Selected tags

Further tags

Γαμώ, ουάου, γαμάουα, ούμπερ, σούπερ, τοπ. Που παίρνει δέκα άριστα στη βαθμολογία. Όχι βέβαια ο σπασίκλας ή το φυτό στο σχολείο, αλλά αυτός που το αξίζει πραγματικά.

Αφορά τα πάντα, κάθε φύλο και γένος, άψυχα και έμψυχα, οποιαδήποτε ικανότητα, ιδιότητα, αλλά κυρίως χρησιμοποιείται όταν πρόκειται να αξιολογήσουμε -και κατόπιν να χαρακτηρίσουμε- το άλλο φύλο ως προς την εμφάνιση.

  1. - Ωραίος;
    - Δεκάρι σου λέω!

  2. Αυτό ήταν το δεκάρι μωρή; Σκέτη χουντόφατσα είναι!

(αγορασμένα, που λέει και ο σσττφφννσσ)

απο την "ομώνυμη" ταινία  (από anchelito, 29/11/10)

βλ. και δέκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και το μπετόν προέρχεται από τα γαλλικά (béton) ομοίως μ’ εμάς αποκαλούν κι οι Ιταλοί betoniera:

1. Το γνωστό μηχάνημα και το γνωστό όχημα, παραγωγής μπετόν που χρησιμοποιούνται στην οικοδομική.

2. Η υπερβολική χοντρή γυναίκα.

Τα αγελάδα, βόδι, γουρούνα είναι υποκοριστικά· τα [κήτος], φάλαινα, όρκα, φώκια παραπλανούν, αφού είναι προς εξαφάνιση ενώ αυτή όχι· τα τόφαλος, θωρηκτό, φρεγάτα, παπόρι, ξυγκοβουνό, είναι πιο κοντά στην εξωτερική περιγραφή αλλά δεν καλύπτουν το βασικό χαρακτηριστικό της διαρκούς μασάς.

Την περιγράφει πολύ παραστατικά στο «Μικρή γλυκιά μου Μπετονιέρα» ο Μάρκος Σεφερλής παρέα με την γνωστή ιδιορρυθμία στα ερωτικά γούστα που τολμώ να περιγράψω σαν μπετονιερολαγνεία· το παχυσαρκολαγνεία (fat fetishism) μου φαίνεται κάπως, αλλά περί σλανγκο-ορέξεως...

3. Θαμώνες μπαρ και άλλων διασκεδάδικων (όχι απαραίτητα χοντροί) που καταναλώνουν ξηροκάρπια και λοιπά συνοδευτικά του ποτού σε τεράστιες ποσότητες. Το αλκοόλ είναι απλώς η αφορμή. Από γκαρσόνια και μπάρμεν ακούγονται και τα: «Έβαλε μπρος τη μπετονιέρα», «Ακόμη δε πήρε φωτιά η μπετονιέρα;» ενίοτε και σαν σφόλια. Ένα τρατάρισμα με μπαγιάτικα ψιψιψόνια («Στείλε τα ληγμένα / μπίο») μπορεί να στείλει το μήνυμα αλλά μερικοί συνεχίζουν ακάθεκτοι. Παρεμπιπτόντως, το φαινόμενο παρατηρείται εντονότερο λόγω οικονομικής κρίσης.

Υποσυνομοταξία αυτών, αποτελεί η «αυτοτροφοδοτούμενη μπετονιέρα». Παρατηρείται σε κινηματογράφους και μεγάλα κέντρα όπου υποβοηθούμενοι από το σκότος και το ημίφως, καρμίρηδες (ή οικονόμοι, όπως το δει καθείς) κουβαλούν δικές τους σνακοπρομήθειες προς κατανάλωση.

Σε κινηματογράφους μπορεί να σου γίνουν τα νεύρα τσατάλια / κρόσσια αν έχεις τη γκαντεμιά να καθίσει δίπλα σου μια μπετονιέρα σε δράση. Στις λοιπές περιπτώσεις, αν γουστάρεις, σηκώνει και τράκα: η ποιότητα είναι αισθητά καλύτερη.

4. Tο «τη γυρνάει τη μπετονιέρα» αλλού στο σάη.

  1. «Τη μπετονιέρα μην κατηγοράς - αυτή σου δίνει για να φας» (ανεπανάληπτοι στίχοι απ’ τη «μπετονιέρα» του Ζωρζ Πιλαλί)

  2. «Μικρή γλυκιά μου Μπετονιέρα»
    Στίχοι, Μουσική, Πρώτη εκτέλεση: Μάρκος Σεφερλής:

Κάτι θέλω να σου πω που καιρό κρατώ κρυφό
ψάχνω λέξεις για να βρω
πιο καλά να εκφραστώ.

Δε θέλω να μου προσβληθείς
ούτε να μου παρεξηγηθείς
για το λόγο λοιπόν αυτό
απόξω - απόξω θα σ' το πω

Κάνανε ζάρες οι βυζάρες σου
και σακουλιάσαν οι ματάρες σου
το δαχτυλίδι δε χωράει πια στο χέρι σου
και είναι εφτά κιλά το κάθε κωλομέρι σου.

Η κυτταρίτιδα έφτασε στ' αμήν
παραγγελία κάνεις το μπλου τζην
δύο καρέκλες για να κάτσεις δε σου φτάνουνε
αυτά μωρό μου όμως βλέπω και με φτιάχνουνε.

Μικρή γλυκιά μου μπετονιέρα
που τρως σαν πούστης όλη μέρα
ψάχνω για να 'βρω κάποια λύση
αυτή η σχέση μη διαλύσει.

Μικρή γλυκιά μου μπετονιέρα
σου 'φερα γκούντα και γραβιέρα
να τρως συνέχεια ψάχνω λύσεις
φοβάμαι μην αδυνατίσεις.

Μοιάζεις με μίνι φαλαινίτσα
έχεις τεράστια κοιλίτσα
σαν δυο αρκούδων έχεις κώλο
αυτές που ζουν στο Βόρειο Πόλο.

Από το πάχος λεν θα χάσεις την υγεία σου
εσύ μην τους ακούς, άδειαζε τα ψυγεία σου
ότι δε φαίνονται σου λένε τα παΐδια σου
εσύ μην τους ακούς γράφτους όλους ... κανονικά

  1. –Τι 'ναι αυτή η στοίβα ρε;
    – Ό,τι πιατικό γλίτωσε απ’ τη μπετονιέρα στο 15. – Με μια σφήνα Κάτυ μόνο; Κρύψ’ τα κάσιους και στείλε μπίο.
    – Μπίο γιοκ εδώ και μισή ώρα.
    – Λες να ‘χει καβάντζα η μπουζουκλερί απέναντι;
    – Κι εκείνα από ‘κει ήταν.
    – Πω ρε πούστη μου!! Μα που τα βάζει;
    – Να ψήσω τραχανά με στραγάλια στα μικροκύματα ντεμέκ εξωτικό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται σήμερα όχι μόνο το πραγματικό σώβρακο μιας πραγματικής γιαγιάς (λευκό, φαρδύ, βαμβακερό, βλ. μήδι 1, 2), αλλά αυτό το σούπερ αναπαυτικό εσώρουχο που δεν είναι κουραδοκόφτης, που δεν σου μπαίνει στον κώλο σε κάθε βήμα, που εξυπηρετεί τα μάλα τις μέρες τις περιόδου (πιάνει και καλύτερα η σερβιέτα γιατί είναι φαρδύ στο κάτω μέρος), αλλά που δεν το φοράς καλά-καλά ούτε τότε, ακόμα κι αν (ή μάλλον ίσα-ίσα όταν) είσαι ξεμειναμένη και δεν σε βλέπει γκόμενου μάτι, τόσο πολύ έχεις πειστεί ότι είναι ντεκαβλέ και αντισέξ και αντικούκου και ότι θυμίζει τις βράκες που φορούσε η γιαγιά σου ή και η μάνα σου ακόμα, ή και εσύ, όταν ήσουν μικρή και αθώα ύπαρξιςςςς... Υπάρχουν όμως ορισμένοι σερνικοί που φετιχίζονται με δαύτα -επίσης κάθε αρσενικός στη σεξουαλική του καριέρα μπορεί να περάσει φάση με τις βράκες, οπότε ιτς οκέικ.

Εκτός όμως από τα περιοδόβρακα (μήδι 3), ευτυχώς η μόδα έχει και την πρακτική της συναίσθηση και επανέφερε τα σώβρακα της γιαγιάς σε μονδέρνα βερσιόν που τα πάει πιο προς το λολιτέ, άρα τα καθιστά διπλά σέξι, δεν διαγράφονται μέσα από το παντελόνι, ΔΕΝ έχουν λάστιχα που πιέζουν και κάνουν πλαφ τα πλαϊνά μας, ομορφαίνουν τις άσχημες και κάνουν ακόμα πιο ωραίες τις ωραίες, είναι πολύχρωμα, ριγέ, λουλουδάτα, με πουά, με ό,τι και, μάλιστα, εννοείται ότι δεν λέγονται «της γιαγιάς», λέγονται «με ανδρικό κόψιμο», βλ. μήδι 4.

  1. Δεν πειράζουν τα ακριβά εσώρουχα, αυτό που πειράζει είναι να φοράς τα εσώρουχα «της γιαγιάς σου».
    από δω

  2. Σλιπ «πανοπλία»
    Γνωστό και ως «βράκα της γιαγιάς» είναι πλέον ο,τι πιο ξεπερασμένο και παλιομοδίτικο κυκλοφορεί σε γυναικείο εσώρουχο. Αν τύχει να φορέσετε ένα τέτοιο δύο είναι τα τινά: ή ότι σήμερα είχατε μπουγάδα και δεν πρόλαβαν να στεγνώσουν τα υπόλοιπα ή ότι απλά χαίρεστε την ασφάλεια και την σιγουριά που σας προσφέρει ένα τέτοιο εσώρουχο. Νιώθετε δηλαδή ασφαλείς και άνετες στην ζωή σας. Είστε αρκετά διστακτικές και αν –μία στο τόσο – τύχει να ξεπεράσετε τα όρια και να κάνετε κάτι extreme, τότε συνειδητοποιείτε πόσο μεγάλο λάθος (;) κάνατε και επανέρχεστε στην κανονική – και μονότονη – ζωή σας. Μην μας παρεξηγήσετε, αλλά αυτού του είδους τα εσώρουχα είναι εκτός εποχής. Τέλος. από κει

  3. - Αχχχχχχχ μωρό μου, έλα, έλα δω τώρα, έλα να δεις τι θα σου κάνω, έλα...
    - Όχι τώρα κουστούνο μου, όχι... περίμενε λίγο να κάνω ένα ντουσάκι, να βάλω και το δώρο που μου έκανες...
    - ... γάμησέ το το δώρο τώρα, αχχχχ...σε σκίζω και με το βρακί της γιαγιάς, έλα τώρα που σου λέω, αχχχχχχ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται για ζώα χωρίς κέρατα.

Κυκλοφορεί παντού στα Βαλκάνια (βλάχικα sut- αλβανικά shyt- σλάβικα šutu) με πιθανή λατινική ρίζα. Εδώ έφτασε απ’ τα Αλβανικά.

Είναι μειωτικός χαρακτηρισμός και σημαίνει:

  • Βλάκας, μπουνταλάς, ουγκ (αφού αναφέρεται σε ζώα).
  • Αυτόν που είναι του χεριού μου, που δεν φέρνει αντίσταση, που κωλώνει (αφού δεν έχει κέρατα - όπλα - μέσα άμυνας).
  • Χαντούμης, σεξουαλικά ανίκανος – ανήμπορος (το βαρβάτον των αρσενικών και το μέγεθος των κεράτων τους σχετίζονται τα μάλα, αναντάμ παπαντάμ, σε όλες τις βουκολικές μικροκενωνίες).

    Για το θηλυκό, σιούτα, ο Πετρόπουλος διασώζει την ερμηνεία:

  • Γυναίκα χωρίς στήθος, με στήθος σανίδα / πλάκα / κόντρα πλακέ / σιδερώστρα (επίσης απ’ την έλλειψη κεράτων).

  1. - Άι σιούτε, προυχώρα!!
    - Σα πού;
    - Στα γκρέμνα να γλιτώσου απ’ τα σένανε!!

  2. - Κι άφησες να σου κάνει τη μάπα θερινή αυτός ο σιούτος ρε μαλάκα;
    - Ήτανε κι ο Ντέρτι Χάρης μαζί του.

  3. - Ποιος ειν' ο μπροσταρόκριος;
    - Ου Μήτρους ου σιούτος.
    - Τσώπα!!
    - Έχεις χάσ’ λειτουργίες συ.

  4. - Γαμώ τον πούστη που ‘βγαλε το γουόντερμπρα.
    - Σιούτα η …Ντόλυ Πάρτον;
    - Εσύ μπροστά της έχεις βεράντες.
    - Να κεράσω σιλικόνη;
    - Έχεις τίποτε σε μπίο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που περπατάει λίγο σαν άντρας - δηλαδή, με τις μύτες των ποδιών να ανοίγουν προς τα έξω και με τα χέρια λίγο σαν να είναι έτοιμη να δείρει κάποιον (συνήθως στις τσέπες του μπουφάν).

Πώς πας έτσι ρε καραγκούνη, περπάτα λίγο πιο θηλυκά, κοπέλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τον αγγλοαμερικάνικο όρο vertical smile κι αναφέρεται:

  1. (κυρίως) στο γυναικείο αιδοίο του οποίου τα μεγάλα χείλη σχηματίζουν ένα «χαμόγελο», το οποίο όμως, όταν η γυναίκα είναι όρθια, είναι κάθετο σε σχέση με το κλασικό χαμόγελο των χειλιών του προσώπου. Φαίνεται καλύτερα όταν το μουνί είναι ξυρισμένο. Γι’ αυτό και αποτελεί έκφραση σε περιβάλλοντα όπως στούντιο ομορφιάς όπου γίνονται αποτριχώσεις, και πλασάρεται από γυναικεία περιοδικά.

  2. (πολύ σπανιότερα) στο στόμιο της ανδρικής ουρήθρας.

Παρακαλώ πολύ, να μην εμφανιστούν σχόλια ή μήδια σχετικά με τον πασίγνωστο οργανισμό προστασίας των δικαιωμάτων του (όλοι ξέρουμε). Πιασάρικο μεν, ψιλοφθηνό δε (κατά την ταπεινή μου γνώμη). Σαν λογοπαίγνιο σχετίζονται κάργα, αλλά το να ψάχνει κάποιος το ένα και να του εμφανιστούν και τα δύο μπορεί να θίξει, πράγμα που δεν θα το ήθελα. Ναι, ρε, έχω ταμπού.

  1. «Η ζωή αρχίζει μ’ ένα κάθετο χαμόγελο»

- Νομίζω πως χρειάζομαι μια ..περιποιησούλα για ν’ αναδειχθεί το κάθετο χαμόγελό μου.
- Χόλυγουντ, Μπραζίλιαν, μπικίνι, τριγωνάκι, κάτι ιδιαίτερο;
- «Να καεί ο Αμαζόνιος» που θέλει ο δικός μου δεν κάνετε;
(από μπλογκ)

  1. «…Είχε γυρίσει μπρούμυτα όταν ξύπνησε. Ένοιωσε κάτι να βρίσκεται κάτω από αυτόν που τον ενοχλούσε πολύ έντονα. Κάτι σκληρό υπήρχε ανάμεσα σε αυτόν και στο στρώμα του κρεβατιού που τον ανάγκαζε να αισθάνεται άβολα. Άνοιξε τα μάτια του, γύρισε ανάσκελα και έκπληκτος είδε τη φύση να προεξέχει απ' το σώβρακο με το γνωστό κάθετο χαμόγελό της. Χαμογέλασε κι αυτός με ικανοποίηση και του ήρθαν στο μυαλό αυτά που σκεφτόταν πριν λίγες ώρες στη βεράντα. Η μητέρα φύση με θυμήθηκε, άδικα την κατηγόρησα, σκέφθηκε. Τη χούφτωσε και εκτονώθηκε…» (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματισμός των Ελλήνων της Νότιας Αφρικής. Κολοράτος είναι ο colored, ο έγχρωμος, ο άνθρωπος που δεν ανήκει ούτε στην λευκή φυλή ούτε στην μαύρη. Κυρίως αναφέρεται στους μιγάδες (αλλά και σε άλλους, όπως μπορείτε να δείτε εδώ).

Βλ. και μελαχρινός, με τα εκεί σχόλια.

Από εδώ:

Στην εφηβεία δουλεύει ως εργάτης και βρίσκεται οργανωμένος στο κομμουνιστικό κόμμα και αυτό γιατί το κ.κ. είναι το μόνο που δέχεται τους μιγάδες, τους κολοράτους όπως τους αποκαλούσαν. Όλοι οι άλλοι π.χ. το νοτιοαφρικανικο κονγκρέσο που κυβερνά σήμερα (Μαντέλα) δεν αναγνώριζαν τους κολοράτους.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κάτοχος υπερδιάστατου πέους.

Σε μέγεθος και σχήμα του ομώνυμου καρπού που τον παίρνει και τον κρατά, ζεστό-ζεστό και λαχταριστό, όλος ο κόσμος στο χέρι τα καλοκαιρινά βραδάκια, το μπαινοβγάζει λαίμαργα στο στόμα, ενώ στο τέλος σκουπίζει απ τα χείλη του τα υπο-λήμματα με τη χαρτοπετσέτα.

Αν του αρέσει ή δεν χορτάσει, γυρίζει πίσω και τον ξαναπαίρνει.
Αν έχει μεγάλη ουρά αναμονής και βιάζεται, πηγαίνει και τον παίρνει από πίσω.

Συνώνυμα γούδα, μπάρα.

- Τώρα που τον είδα με μαγιό, κατάλαβα γιατί τον φωνάζουν καλαμπόκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση κατά την οποία περπατάει ξυπόλυτος, είτε γιατί δεν έχει μαντήλι να κλάψει, πόσο μάλλον παπούτσια να φορέσει, είτε γιατί την έχει δει New Age ότι με γυμνά πέλματα είναι σε επαφή με την ενέργεια της Γης, είτε για οποιονδήποτε λόγο μπορεί να γεμίσει κάπως αυτόν τον ορισμό για να μην πάει άκλαυτος από αυτούς που βαθμολογούν καλά μόνο τους σεντονοειδείς!

Το φαινόμενο της ξυπολυταρίας είναι πολύ συχνό στα μικρά παιδιά που αλωνίζουν ξυπόλυτα όλο το σπίτι και μετά πατάνε wild and free σε μαξιλάρια, σεντόνια, τοίχους, ταβάνια κτλ και τα μετατρέπουν σε δείγματα διαφήμισης του Ariel: αν έχεις το κοινό καθαριστικό, [τη γάμησες]!

  1. (παππούς στο εγγόνι)
    - Πάλι γυρνάς ξυπολυταρία βρε Νικολάκη;; Βάλε τις παντόφλες σου!
    - Action man, είναι σούπερ δυνατόοοος!!!!

  2. Θ - Έχω σφουγγαρίσει καλά το σπίτι, αν θέλεις μπορείς να γυρνάς ξυπολυταρία!
    C - (τρίβωντας το ξύλινο πάτωμα με το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού και ικανοποιημένος από τον χαρακτηριστικό ήχο)
    Τρίζει από καθαριότητα!!

Το Ξυπόλητο Τάγμα (από HODJAS, 17/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή η ατάκα διαφήμισης ίσως πρέπει να σταθεί μόνη της. Προέρχεται, αν θυμάμαι καλά, από διαφήμιση του Ούλτρεξ το οποίο έδινε και καλά τρομερή λάμψη και υγεία στα μαλλιά του πρώην πιτυριδούχου, οπότε αυτός μπορούσε πια να αφεθεί χωρίς να κομπλάρει στα χέρια μιας εϊτίλας μούνας που τον χαϊδολογούσε λέγοντάς του καβλιάρικα στ' αυτάκι: «Και σού' κανε ένα μαλλί...» (ενν: «...άλλο πράμα!»).

Τώρα πια λέγεται από κάποια λείψανα των ογδόνταζ (ή σημερινούς πιτσιρικάδες που το άκουγαν από τους μεγαλύτερους) και λέγεται μόνο όταν θέλουμε να κοροϊδέψουμε αυτό που συνέβη στο μαλλί μας -ή στου άλλου- εξαιτίας πχ του αέρα, της υγρασίας, του ύπνου, κόκ.

  1. - ...και σού ΄κανε ένα μαλλί...
    - Πάλι πρόβλημα;
    - Ε δε βλέπεις ρε μαλάκα πώς έγινα; Αυτό το γαμολοτζέλ τα λασπώνει και γίνονται σύσκατα.

  2. Και σου ‘κανε ένα μαλλί…
    Οι στυλίστες υποστηρίζουν ότι ένα κολακευτικό χτένισμα ή κούρεμα μπορεί να καλύψει πολλά λάθη που κάνουμε στην εμφάνισή μας.
    (άρθρο από εδώ

  3. Και σου ‘κανε ένα μαλλί
    To πρώτο SAWARI HAIR BAR άνοιξε τις πόρτες του στην Αθήνα και σας περιμένει για μια απόλυτη περιποίηση μαλλιών. από κει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified