Selected tags

Further tags

Ο φασίστας.

Το μαύρο είναι το χρώμα (και) του φασισμού: απεικονίζει αφενός τις στιλιστικές επιλογές των παλαιάς κοπής μελανοχιτώνων μου Μπενίτο και των σημερινών ναζών συνεχιστών του και αφεδύο το σκοτεινό πνεύμα που διακατέχει τις ιδέες και τις ψυχές των φασό.

- Ολοι οι πρωταγωνιστές της μαύρης τρομοκρατίας στην Ιταλία της δεκαετίας του '70 «συνέπεσαν» σε μια κρουαζιέρα στην Ελλάδα, το Πάσχα του 1968. Οχι μόνο για να προσκυνήσουν τη χούντα, αλλά και να εκπαιδευτούν στις τεχνικές υπονόμευσης της δημοκρατίας απ' τους πρώτους «διδάξαντες».
(από εδώ)

- η «Μαύρη Διεθνής», η φασιστική κίνηση που είχε πυρήνα το κόμμα Γιόζεφ Στράους στη Δυτική Γερμανία, άπλωσε τα πλοκάμια της και στην Κύπρο και στην Ελλάδα και κινεί τα νήματα της συνωμοσίας για πολιτική αναταραχή και οικονομικο – κοινωνική αναστάτωση στις δύο χώρες, με στόχο καθεστωτική αλλαγή, και προώθηση νόθων λύσεων στο Κυπριακό...
(από εδώ)

- Υπαρχουν μαυροι φασιστες, κοκκινοι φασιστες, θρησκευομενοι φασιστες κοκ.
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το μάτι, ο οφθαλμικός βολβός, κατά Πίνδο μεριά.

- Στάκα, για μου μπήκε σκόνη στον μπόμπολα.

Ωχ, το μάτι μου! (από Vrastaman, 22/10/09)Γιώργος Μπόμπολας (από Khan, 22/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τον πολύ γερό άνθρωπο, όχι τόσο τον μυώδη, όσο αυτόν που έχει πολύ μεγάλη αντοχή, υπερφυσικές δυνάμεις και φοβερή κράση.

Δεν γνωρίζουμε την ετυμολογία, αλλά εικάζω ότι είναι αρκτικόλεξο από το χώρο του αθλητισμού ή από το στρατό, π.χ. Π.ΣΩ.ΜΥ. ή κάτι τέτοιο.

  1. - Ρε συ, πήγαμε Λιτόχωρο και πέσαμε στον μαραθώνιο του Ολύμπου. Είχε κάτι ψωμιά... Ο ένας ανεβοκατέβηκε Μύτικα σε τέσσερις ώρες και δεν ίδρωσε η πούτσα του.

  2. - Πάμε να φύγουμε, όλοι ψωμιά είναι εδώ, θα μας τσακίσουν.

  3. - Στην παρέλαση οι Ρώσοι είχαν σημαιοφόρο τον Καρέλιν. Τι ψωμί είναι αυτός, ρε μαλάκα; Τη σημαία την κράταγε με το' να χέρι σαν σημαιάκι!

(από panos1962, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ δυνατός άνθρωπος. Πρόκειται για κινηματογραφικό, μυθολογικό πρόσωπο από την ταινία «Cabiria» του Παστρόνε (1914). Ο όρος χρησιμοποιούνταν συχνά μέχρι τη δεκαετία του 1960, αλλά τώρα τείνει να εκλείψει.

Σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως για πλανόδιους που βγάζουν το ψωμί τους επιδεικνύοντας τη δύναμή τους. Οι παλιότεροι έχουν ακουστά τους μασίστες Παναή Κουταλιανό και Τζιμ Λόντο. Από τους τελευταίους μασίστες ο Σαμψών.

