Selected tags

Further tags

Παιδική έκφραση, η οποία περιγράφει απλά τον εξαιρετικά ψηλό άνθρωπο. Ο συνειρμός εμφανής και απλός: χίλια μέτρα ψηλός. Η δυναμική της έκφρασης ενέχεται στο στοιχείο της υπερβολής.

- Μπαίνω φίλε στο κλάμπ το Σάββατο και βλέπω από μακριά ένα όρθιο χιλιόμετρο. Ξέρεις ποιος ήταν; Ο συμμαθητής μας ο Γεωργίου, τον θυμάσαι;
- Ποιος ρε, εκείνος ο ψηλός, ο δίμετρος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τους αστρολάγνους, ο γενέθλιος χάρτης (γενέθλιο ωροσκόπιο) δείχνει τις τάσεις που σε σημαδεύουν σε ολόκληρη τη ζωή σου. Κατ' αυτούς, κεντρικοί πρωταγωνιστές του γενέθλιου ωροσκοπίου είναι οι πλανήτες, τα ζώδια στα οποία αυτοί βρίσκονται κατά τη γέννηση, οι θέσεις τους στο ωροσκόπιο (γενέθλιοι οίκοι), οι μεταξύ τους γωνίες (γενέθλιες όψεις) κλπ.

Το μαλακίζειν των πλανητών (πρωταγωνιστών στο χάρτη κάποιου, κατά τους αστρολάγνους) κατά τη γέννηση, αντί να παραπέμπει σε μια δημιουργική ζωή, παραπέμπει σε μια μαλακισμένη ζωή. Έτσι, όταν εκφέρουμε τον όρο αναφερόμαστε σε έναν που θεωρούμε:

1) γκαντέμη, και σε οποιονδήποτε ζει μία βασανισμένη ζωή
2) μαλάκα, ή σε έναν που περιστασιακά κάνει ή λέει μαλακίες 3) πως έχει κωλοχαρακτήρα
4) πως είναι κουασιμόδος, κλπ

Σχετικά τραγούδια: Γεννήθηκα στην κιβωτό, Γενέθλια

- Πω ρε ο Μήτσος, ασχημομούρης, σαν ανάποδο γαμώτο, γκαντέμης, τον χώρισε η πρώτη γυναίκα του, τον κερατώνει η δεύτερη γυναίκα του, είναι άνεργος, και χρωστάει τα μαλλιοκέφαλά του. Οπότε απ' την πολλή απογοήτευση το άτομο εκφράζεται ακούγοντας Καζαντζίδη και βλέποντας Ξανθόπουλο.
- Κι είναι κι άλλα που δεν ξέρεις. Εμ βλέπεις πήγε και γεννήθηκε την ώρα που οι πλανήτες του βαρούσαν μαλακία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ντύνεται σαν γαμπρός για να βγει. Τον καταλαβαίνεις από το πολύ ζελέ στο μαλλί, τα παπούτσια -συνήθως κροκό ή φίδι- που πετυχαίνουν κατσαρίδα στη γωνία και τα 15 κιλά άρωμα που έχει λουστεί. Πιθανολογείται ότι προέρχεται από την επτανησιακή διάλεκτο. Δυνητικά λέγεται και τζιτζιφιόγκος.

Πού πας έτσι ντυμένος κονιόρδος; Πας να ρίξεις καμιά γκόμενα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα είδος πουστρινιού, που λόγω της ακραίας μυτερής προεξοχής του είναι ιδανικό για να σκοτώνεις κατσαρίδες. Από μερικούς θεωρείται σούπερ σικ.

Σλανγκασίστ: Red alert.

-Καλά που φόρεσες τα πουστρίνια για κατσαρίδες, γιατί στην υπόγα που θα «βγούμε», μπορεί να μας χρειαστούν!

Βλ. και κατσαριδοκτόνο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Παλαμήδι είναι φρούριο στο Ναύπλιο το οποίο κατασκευάστηκε το 1687 από τους Βένετους, ύστερα από την κατάληψη του λόφου (216 μ.) στον οποίο βρίσκεται, μετά από σφοδρή μάχη με τους Τούρκους κατά τον Βενετοτουρκικό Πόλεμο. Η ανάβαση στο Παλαμήδι γίνεται είτε μέσω αμαξιτής οδού είτε μέσω μιας σκάλας με 999 σκαλοπάτια.

Εδώ ως παλαμήδι, δεν αναφέρουμε το συγκεκριμένο κάστρο αλλά το παλαβό μήδι (με απαλοιφή του «βο» κατά τη συνένωση των λέξεων παλαβό και μήδι), το τρελό μήδι, το ιδιαιτέρας επιλογής μήδι που προσδιορίζει την έμπνευση του Αρχιμήδη που το επέλεξε και αντανακλά το χιούμορ του. Μπορεί να είναι φωτογραφία, ήχος, ή video.

Μπορεί ένα παλαμήδι να σχετίζεται:

1) άμεσα με την ονομασία του λήμματος αλλά να μην έχει καμιά σχέση με τη slang σημασία του λήμματος (βλ. παράδειγμα 1) 2) άμεσα με την ονομασία και τη σημασία του λήμματος, αλλά να είναι δοσμένο με υπερβολή ώστε να βγάζει γέλιο. (βλ.παράδειγμα 2), κλπ.

Το σίγουρο είναι πως ένα τέτοιο μήδι δεν περνά ποτέ απαρατήρητο. Πολλές φορές αποτελεί το βιάγκρα προβολής ενός λήμματος, αφού αποτελεί κίνητρο κατά την ανάγνωση ενός λήμματος. Συμβάλλει έτσι στον έξοχο τρόπο προβολής του λήματος.

Το μήδι αυτό δεν μπαγιατεύει ποτέ και διατηρεί μόνιμα τη φρεσκάδα του.

Το παλαβό μήδι συμβάλλει στην ανάδειξη στοιχείων της προσωπικότητας του Αρχιμήδη εμπνευστή του και έτσι βοηθά στην επαύξηση της επικοινωνίας του με τους άλλους χρήστες.

Το παλαβό μήδι προκαλεί την έκπληξη και την εντύπωση και πολύ συχνά τη λολ και την καραλόλ κατάσταση.

Όπως το κλασσικό Παλαμήδι έτσι και το slang, βρίσκονται σε περίοπτη θέση, κερδίζοντας έτσι την εκτίμηση των περαστικών.

  1. Πω ρε, τι παλαμήδι έβαλε ο yahbiten! εδώ;

  2. Ε ρε, τι παλαμήδια ανέβασαν ο Χαλικιού κι ο Βράστα... εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ξινομούνες μπουζουκογκόμενες που εργάζονται στα απανταχού Duty Free των αερολιμένων.

Καίτοι περιβάλλονται από πληθώρα προϊόντων καλλωπισμού, στερούνται πάσας πηγαίας ομορφιάς και σου κάθονται όλη την ώρα στο σβέρκο «Μπορώ να σας αξυπηρετήσω; (ένρινα)», «Εάν ο πρωκτός σας επιδίδεται σε πεολειχίες ασφαλώς και μπορείτε!»

Εξαιρέσεις υπάρχουν αλλά απλώς επιβεβαιώνουν.

Χρησιμοποιείται μόνον στον πληθυντικό.

- Ρε συ Χρήστο, μήπως είδες που είναι οι Azzaro;
- Χέσε με ρε με τις Azzaro! Ρώτα τις beauty free! Ώχου.... (...λοιπόν Talisker πήραμε...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φακιδομούρης.

Για να σου πω, δεν θα ξαναπείς τον Παντελή ρυζόγαλο. Είναι γαμώ τα παιδιά. Αν σε ξανακούσω να το λες, θα σου κάνω τη μούρη κρέας, μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο Τιραμόλα είναι ήρωας κόμικ που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα την δεκαετία του '70 και το σώμα του είναι από καουτσούκ ώστε να μπορεί να παίρνει διάφορες μορφές.

Όταν λέμε κάποιον Τιραμόλα εννοούμε τον άνθρωπο με κορμί λάστιχο, που μπορεί να κάνει κινήσεις πέραν των κινήσεων του μέσου ανθρώπου. Επίσης, όταν δεν μπορούμε να κάνουμε κάποια κίνηση, υπενθυμίζουμε στον συνομιλητή μας ότι δεν είμαστε Τιραμόλα.

- Μπορείς να μου φτάσεις το τηλεκοντρόλ γιατί βαριέμαι να σηκωθώ;
- Ωχου! κι εγώ βαριέμαι είναι μακρυά, τι με πέρασες Τιραμόλα; Πάρε τα πόδια σου και πιάσ' το!

(από ο αυτοκτονημενος, 22/02/09)The phenomenon of deja vu (από Hank, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το άκουσμα της λέξης και μόνο, ειδικά αν αυτός που την λέει έχει και ρίζες στα ένδοξα ελληνικά βουνά, σκεφτόμαστε κάτι μεστό, γεμάτο, μασίφ, πυκνό και άλλες τέτοιες συνώνυμες λέξεις που παρακαλείστε να συμπληρώσετε μόνοι σας. Ως μπαμπάτσικο λοιπόν χαρακτηρίζεται το γεμάτο και νταρντάνικο μωρό, με την έννοια του παραδείγματος 6, που μόνο στη θέα του οι άντρες ανακαλύπτουν την πραγματική γωνία που μπορεί να πάρει το κεφάλι σε σχέση με τους ώμους. Η κορμοστασιά του επιτρέπει την δημιουργία διάφορων συνειρμών (εκτός εκείνων που συμπεριλαμβάνουν μίξερ, γουδοχέρι, γουέμπ-κάμερα και για τους πολύ ανώμαλους σπασμένο στη μέση φελοπίνακα) καθώς ατενίζει τον κόσμο από το διόλου ευκαταφρόνητο ύψος του 1.80 (τουλάχιστον). Απαραίτητο βέβαια συμπλήρωμα είναι η καβλόφατσα γιατί και η γλυκιά Κίτσα έχει ύψος, μπουτάρες κτλ, αλλά το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της είναι το μουστάκι.

Το θέαμα μπαμπάτσικου μωρού μπορεί να γεμίσει ακόμη και τον πιο λαρτζ άντρα αμφιβολίες. Η πρώτη σκέψη που περνάει από το μυαλό είναι η σύγκριση της παλάμης του χεριού με την αντίστοιχη δική της γιατί αν χαθεί η μαλαπέρδα στα χέρια της είναι δύσκολα τα πράματα. Επίσης ο όγκος των μπουτιών της. Θα μπορέσει ο εισβάλλων να βρει στόχο ιεραποστολικά ή θα αρχίσει τα παραμύθια περί παλιομοδίτικων και ασεξουάλ στάσεων; Γενικά η συνεύρεση με μπαμπάτσικο αποτελεί μοναδική εμπειρία ανεξαρτήτως μεγέθους και όγκου του αρσενικού. Τέλος, για να δοθεί και μια επιστημονική χροιά στο λήμμα, η λέξη μπαμπάτσικο είναι αρκετά προσφιλής λόγω των διφθόγγων που περιέχει οι οποίοι έχει αποδειχθεί πως ερεθίζουν συγκεκριμένα μέρη του εγκεφάλου περισσότερο από άλλα βαρετά γράμματα και από μια νίκη στον γκρινιάρη.

Για περιπτώσεις μπαμπάτσικου με λεφτά αισθήματα και καταγωγή από τζάκι (χωρίς το Κένεντι-Ωνάση) χρησιμοποιείται και το αρχοντομούνα.

- Πω ρε φίλε! Τι γυναίκαρος ήταν αυτή η φίλη της Μαρίας! Ψηλή, με βυζάρες, με μπουτάρες, με τα σέα της, με τα μέα της! Άσε έπαθα πλάκα!
- Τη Νάντια λες; Ναι κορυφή! Πολύ μπαμπάτσικο μωρό η δικιά σου. Ειδικά τώρα με το κόκκινο μαλλί φαίνεται πολύ έκφυλο.
- Όχι ρε δε λέω αυτή, την άλλη λέω, την ψηλή με τις πλάτες. Πολύ νταρντανογυναίκα ρε συ! Πως την έλεγαν να δεις...
- Δε μου λες, τον λαιμό της τον πρόσεξες καθόλου;
- Ναι η καημένη, μου είπε και για το ατύχημα και για το μηχάνημα που της έβαλαν στον λαιμό για να μπορεί να μιλάει. Από άλφα πρέπει να ξεκινούσε...
- Αναΐς ήταν το όνομα.
- Ά να γεια σου! Όνομα εξωτικής χορεύτριας, μόνο αυτό ταιριάζει σε τέτοιες γυναικάρες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ασπαρτάμη είναι μια έντονη γλυκαντική ουσία χαμηλής περιεκτικότητας σε θερμίδες, η οποία είναι περίπου 200 φορές πιο γλυκιά από τη σακχαρόζη (κοινή ζάχαρη). Περιέχεται σε διάφορα τρόφιμα και ποτά και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο της ζάχαρης.

Ασπαρτάμη λέγεται και το θηλυκό με μοριακή δομή και χαρακτηριστικά Λίλιαν,
μούνου, θεόμουνου, του οποίου η παρουσία αποδίδει υπερβολικές ποσότητες σε χειρογλύκανο με αποτέλεσμα να θεωρείται επισφαλής και κατά πολλούς βλαπτική. Παρά τους επικριτές της είναι νομικά κατοχυρωμένη και θα παραμείνει μέχρι να αποσαφηνιστεί η απάντηση στο ερώτημα «χύνω λες να παχύνω;» από τους ερευνητές του putzinstitut (πουτς ινστιτούτ) που εξειδικεύονται σε τέτοιου είδους μελέτες.

— Πω ρε τι καυλώστρα είναι τούτη ρε μαλά!...
— Ασπαρτάμη...

Παρενέργειες κατανάλωσης Λίλιαν (από Vrastaman, 23/02/09)Γιατί ρε Λίλι(αν) με πονάς;  (από Galadriel, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified