερη περίπτωση, σκοτώσει την μάνα τους,
  • Οι κακώς εννοούμενοι άρχοντες της πολιτικής, του κομματικού παρακράτους, της εκκλησίας και της αγοράς που νέμονταιτα δημόσια και κοινοτικά ταμεία εις βάρος του κερασφόρου φορολογουμένου.

A. Λάδοποντικες

- Ειχα και εγω CBR 400 RR και με εξαιρεση προβλημα με το ρευμα (ανορθωτες) δεν ειχε παρουσιασει τιποτα άλλο (...) σιγουρα μου εκανε ολα τα γουστα και χωρις να φτανω στα ραντεβου με τα πιπινια σαν λαδοποντικας...
(από εδώ)

- Κερι μαλλιων: Το χρησιμοποιουμε (με φειδω για να μην καταληξουμε σα λαδοποντικες).
(από εδώ)

Β. Λαδοπόντικες

- Σιχαμα, γαυρος, ψευτοδιανοουμενοαριστερος λαδοποντικας (της ρατσας Ψαριανου δλδ).
(από εδώ)

- Τα λεφτά που είναι; τα λεφτά που πήραν όσοι τα πήραν αυτοί οι κύριοι στην Ελλάδα από την ζίμενς αυτά που είναι; Εδώ μιλάμε για 200.000.000 εκατομμύρια ευρω λαδωμένα, ποίοι τα πήραν, πια κόμματα, πια αποκόμματα, ποιοι πολιτικοί είναι λαδοποντικες; Δεν με νοιάζει αν είναι πασόκος, νεοδημοκράτης, κουκουέ, σύριζα, Λαός, ΑΥΤΑ αν δεν βρεθούνε θα τα βρίσκετε μπροστά σας όλοι οι πολιτικοί όλων των κομμάτων, και όταν περνάτε από της εκλογικές σας περιφέρειες θα τρώτε πολλές ροχάλες...
(από εδώ)

- Εχουν πιαστει γιατροι με φακελακια, μηχανικοι να λαδωνονται στις πολεοδομιες, εφοριακοι, λαδοποντικες και σπανια καποιος απο αυτους απολυεται μετα απο πολυχρονες μαλιστα διαδικασιες.
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτική αργκό για άπαρτο μπάζο ή για σμήνος σβούρων.

Προέρχεται από το αρκτικόλεξο Όρμος Παροπλισμένων Πλοίων, του Πολεμικού Ναυτικού, όπου μισοβουλιάζουν κάτι ρημαδιασμένοι κι αναξιόπλοοι σκυλοπνίχτες, μέχρι να βρεθεί τριτοκοσμική χώρα που θα ζητήσει να τα αγοράσει, (όπως κάναμε κάποτε κι εμείς με τα Λίμπερτυ)!

Εννοείται ότι τα σκάφη έχουν απογυμνωθεί από χρήσιμο εξοπλισμό, από τους αετονύχηδες πιλάφαρους, που τον πουλάνε όξω.

- Όπα, να και τα μωράαααα! Τί λες, τα χτυπάμε;
- Ποιά ρε; Τα ο.π.π.; Καλά γκαβός είσαι; Πόσον καιρό έχεις να γαμήσεις;
- Πολύ φίλε...
- Ε καλά, τότε πάμε, να βελτιωθεί κι η όρασή σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπέρτατη βρισιά ή και κατάρα.

Το να είναι κάποιος πούστης είναι ούτως ή άλλως μια κοινωνικά μη αποδεκτή ιδιαιτερότητα αλλά το να είναι κάνεις πούστης και άσχημος...

Βέβαια η κατάσταση επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνο όταν ο πούστης και άσχημος γίνεται πούστης, γέρος και άσχημος ή όταν μετά το νομοτελειακό πέσιμο του γέρου πούστη αυτός γίνεται: πούστης, κουτσός, γέρος και άσχημος.

- Είσαι μαλάκας ρε!
- Και εσύ είσαι πούστης και άσχημος.

(ανταλλαγή φιλοφρονήσεων)

Στο 0:41 ολέ ολέ ολέ (από knasos, 02/09/09)(από Desperado, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόδοση στα Ελλαδικά του Ποντιακού: «έστνε π’ έστνε έμορφος, έρθες και όντας έβρε».

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το μέγεθος της ασχήμιας ενός ανθρώπου σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Ασχήμια βέβαια προϋπάρχουσα που γιγαντώθηκε όμως για κάποιον λόγο. H χρήση της εν λόγω φράσης εκμηδενίζει κάθε πιθανότητα σεξουαλικής συνευρέσεως των δύο μερών και προκαλεί άμεση πτώση ηθικού του χαρακτηριζομένου προσώπου

- Καλά Κώστα, σε είδες καμία αλλαγή πάνω μου (σ.ς. πάει γυρεύοντας…)
- Αλλαγή;
- Δε βλέπεις διαφορά στα μαλλιά μου; Κουρεύτηκα!
- Α, ναι, τώρα που το λες!
- Λοιπόν, πώς σου φαίνομαι; (σ.ς. εξακολουθεί να πηγαίνει γυρεύοντας)
- Τι να σου πω, ήσουν που ήσουν όμορφη, ήρθες κ’ όταν έβρεχε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγαλοπιασμένος και μεγαλομανής, περιφερόμενος από στέκι σε μαγαζί, από μαγαζί σε πλατεία και από πλατεία σε σπίτια. Όσο χαμηλότερα βρίσκεται στην πυραμίδα τόσο συχνότερη η παρουσία του.

Βάση: πωλητές και ασφαλιστές. Φοράν σπορ κουστούμια ή σακάκι με τζίν. Προσπαθούν να πείσουν τους εν δυνάμει πελάτες τους να αγοράσουν ή να ασφαλιστούν. Ισχυρίζονται ότι εργάζονται για την κορυφαία εταιρία του χώρου και αν τους δώσεις θάρρος γίνονται κολλιτσίδες. Οι ασφαλιστές δε είναι ικανοί να σου κάνουν ώτο στοπ και να προσπαθήσουν να σε ψήσουν στο δρόμο. Είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις που δε θα πουν άλλος όταν είναι στην τουαλέτα. Ψάχνουν συνέχεια ευκαιρία για να μιλήσουν και δεν τους σταματάει ούτε το κατούρημα.

Μέσο: Δικηγόροι και μικρομέγαλα στελέχη επιχειρήσεων, κυρίως τραπεζίτες. Η ψυχή του πυραμιδωτού συστήματος. Πάντα ευπρεπώς ενδεδυμένοι. Ακόμη και στη χαλαρή έξοδο τους φοράν πανάκριβα κάζουαλ ρούχα. Είναι ικανοί να βάλουν ενέχυρο την μάνα τους για να αγοράσουν κάμπριο και να πουλήσουν μούρηεπιτυχημένου. Είναι ήρεμοι, πράοι και γαλήνιοι, πάντα έχουν κάτι να πουν και έχουν πάντα τον τελευταίο λόγο σε κάθε διάλογο. Έχουν τη λύση για κάθε πρόβλημα που θα αναφέρεις. Θα προτείνουν αγωγές, δανεισμούς, ευκαιρίες. Προσπαθούν να σε κάνουν να νοιώθεις μαλάκας για να νοιώσουν σπουδαίοι. Φυσικά τα πιπίνια μασάνε γι αυτό και δεν υπάρχει SLΚ χωρίς μια ξανθιά χαζοβιόλα να ανεμίζει τα μαλλιά της από τη θέση του συνοδηγού. Ενίοτε αναλαμβάνουν και το ρόλο του μεσίτη, αν βέβαια η μίζααξίζει τον κόπο, γιατί μην ξεχνάμε, έχουν και τρελές γνωριμίες.

Κορυφή: Πολιτικοί κυρίως, γνωστοί και ως πιγκουίνοι. Τα κουστούμια τους είναι κατά 98% μαύρα με άσπρο πουκάμισο. Εμφανίζονται σπάνια. Νομοθετούν και προβληματίζονται για τους πελάτες τους. Αξιοσημείωτο ότι λύνουν δεκάδες προβλήματα για θέματα που δε γνωρίζουν. Σαν να λέμε: ολοκλήρωμα τεταρτοβάθμιας εξίσωσης με πέντε αγνώστους χωρίς σταθερούς όρους. Μη ρωτάτε πως τα καταφέρνουν. Αυτοί ξέρουν. Αν ξέραμε και εμείς θα βρισκόμασταν και εμείς στην κορυφή της πυραμίδας και όχι στα θεμέλια ή στο βόθρο. Απαντώνται κάθε τέσσερα σχεδόν χρόνια σε πλατείες, καφετέριες και χώρους γενικότερα μαζικής προσέλευσης κοινού για να μην υπάρχει περίπτωση αντίλογου. Η μάζα ποτέ δε ρωτά, ποτέ δεν απαντά. Αποτελούν το όνειρο της μεσαίας κατηγορίας της πυραμίδας. Μιλούν με γρίφους και δεν μπορείς να τους πιάσεις από πουθενά. Είτε γιατί δεν γίνεται είτε γιατί σιχαίνεσαι.

- Τώρα με τις εκλογές θα σκάσουν και οι κουστουμάτοι στο χωριό

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακόμη:

  1. Κατά John Black, στους εν χρω κουρεμένους, το τριγωνάκι που σχηματίζεται στη μέση του μετώπου, εκεί που αρχίζει το τριχωτό της κεφαλής.

  2. Ceci n'est pas tellement slangue, αλλά χρησιμοποιείται ευρύτατα ως συνεκδοχή τύπου μέρος αντί όλου. Δηλαδή για να δηλώσει ολόκληρη την γυναίκα. Υπερθετικό: μουνάρα και άλλα της λίστας Βράσταμαν.

  3. Βρισιά. Κυρίως για δόλιο άνθρωπο, ποταπό.

  4. Το ηλιοκαμένο μαύρο τρίγωνο στο στέρνο είτε φαντάρων λόγω χιτωνίου, είτε χειρωνάκτων κατά το Αλβανικό V.

  1. Φοβερό μουνί ο Ρονάλντο! (Ελλοχεύει και η σημασία στον εναλλακτικό ορισμό του Τζόνι).

  2. Τι βυζάρες είχε το μουνί!

  3. Ποιο μουνί μου πήρε το μπλάνκο μου;
    (Συνήθιζε να το φωνάζει συμμαθητής μου).

Φοβερό μουνί ο Ρονάλντο! (από Khan, 08/09/09)(από perkins, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ρόμπα, μεταξύ άλλων αξεσουάρ της γυναικείας σπιτικής ενδυματολογίας (ρόλεϊ, κομπινεζόν, παντόφλα, αξεσουάρ πρακτικά -άρα άχαρα, ή φανταχτερά -άρα καβλερά) είναι το σύμβολο της συζύγου, η οποία:

α. την έχει πάρει από κάτω ο γάμος και το μεγάλωμα των παιδιών και δεν πρόλαβε ποτέ ξανά να περιποιηθεί τον εαυτό της

β. με το που καπάρωσε τον μαλάκα παραιτήθηκε αυτομάτως από την προσπάθεια να κρατιέται φιτ, αφέθηκε, ξεχλείλωσε, έγινε ντεκαβλέ, αντισέξ και μπουχέσα

γ. είναι χαμερπούς καταγωγής, δευτεράντζα ένα πράμα, κλατσάρα, τσόκαρο, παντόφλα

δ. έχει και κάτι το πουτανέ (δηλ. η ρόμπα της δεν είναι της λαϊκής αλλά και καλά σέξι, λαμέ, σατέν, μετάξι, βελούδο, ψεύτικα βέβαια), πουτανέ και καβλέ λοιπόν, αλλά προς το «κουρασμένο» και ξεπεσμένο πια...

ε. είναι όλα τα παραπάνω μαζί, άρα καλύπτει όλη τη γκάμα των φαντασιώσεων ενός άντρα που θέλει τη γυναίκα του μάνα, πουτάνα, φίλη

στ. είναι ακόμα μικρή και νόστιμη, αλλά φαίνεται σαφώς ότι θα εξελιχθεί προς κάποιο από τα παραπάνω πρότυπα.

Η λέξη ρόμπα όμως δεν περιορίζεται στον χαρακτηρισμό μιας ελαστικών ηθών, κακού γούστου και πατσουρέ γυναίκας. Χρησιμοποιείται για όλους, με την σημασία «ρεζίλι», όπως αποδίδεται στον άλλον ορισμό.

Σε κάποιες απ' όλες αυτές τις κατηγορίες πιθανόν να αναγνωρίσουμε τη μάνα μας ή την αγαπημένη μας θεία, αλλά τεσπα αυτή είναι η σλανγκ, τι να κάνουμε. Θεναπω ότι πόσες από τις μανάδες μας δεν αφέθηκαν μετά τον γάμο και έγιναν χάλι μαύρο, ας πούμε... Λίγες το απέφυγαν γιατί η εποχή τους είχε άλλες έγνοιες. Χάρη στην καταναλωτική κοινωνία όμως, που έχει και τα καλά της, οι σημερινές μανάδες είναι πιο φροντισμένες, πιο μέσα στη ζωή, πιο σύμβολα του σεξ από τις των περασμένων γενεών. Δεν ξέρω πόσο «μάνες» είναι, αλλά κι αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό...

Αντώνυμο: αρχοντομούνα

- Ωραίο μουνάκι!
- Ρε φίλε, τελικά σου αρέσουν Κάτι Ρόμπες εσένα, ε;
- Ε όχι και ρόμπα το κορίτσι, έχει το νυχάκι της, τα καβλιάρικα τα ρούχα της, το κραγιονάκι της...
- Ντααααξ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντυμένη πρόχειρα, δηλ. ουσιαστικά μη εμφανίσιμη. Ένδειξη άνεσης, αδιαφορίας, γκαουσύνης ή καρκατσουλοσύνης.

Με την παντόφλα πάμε στην έβγα της γειτονιάς μας ή στο περίπτερο, δηλαδή πεταγόμαστε στο άψε-σβήσε, άρα δεν χρειάζεται να ντυθούμε με κάτι παραπάνω απ' ότι φοράμε μέσα στο σπίτι.

Με την παντόφλα την βγάζουμε στο σπίτι, επειδή θέλουμε να νιώθουμε άνετα.

Με την παντόφλα δεν θα βγούμε ποτέ για να πάμε για καφέ, ή για ψώνια, ή, εννοείται στη δουλειά, ή σε κανα γάμο (αν και θα είχε πλάκα, τεσπα).

Το λέμε κυρίως για γυναίκες και λιγότερο για τους άντρες, παρόλο που και αυτοί φοράνε παντόφλες. Ίσως επειδή υπάρχει και ο χαρακτηρισμός παντόφλα για μια γυναίκα (βλ. και ρόμπα). Για τους άντρες πιθανόν να έστεκε το «με το φανελάκι» από την διαφήμιση («Και ο παππούς με το φανελάκι;!»), αλλά δεν έπαιξε τελικά κάτι τέτοιο.

Κάτι αμυδρώς αντίστοιχο έχει η έκφραση με την τσίμπλα στο μάτι, δηλαδή απροετοίμαστος, αγουροξυπνημένος, πριν καλά καλά πλυθεί το πρόσωπο μετά τον ύπνο.

  1. - Έλα, πάμε να φύγουμε, τελείωνε!
    - Κάτσε ρε να ντυθώ, δεν μπορώ να βγω με την παντόφλα ρε συ!

  2. - Τι ρούχα να πάρω μαζί μου δηλαδή;
    - Τίποτε καλό, δεν είναι Μύκονος εδώ, είναι άνετη φάση, στυλ με την παντόφλα κιέτσ'...

  3. - Πάω να πάρω τσιγάρα...
    - Έτσι θα βγεις, με την παντόφλα;
    - Ε ναι, χαλαρά, στ' αρχίδια μου...

Got a better definition? Add it!

Published