  1. Καλά, μόνος θα τη σηκώσεις τη ντουλάπα; Ο μασίστας είσαι;

  2. Φωνάζει πέντε έξι μασίστες απ' το γυμναστήριο και το γυρίσαν το φορτηγό ανάποδα! Έπαθα πλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για άνθρωπο που είναι πολύ κοντός. Για την ακρίβεια είναι τοοοόσο κοντός που κάλλιστα θα μπορούσε να μη συμπληρώνει το μέτρο για 5 εκατοστά.

Ο όρος αποτελεί αλλαξοκωλιά της φράσης «μια παρά πέντε» που δείχνει ώρα.

Συνώνυμο: ένα κι ένα milko.

- Xα χα! Πως είσαι έτσι μωρή;! Είσαι ένα παρά πέντε!!!
- Α να χαθείς ρε μαλάκα!!!
- Μαλάκα μ' έχει κάνει ο κώλος σου! Ασταδγιάλα τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τη χειμέρια νάρκη, ο μεταβολισμός των ζώων και ειδικά αυτών που ζουν σε ψυχρά κλίματα επιβραδύνεται και η θερμοκρασία του σώματός τους μειώνεται αισθητά. Γενικά η χειμερία νάρκη αρχίζει όταν κατεβαίνει η θερμοκρασία και η αναζήτηση τροφής είναι πολύ δύσκολη. Παρόλο που η θερμοκρασία της αρκούδας δεν πέφτει και πολύ και έτσι η αρκούδα μπορεί να ξυπνήσει κατά τη διάρκεια του power saving μοντ, οι αρκούδες πριν πέσουν σε αγρανάπαυση τρώνε τον αγλέορα για να συντηρηθούν. Ε... και μόλις ξανα μπουτάρουν πεινάνε του καλού καιρού. Εμπρός καλά μου σαγόνια!

Εδώ λοιπόν κάνουμε ένα κλικ πάνω από το μέσο performance της ήδη φαγανής αρκούδας, μιλώντας για την αρκούδα πριν τη χειμέρια νάρκη της.

Η ατάκα λέγεται για κάποιον που σε μόνιμη βάση ή σε περιστασιακή φάση (π.χ: σε κάποιο γλέντι) σαβουριάζει... τα γατοκέφαλα και ακόμα περισσότερο όταν τα καταβροχθίζει και τα τσακίζει στο πιτς-φιτίλι... λες και είναι αρκούδα που έχει φτάσει στο ενενήντα για να αποσυρθεί προσωρινά από την πιάτσα. Η φράση λέγεται καθ υπερβολήν, για να δείξει τη λαιμαργία η/και τη μανία που έχει πιάσει κάποιον που προσπαθεί να κατεβάσει το καταπέτασμα και να τα κάνει όλα λαμπίκο.

Αν ο τύπος είναι ένας ακάματος εργάτης στο χτίσιμο κοιλιακών (χλαπάκιασμα σε μόνιμη βάση) επαναλαμβάνοντας το πρότζεκτ κάθε τρεις και λιγο...ε τότε τι να πούμε; H κακομοίρα η αρκούδα πέφτει στη νάρκη με πολύ αραιότερο ρυθμό. Ο τυπάς λοιπόν, τρώει λες και έρχεται πόλεμος, λοιμός,... καταστροφή. Και τρέμοντας μη χάσει τις μπουκιές από τους συνδαιτυμόνες, τους παρασύρει σε μια ενδιαφέρουσα κουβέντα (hint and tip) και μετά την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια και ασχολείται με το χόμπι του. Ο τύπος διαθέτει την... επιτάχυνση, χτυπάει τις...μασαμπούκες, χτίζει τις ταράτσες, αυξάνει το λογαριασμό του στη μπάνκα (μπάκα) του και πριν... ναι ναι... πριν ο αλέκτωρ λαλήσει τρεις τον έχει φάει ήδη και αυτόν και πάει για άλλα. Αλί μη βρεθεί κατά λάθος το χέρι σου, την ώρα που κλείνουν τα σαγόνια του καρχαρία... χαχαχα.

Σημείωση: H ατάκα δένει καλύτερα σε μεγαλόσωμο (αρκούδα... και καλά) που ρίχνει συχνά τη μάσα της αρκούδας

(Σε παρέα που τρώει)

Πέτρος: Ρε παλιοχλαπαχλούπα Μήτσο, κάνε λίγο κράτει ρε... Θα μας φας και μας. Κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια. Απορώ πως ζούμε ακόμα.
Μήτσος (χωρίς να σηκώσει κεφάλι): - Αφήστε με ρε να φάω σαν άνθρωπος
Πέτρος: Ανθρωπος; Ποιος άνθρωπος; Εγω βλέπω μια αρκούδα προ χειμερίας νάρκης.
Βασίλης: Φυλαχτείτε αδέρφια... Μήτσος: Γκρρ...χαχαχα
Ολοι: χαχαχα

Ωσ υπουργός αμύνης το πρώτο μέτρο που ιθα πάρω είναι η άμυνα από τον εχθρό που λέγεται ΠΕΙΝΑ.Πάμε να φάμε αδέρφια! (από GATZMAN, 25/10/09)Ταινία Σάντα Τσικίτα. Εδώ ο Λογοθετίδης είχε τσακίσει τα...πιλάφια (από GATZMAN, 25/10/09)Ταινία:Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα. Εδώ κάποιος Μιχαλάκης κάλεσε τους φίλους του για να γιορτάσει την προαγωγή του...αλλά έσκασε τρώγοντας.  (από GATZMAN, 25/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερμέγεθες ανδρικό γεννητικό όργανο.

Προφάνουσλυ ο όρος προέρχεται από το μοντέλο Hayabusa της Suzuki, που αποτελεί τη ναυαρχίδα της εν λόγω φίρμας με πάνω από 1300 cc.

  1. - Χθες με «τάισε» ο Μπάμπης.
    - Πώς ήταν;
    - Χαγιαπούτσα! Τι να σου λέω· δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου...

  2. Ρε συ, είδα το παπάρι του Άγγελου στα αποδυτήρια. Πω, ρε μαλάκα! Τι χαγιαπούτσας είναι αυτός;

Ναυ-αρχίδα (από panos1962, 28/10/09)Suzuki Hayabusa (από panos1962, 29/10/09)Χαγιαπούτσας (από panos1962, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τελείως φαλακρός, ο καραφλάζ. Ετυμολογείται μάλλον από το γουλί (κουρεμένος με την ψιλή), αλλά οι κακές γλώσσες λένε ότι έχει να κάνει με τον γνωστό αστέρα του Χόλιγουντ Γιουλ Μπρίνερ που έδειξε το δρόμο.

Επίσης, γιούλης.

  1. - Στο ταμείο θα δεις έναν γκιούλη. Σ' αυτόν θα πας.

  2. - Ρε συ, νιώθω άσχημα με τη μαλλούρα. Όλοι γκιούληδες είναι εδώ μέσα.

  3. - Είναι δυνατόν; Πιο πολλά σαμπουάν από μένα έχει ο γκιούλης. Τι τα κάνει μου λες;

Yuliy "Yul" Borisovich Brynner (από panos1962, 29/10/09)Pierluigi Collina (από panos1962, 29/10/09)Ό άξιοτερος όλων (από BuBis, 29/10/09)Ceci n\'est pas Γκουζγκούνης (από Vrastaman, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξτρήμ γύφτος, με δυο έννοιες:

  • Ρατσιστική: προσβλητικός χαρακτηρισμός κατά των τσιγγάνων, στο ίδιο πνεύμα με τα καράγυφτος, γιούφτος, κ.α.,
  • Συμπεριφορική: o αγενής, άξεστος, μικροπρεπής και ατομιστής ξεφτίλας. Ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας, φύλου, κοινωνικής τάξης και χρώματος.

Εκ του γύφτος ( < αρχ. Aἰγύπτιος).

  1. - Ο σωστός Γύφτουλας κυκλοφορεί πάντα με έναν ολόκληρο στρατό μικρών νομισμάτων (όταν λέμε «μικρά», εννοούμε το πολύ 5λεπτα…). Έτσι, όταν φτάνει η σειρά του να πάρει εισιτήριο, αρχίζει να μετράει: «1 λεπτό, 2 λεπτά, 4 λεπτά, 6 λεπτά…», αναγκάζοντας τους υπόλοιπους δύσμοιρους που περιμένουν εισιτήριο να χάσουν τουλάχιστον κανά-δυο δρομολόγια…
    (από τον «Δωδεκάλογο του Γύφτουλα», εδώ)

  2. - « … Εις μνήμην (του τάδε) και αντί στεφάνου, ο κ. και η κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη μάς απέστειλαν 200 ευρώ υπέρ της ACTION AID» (Εφημ. «Εστία»)
    (Και) πού στέλνει την δωρεά του (…) ο βρικόλακας Μητσοτάκης: Στην μη Κυβερνητική Οργάνωση «ACTION AID» της κορούλας του, Αλεξάνδρας! Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει, δηλαδή ... Τόσο γύφτουλας είναι ο Μητσοτάκουλας: Ακόμη και τις δωρεές του εις μνήμην των φίλων του, τις στέλνει στην κορούλα του!
    (από βλόγιο μάλλον γύφτουλα, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στέκομαι κλαρίνο. Σημαίνει στέκομαι όρθιος, ευθυτενής σαν κλαρίνο όρθιο (βλ. και στέκομαι σούζα). Να μην συγχέεται με το κλαρίνο/τσιμπούκι, καθώς δεν έχει καμία σχέση ο ένας ορισμός με τον άλλο.

Ο όρος προέρχεται από το μουσικό όργανο κλαρίνο ή, πιο ορθά, κλαρινέτο, το οποίο είναι πνευστό που ανήκει στα λεγόμενα «ξύλινα» πνευστά μαζί με το όμποε (οξύαυλος, κοινώς πίπιζα), αγγλικό κόρνο (μεγάλο όμποε), φαγκότο (βαρύαυλος), κόντρα φαγκότο, φλάουτο (πλαγίαυλος), σαξόφωνο κλπ. Προφανώς ο όρος «ξύλινα» δεν αναφέρεται τόσο στο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όργανα αυτά, αλλά πιο πολύ στον τρόπο παραγωγής του ήχου: όσα πνευστά παράγουν ήχο με «μπουκίνο» (μεταλλικό «ποτηράκι» στο οποίο εφαρμόζουν τα χείλια) ονομάζονται «χάλκινα» (τρομπέτα, τρόμπα - καμία σχέση με την τρόμπα μαρίνα, η οποία είναι έγχορδο αναγεννησιακό όργανο), τρομπόνι, κόρνο, τούμπα κλπ), ενώ τα υπόλοιπα που παράγουν ήχο με καλάμι (διπλό ή μονό), είτε με άλλο τρόπο, ανήκουν στα «ξύλινα» πνευστά.

Ο επίσημος όρος για το κλαρίνο είναι ευθύαυλος, αλλά είναι παρεξηγήσιμο να πει κανείς «παίζω ευθύαυλο», αντί του ορθού «παίζω κλαρίνο» ή «παίζω το κλαρίνο».

  1. Βγήκε ο στρατηγός και στάθηκα κλαρίνο!

  2. Τους είχε σαν στρατιωτάκια. Να φανταστείς, μόλις έμπαινε στην αίθουσα, στεκόταν όλοι κλαρίνα!

κλαρινέτο (από panos1962, 30/10/09)Μπουκίνο, τσι-μπουκίνο ἢ σκέτο μποκίνο; (από aias.ath, 30/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified