Further tags

Ο ήχος ο οποίος παράγεται από το γεννητικό όργανο μιας γυναίκας κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης.

- Πω πω δες αυτό το μουνί ρε!
- Πρέπει να 'ναι και πολύ φλίτσι-φλίτσι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νερόβραστο φαγητό, με πολύ ζουμί και ελάχιστη γεύση. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από τον ήχο που ακούγεται ρίχνοντας στερεά υλικά στο νερό που βράζει.

- Ψηλέ, τι έχουμε για φαΐ;
- Πατάτες μπλουμ.
- Πάλι ρε πούστη μου... Πατάτες μπλουμ, μακαρόνια μπλουμ, για το πούτσο είναι ο μάγειρας... Πότε θα πάω σπίτι μου να φάω σαν άνθρωπος...

O νερόβραστος δήμαρχος της Νέας Υόρκης Michael BLOOMberg. (από Vrastaman, 12/09/08)Πάλι μπλουμ ... (από poniroskylo, 12/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος ακατάσχετα φλύαρος και, κατ' επέκταση, αερολόγος. Διακόπτει τους άλλους συνεχώς - π.χ. άσε, πού να σου λέω ή, καλά, άμα σου πω τι έπαθα ... - μονοπωλεί μονίμως την κουβέντα, λέει μόνο για να λέει και λατρεύει τον ήχο της φωνής του.

Η λέξη σχηματίζεται από το μπουρ-μπουρ (ή, μπούρου-μπούρου βλ. και μπούρου-μπούρου μαλακίες) με δεύτερο συνθετικό το -αγάς, όπου αγάς είναι ο τοπικός διοικητής ή αφέντης την εποχή της Τουρκοκρατίας. Ο μπουρμπούραγας, λοιπόν, δεν είναι απλώς πολυλογάς - είναι και ο αρχηγός των πολυλογάδων και, ωσεκτουτού, απίστευτος σπασοκλαμπάνιας.

Στον επαγγελματικό στίβο, ο μπουρμπούραγας απαντάται συχνά στους χώρους των πωλήσεων και του πι-αρ όπου διακρίνεται ως biri biri maker. Αν ακολουθήσει καριέρα πανεπιστημιακή/νομική/τηλεοπτική συχνά εξελίσσεται σε ειδικό μπουρδολόγο / παπαρολόγο. Στο οικογενειακό περιβάλλον είναι ιδιαίτερα ενοχλητικός αν έχει και άποψη για τα θέματα του νοικοκυριού - αν είναι, δηλαδή, και γυναικοθόδωρος.

Σημειωτεόν ότι ο όρος μπουρμπούραγας δέον να χρησιμοποιείται μόνον για άντρες. Μια γυναίκα μπορεί να χαρακτηρισθεί μπουρμπούρα αλλά συνηθέστερα την λέμε γλωσσού, γλωσσοκοπάνα, γαλιάντρα ή κατίνα - αν και όλα αυτά έχουν κάποιες λεπτές νοηματικές διαφορές.

- Καλέ, τι πράμα είναι αυτός ο ξάδερφος σου ... πρώτος μπουρμπούραγας ... ήρθε επίσκεψη προχτές, αρμένικη βίζιτα την έκανε ... τρεις ώρες έκατσε, γλώσσα μέσα δεν έβαλε ... μπούρου-μπούρου και μπούρου-μπούρου, μας έπρηξε ... και πανάθεμα με αν θυμάμαι ένα πράμα που μας είπε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μμμ! τι ωραίο επιφώνημα! Μμμ! μουγκανίζουν οι αγελάδες Μμμ! αναφωνούμε όταν θαυμάζουμε, αναρωτιόμαστε, αμφιβάλλουμε, σκεφτόμαστε, ηδονιζόμαστε, επιβραβεύουμε. Όσο πιο πολλά τα μ, τόσο πιο έντονα τα συναισθήματα.

Μμμμμ ναι ναι ναι μμμμμμναι μμμμμ ... τι μου κάνεις μάνα μου; μμμμμ μμμμ μμμμμμμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Νιάου», ή καλύτερα «νιάαααααααααααααααααου» είναι το χτύπημα ψιλής (πολύ πρίμας) νότας σε ηλεκτρική κιθάρα, με αμέσως επόμενο το «σήκωμα» της χορδής.

Λέγεται έτσι επειδή παραπέμπει στον ήχο που παράγει μια γάτα, ιδιαίτερα όταν βρίσκεται σε σεξουαλική κορύφωση.

Το πρωτοανακάλυψε ο Jimi Hendrix όταν σε μια συναυλία του, μια λυσσασμένη γάτα ξεπήδησε μέσα από τους fans και ανέβηκε στο μικρόφωνο. Ο Hendrix προσπάθησε να την κατεβάσει από το μικρόφωνο, τραβώντας την με δύναμη από την ουρά. Η γάτα τότε έβγαλε έναν απόκοσμο ήχο και το κοινό από κάτω τρελάθηκε. Αυτό ήταν. Η μουσική παλέτα είχε εμπλουτιστεί με κάτι απίστευτα πολύτιμο. Βλέποντας την αντίδραση του κοινού, ο Hendrix αποφάσισε να προσθέσει στο παίξιμό του αυτό το τσίριγμα, που σηκώνει την τρίχα και στον πιο απαιτητικό θεατή. Ακολούθησαν πολλοί μιμητές, κανείς με τόσο μεγάλη επιτυχία.

...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση - ήχος που προέρχεται από τα μικιμάου.

  1. Λιγουρεύομαι κάτι, τόσο πολύ, που μου τρέχουν τα σάλια και τα μαζεύω με αναρρόφηση: σλουρπ! Παραδείγματα 1, 2, 3.

  2. Καταπίνω με λαχτάρα κάτι υγρό, κυρίως πηχτό, με αναρρόφηση επίσης: σλουρπ! Παραδείγματα 4, 5, 6.

Παίζει ιδιαιτέρως για λιγούρια.

Αντίστοιχες εκφράσεις - ήχοι: λυγμ, κλαψ, σνιφ, γκλουπ, σμπαρακουάκ, μούμπλε μούμπλε κ.λπ.


Ασίστ: vip από εδώ.

Παράδειγμα 1
- Μάνα μου, τι τούρτα είναι αυτή! (σλουρπ - τα σάλια).

Παράδειγμα 2
- Κάτια κοίτα τα κόκκινα λουμπούτιν στην βιτρίνα! (σλουρπ - τα σάλια).
- Χέσε με ρε, αυτά κάνουν ένα μισθό, βολέψου με μιγκάτο.

Παράδειγμα 3
- Παναΐτσα μου, κόψε ένα μωρό ρε! (σλουρπ - τα σάλια).
- Κόψε κάτι και συ μωρέ, σιγά το μωρό.

Παράδειγμα 4
Ένα μωρό πίνει λαίμαργα το γάλα από το μπιμπερό του (σλουρπ - το γάλα).

Παράδειγμα 5
Ένα κοριτσάκι ρουφάει λαίμαργα το μιλκσέικ φράουλα (σλουρπ - το μιλκσέικ).

Παράδειγμα 6
Μια ρουφοκαβλέτα ρουφάει λαίμαργα τα πάντα όλα μετά την πίπα (σλουρπ - το σπέρμα).

-Τι χαμογελάς ρε συ, λιώνει και θα λερωθούμε, γλύφε!!! (σλουρπ) (από Galadriel, 18/03/09)Nothing Sucks like a Hoover! (από Vrastaman, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως παρατηρεί η χρήστρια Mes, το σνιφ είναι το ρούφηγμα της μύτης μετά το κλάμα. Οπότε το σνιφάρω είναι ηχομιμητική λέξη που δηλώνει την εισπνοή από την μύτη μαζί με άλλη ουσία, τα δάκρυα και μύξες στα Μικυμάου, ή συνηθέστερα κάποια ναρκωτική ουσία, όπως η κοκαΐνη. Κοινώς, το να κάνεις μυτιά ή μύτινγκ. Χρησιμοποιείται και για οτιδήποτε άλλο μπορεί να έχει λειτουργία ναρκωτικού.

Συνήθης έκφραση: σνιφάρω γραμμές.

  1. (από την Ελευθεροτυπία)
    «Τώρα σνιφάρω μόνο μουσική. Είναι πιο δυνατή από οποιαδήποτε ποσότητα κόκα».

  2. (Από βλόγιον)
    «Σνιφάρω κρατισμό.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαιη ελληνική ηχητική απόδοση (που όμως βγάζει και νόημα) του «I can't get no satisfaction», τίτλου / στίχου τραγουδιού των Rolling Stones. Εκφράζει απόλυτα -όσο και διακωμωδεί- την απόγνωση του έλληνα άντρα προς την γυναίκα που, και καλά, τον τρελαίνει. Και, παραδόξως, συμπληρώνει επάξια την (ελληνικής ερμηνείας πάλι) σημασία του στίχου των Stones: I can't get no satisfaction, σο, δεν αντέχω, θα τη σφάξω.

Έχει χρησιμοποιηθεί, αν θυμάμαι σωστά, και σε διαφήμιση για κατσαριδοκτόνο (;).

- Δεν την αντέχω άλλο, ρε πούστη μου, θα την καρυδώσω!
- «Δεν αντέχωωω, θα την σφάξωωωω!»
- Κορόιδευε μαλάκα, κορόιδευε...

(παρακαλώ κάποιον χρήστη, ακούει τζίζας;;;, να ανεβάσει ηχητικό μύδι με τον στίχο αυτό)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «μπιπ» προέρχεται από την πρακτική αιδέσιμων τηλεσταθμών και ραδιοσταθμών να βάζουν ένα μπιπ πάνω από τα βρωμόλογα βρωμολόχων. Ως γνωστόν, οι σταθμοί αυτοί επιθυμούν να ακουστούν τα βρωμόλογα για να ανέβει η ακροαματικότητα κι έτσι τελείως φαρισαϊκά βάζουν ένα «μπιπ» μόνο, όπου μπορεί εύκολα να εικαστεί η βρισιά από τα συμφραζόμενα. Αυτό έχει οδηγήσει πολλούς σλανγκιστές να εντάξουν το «μπιπ» στον σλανγκικό λόγο τους με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Λ.χ.:

Το μπιπ κατεξοχήν σημαίνει «γαμώ». Εξ ου και η έκφραση «άντε μπιπ ρε». Ή λιγότερο συχνά «θα σε μπιπ», «μην μας μπιπ» κ.ο.κ. Τα παραπάνω μπορεί να τα πουν όχι μόνο εκόντες σλανγκιστές, αλλά και άκουσες σλανγκίστριες παρθενοπιπίτσες και των δύο φύλων.

Μία χρήση επώνυμου σλάνγκαρχου έχει γίνει από τον Γιώργο Μητσικώστα, όπου υποδυόμενος τον Τσουκαλά κυρίως, αλλά και άλλους λαϊκούς τύπους, όπως ο Τάκης Ψωμιάδης χρησιμοποιεί ευρέως τα «άντε μπιπ ρε», «θα μας μπιπ τα αρχίδια» και πολλά άλλα.

Πολύ παλιότερα (δίσκος «Μαλακά» αρχές 80ς), ο Χάρρυ Κλυνν έχει κάνει χρήση του μπιπ σε ένα τραγουδάκι, βλ. παράδειγμα.

Χαρρυκλυννικό συνώνυμο: μπλιμ μπλομ.

Ασίστ: Μες.

Κάποτε είχα γνωρίσει μια Μαίρη,
που είχε δυο μάτια γλυκά, φωτεινά,
μαζί περπατήσαμε χέρι με χέρι,
και αγαπηθήκαμε στα σκοτεινά.

Φοβόταν η Μαίρη μην έρθει ο παππούς της,
και μην μας τσακώσει σε κάποια γωνιά,
και λέω κι εγώ «λες να έρθει ο μπιπ,
κρυφά να μας στήσει καμιά παγανιά»;

Πίσω απ' τις λεύκες και τις ακακίες,
της είπα «για σένα η καρδιά μου πονά»,
και μού 'πε αυτή «μα μη λες μπιπ,
τα ίδια έχεις πει και σε άλλες ξανά».

Της είπα λοιπόν πως δεν είμαι της πλάκας, για μένα πεθαίνουν γυναίκες πολλές,
μπορεί να με λεν μα δεν είμαι μπιπ,
και δεν τις ανέχομαι τις προσβολές.

Θα φύγω μου είπε αφού δε σ' αρέσω,
κατάλαβα πλέον πως δε μ' αγαπάς.
Και τότε της είπα κι εγώ να σε μπιπ,
αφού την αγάπη μου δεν εκτιμάς.

Δε θέλω να φύγεις από την αυλή μου,
τα όσα μου κάνεις θα βγούνε ξινά,
μ' αν πάλι μου φύγεις κι εγώ στο μπιπ μου,
μιαν άλλη στη θέση σου θα βρω ξανά.

Να φύγεις λοιπόν δεν κρατάω κακία,
μονάχος τα βράδια μου θα ξαγρυπνώ,
θα παίζω άμα λάχει και μια μπιπ,
τον πόνο μου έτσι κι εγώ να ξεχνώ.

Θα γράφω τραγούδια για να βρω τη λύση,
πολύ πικραμένα μελαγχολικά,
γιατί ο μπιπ αν σ' είχα μπιπ,
ποτέ δεν θα μου 'φευγες οριστικά.

Τέτοια τραγούδια δε γράφω για άλλες,
γιατί ίσως θα πρέπει να λογοκριθούνε,
κι αν δεν τα περάσουν αυτές οι μπιπ,
από το ραδιόφωνο δε θ' ακουστούνε.

Ενα τραγούδι έχω γράψει όλο κι όλο.
το μόνο που μες την καρδιά μου γυρνά.
Μήπως θα πρέπει να δώσω και μπιπ,
στη λογοκρισία που δεν το περνά;

Βαρέθηκα απ' όλους ν' ακούω τα ίδια,
πως τέτοια τραγούδια δεν είναι σεμνά
και όμως μας έχουνε πρήξει τα μπιπ, από το ραδιόφωνο καθημερινά.

(από Khan, 26/03/11)

Δες και βάλε μπιπ στο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηχομιμητική λέξη από τον ήχο του γέλιου. Είναι επιφώνημα και εκφράζει μειωτική, επιτιμητική, ειρωνική, περιπαικτική, γενικά αρνητική στάση του ομιλητή έναντι αυτού προς τον οποίο απευθύνει τον λόγο. Επέτεινε την χρήση του ο Μάρκος Σεφερλής.

Αχαχούχα! Πώς είναι έτσι ντυμένη σαν τσόλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified