Further tags

Στη φράση «(δουλεύω με) μπλοκάκι» ή «δουλεύω μπλοκάκι». Εννοείται το μπλοκάκι των αποδείξεων παροχής υπηρεσιών.

Αναφέρεται στην σχετικά νέα μορφή ελαστικής εργασίας, κατά την οποία ο εργαζόμενος ουσιαστικά δουλεύει για μια εταιρεία (πλέον ακόμα και μικρού μεγέθους), δηλαδή βαράει ωράρια και στην ουσία είναι εργαζόμενός* της, της οποίας όμως δεν είναι προσειλημμένος υπάλληλος, αλλά κόβει απόδειξη παροχής υπηρεσιών.

Δουλειά με το κομμάτι, δηλαδή, και καπιταλισμός 19ου αιώνα, για πρώην καλομαθημένα παιδιά του συστήματος όπως μηχανικοί, ή απόλυτη εξαθλίωση και ακραία εργασιακή ανασφάλεια για εργαζόμενους πχ στην καθαριότητα, λέγε με Κούνεβα.

*απασχολείται κατά το Σημίτειο νιούσπηκ, λες και η δουλειά είναι παιδικός σταθμός, να απασχολείται δημιουργικά το παιδί, να μαθαίνει και τίποτα, όχι μόνο τηλεόραση και ύπνο.

- ...και πού δουλεύεις ρε συ; Εταιρεία ή γραφείο;
- Εταιρεία.
- Πρόσληψη κανονικά;
- Είσαι σοβαρός ρε; Μπλοκάκι. Ποιος προσλαμβάνει μηχανικό. Όλοι μπλοκάκι δουλεύουνε.

(από Vrastaman, 27/08/12)(από Vrastaman, 27/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πώς απογειώνεται

Η Θεωρία του Μείζονος Βλακός προτείνει ότι ένας επενδυτής μπορεί να αγοράσει σε βλακωδώς ακριβές τιμές εφ’ όσον γνωρίζει ότι θα πουλήσει σε μεγαλύτερο από αυτόν βλάκα σε υψηλότερη τιμή. Έτσι δημιουργείται κάθε επενδυτικό αεροπλανάκι.

Πώς καταρρέει

Μοιραίως κάποιος θα σκεφτεί «το φελέκι μου μέσα, μπορεί να είμαι βλάκας, αλλά δεν είμαι και αρχιμαλάκας. Και χώνει.

Ηθικόν δίδαγμα

Η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ!

Βλ. και επενδυτική πυραμίδα.

- Ενός βλακός προκειμένου μύριοι έπονται...
(Ευάγγελος Λεμπέσης, «Η τεραστία κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω», 1941)

- Διεθνείς επενδυτικοί οίκοι και hedge funds που έχουν κατακλύσει την ελληνική αγορά με κεφάλαια της τάξης των 40 δισ. ευρώ φαίνεται να δημιουργούν το απόλυτο «αεροπλανάκι» καθώς μέσα από κατευθυνόμενες εκθέσεις και τιμές-στόχους για μετοχές, κατορθώνουν να κερδοσκοπούν εγκλωβίζοντας ακόμη και τους ίδιους τους πελάτες τους για να φορτώσουν τελικά το «μουντζούρη» που αγοράζουν στην ύψιστη τιμή πριν κατρακυλήσουν οι τιμές...
(προφητικό άρθρο απ'ο το 2005)

- Στο αεροπλανάκι και ο Κάρολος Φιξ. Ορισμένες από τις πλουσιότερες οικογένειες της χώρας, μέλη του διεθνούς τζετ-σετ, είχαν επενδύσει στα «πυραμιδικά» επενδυτικά προϊόντα (...) με αποτέλεσμα τα λεφτά τους να συνδεθούν... με Κάιρο (λόγω πυραμίδων). (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη της τραπεζικής ιδιολέκτου. Για λεξικογραφημένες σημασίες μπορείτε να δείτε π.χ. στον Τριανταφυλλίδη, ο οποίος συμπεριλαμβάνει και μια-δυο ελαφρώς σλανγκικές χρήσεις. Επίσης βλ. το λήμμα «παίρνω γραμμή».

1. Εισαγωγή

Πιστοδότηση είναι η μεταφορά αγοραστικής δύναμης από κάποιον που την διαθέτει, όπως για παράδειγμα μια Τράπεζα, σε κάποιον που δεν την έχει, με υπόσχεση επιστροφής και έναντι αντιτίμου. Η κυριότερη μορφή πιστοδότησης είναι το δάνειο, υπάρχουν όμως και άλλα προϊόντα (εγγυητικές επιστολές, πίστωση εξωτερικού κλπ). Αυτή η έννοια της εμπιστοσύνης που δείχνει ο δανειστής στον δανειολήπτη καλείται πίστη, εξ ου και πιστοδότηση αλλά και πιστούχος.

2. Στο επίπεδο του πιστούχου

Ένας πιστούχος της τράπεζας, ιδίως επιχειρηματικός, έχει αξιολογηθεί από αυτήν και μπορεί να δανείζεται μέχρι ένα συγκεκριμένο ύψος, που λέγεται πιστωτικό όριο ή πλαφόν, ισχύει συνήθως για ένα χρόνο ή λιγότερο και αφορά τις βραχυπρόθεσμες πιστοδοτήσεις (έως δωδεκάμηνες). Εντός του ορίου αυτού υπάρχουν και υποόρια, ένα για κάθε προϊόν που θα χρειαστεί η επιχείρηση. Σύμφωνα με μερικούς πάγιους κανόνες ή και εξατομικευμένες ρυθμίσεις, μέρος του διαθεσίμου του ενός είδους πιστοδότησης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άλλο είδος.

3. Η γραμμή

Γραμμή λέγεται το κάθε υποόριο. Ένας πελάτης, για παράδειγμα, μπορεί να έχει πιστωτικό όριο δύο εκατομμύρια εκ των οποίων ανοιχτά (ακάλυπτα) τριακόσιες χιλιάδες, καλυμμένα με επιταγές πελατείας ένα εκατομμύριο διακόσιες και ενέγγυες πιστώσεις πεντακόσιες χιλιάδες. Ο πελάτης αυτός έχει τρεις «γραμμές» από τις οποίες «τραβάει» δανεικό χρήμα (ή εγγύηση) από την τράπεζα για να κάνει την δουλειά του.

4. Πιθανή προέλευση
Κατά την γνώμη μου, η γραμμή παραπέμπει σε γραμμές, καλώδια του ηλεκτρικού ή έστω σωλήνες νερού, από τα οποία μπορούμε να «τραβήξουμε» ενέργεια ή ρευστό. Κάθε γραμμή έχει την αντοχή της και δεν μπορείς να αντλήσεις παραπάνω χωρίς να πέσει η ασφάλεια ή να πάθεις ζημιά. Μπορεί, με λιγότερη φαντασία, να αναφέρεται απλώς στην γραμμή του εγγράφου που καθορίζει το πιστωτικό όριο.

5. Οριοθέτηση εφαρμογής
Στους δανειολήπτες της καταναλωτικής πίστης η γραμμή ως λέξη δεν έχει εφαρμογή καθώς δεν υπάρχει ένα εγκεκριμένο πιστωτικό όριο που ρυθμίζει την διάρθρωση της πιστοδότησης, αλλά επιμέρους εγκρίσεις για κάθε προϊόν, σήμερα ένα στεγαστικό, αύριο ένα καταναλωτικό κλπ. Ο πελάτης, σε κάθε νέο αίτημά του επαναξιολογείται «εφάπαξ».

- Μού 'φερες επιταγές;
- Μπα, αν ο πελάτης δεν είναι η Ντόιτσε Μπανκ η ίδια, επιταγές πια δεν παίρνω. Για ακάλυπτα έχουμε κανένα περιθώριο;
- Πόσα θέλεις;
- Τρία χιλιάρικα να καλύψω μια επιταγή μου για αύριο και εφτά χιλιάρικα μια εγγυητική συμμετοχής για την Νομαρχία. Το όλον δέκα.
- Τσίμα-τσίμα. Θα σου δώσω σήμερα τα λεφτά από την γραμμή των ανοιχτών. Την εγγυητική θα την πάρεις αύριο που θα πληρωθούν κάτι ενέχυρα στη γραμμή των καλυμμένων σου και θα δημιουργηθεί υπερκάλυψη.

(από jesus, 02/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φιλέτο είναι οτιδήποτε ζωικό προς βρώσιν απαλλαγμένο από (ή από την ανατομία του μη περιέχον) ίνες, κόκκαλα, πέτσες, λίπη κλπ, είναι μαλακό, ευμαγείρευτο, υγιεινό, ακριβό, εύγευστο και πασπαρτού: μπορεί να γίνει από διαιτητικό πιάτο μέχρι έξτρα γκουρμέ δεγκζερωτί.

Ωσεκτουτού, φιλέτο εις την μεταφορικήν σλανγκικήν είναι οτιδήποτε χαρακτηρίζεται ως καλή επένδυση, καλό κομμάτι, κελεπούρι, περιζήτητο, δυσεύρετο, ευκαιρία, και ταλιμπάν.

Η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως για οικοπεδοποιήσιμη γη (και μάλιστα πρόκειται για καθιερωμένη ζαργκόν των αγγελιών), αλλά και γενικότερα.

  1. (από αγγελία)
    «αγορά 4.000τμ αγροτεμάχιο ανάμεσα σε δύο δρόμους 600.000€ 11.000τμ φιλέτο τετραγωνισμένο 1.000.000€ 3.300τμ πρώτο στο δρόμο διαμπερές 1.500.000€. Κομμάτια μεγάλης προβολής ευκαιρίες για κάθε χρήση εμπορική, κάθε μορφής. Σίγουρη επένδυση με μεγάλη απόδοση για έξυπνους επενδυτές»\

  2. (από φορουμαγγελία)
    - Μηλαμε για ΦΙΛΕΤΟ, οχι ευκερια. ΤΗΛ επικινονειας;Και μην μου πης πως αργησα ,γιατη θα τρελαθω.
    - Μόνο φιλέτο; εδω μιλάμε για νουά παρθένο ζουμερό! Ομως μέχρι να μου απαντήσεις έμαθα πως βρέθηκε νερό κοντά στο αγροτεμάχιο που θέλεις, οποτε οπως καταλαβαίνεις ανεβαίνει η αξία του. Επίσης έμαθα πως σε 200-300 χρόνια θα γίνει και σταθμός του Μετρό, οπότε παίρνεις τον αφρό όπως καταλαβαίνεις! Εγώ τελος πάντως θα στο δώσω σε καλή τιμή. Στείλε μου 2-3.000 ευρώ για τα πρώτα έξοδα, χαρτιά, χαρτόσημα, καταλαβαίνεις. μην ανησυχείς, το αγροτεμάχιο θα το πάρεις εσύ, με το κλειδί στο χέρι. Τυχεράκια!
    - Σευχαριστω δεν εχω λογια.Παντως δεν με πηραζει να περιμενω 200-300 χρονια,ο καιρος περνα χωρις να το καταλαβουμε.Της λεπτομεριες απο κοντα.Ακομα δεν μπορω να το πιστεψω. ΜΠΡΑΒΟΜΟΥ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην επιχειρηματική αργκό, ντηλάκιας *αποκαλείται ο *κατά συρροή επιχειρηματίας.

Ο ντηλάκιας έχει την οξυδέρκεια να εξαγοράζει υποτιμημένες μπίζνες (πάντα με κεφάλαια τρίτων) και να υλοποιεί συμφωνίες και πράξεις που θα τις «αναπτύξουν» και τους προσδώσουν «χρηματοοικονομική αξία», όπως αναδιάρθρωση και εξορθολογισμό κόστους (σ.ς.: απολύσεις), εισαγωγή ή διαγραφή από το χρηματιστήριο, συγχώνευση με άλλες εταιρίες, απόσχιση δραστηριοτήτων σε νέες spinoff εταιρίες, αλλαγή φορολογικής έδρας, κλπ.

Ο ντηλάκιας διαφέρει από τους παλαιάς κοπής Έλληνες επιχειρηματίες:

  • Δεν ενδιαφέρεται να αναπτύσσει οργανικά και σε βάθος χρόνου βιώσιμες επιχειρήσεις: η καύλα του έγκειται στο να μοσχοπουλήσει την εταιρία σε όσο το δυνατό συντομότερο χρόνο ώστε να αδράξει την επόμενη ευκαιρία,
  • Αντίθετα με τον (ευρισκόμενο στον πάτο της διατροφικής αλυσίδας) κλασικό κομπιναδόρο, ο ντηλάκιας διαθέτει στοιχειώδη οικονομική παιδεία, κατέχει τα εργαλεία της επενδυτικής τραπεζικής, γνωρίζει καλά την εγχώρια και διεθνή νομοθεσία και δεν είναι εκ προοιμίου λαμόγιο.

Εκ το αγγλικού deal («συμφωνία») < Ο.Ε. dælan («να μοιράζεις» πχ. την τράπουλα). Ειρήσθω εν παρόδω, η πρώτη επιχειρηματική εφαρμογή του όρου καταγράφεται το 1837 ως σλάνγκ.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα εγχώριου ντηλάκια είναι ο Δημήτρης Κοντομηνάς, ο οποίος «ανέπτυξε» και μοσχοπούλησε πλειάδα εταιριών, όπως:

  • τις Ιντεραμέρικαν και Ευρωκλινική Αθηνών στην Eureko,
  • την Interbank στην Eurobank,
  • την NovaBank στην Πορτογαλική BCP,
  • το κανάλι Alpha TV στην Γερμανική RTL,

    και πάει λέγοντας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην χρηματιστηριακή: Stop loss: κανα σεμινάριο τεχνικής ανάλυσης 101 θα βοηθήσει όσους μαζόχες δεν γνωρίζουν (συνεπώς δεν τους χρειάστηκε ως τώρα), αλλά θέλουν να μάθουν τι είναι ο «πωλητικός στροφέας - stop loss». Χοντρά και εντελώς εκλαϊκευμένα πρόκειται για την τιμή (μετοχής ή δείκτη τεχνικής ανάλυσης) που συνιστάται να τίθεται από τον επενδυτή εκ των προτέρων ως σημάδι για το πότε πρέπει να θεωρήσει την επένδυση αποτυχημένη και απλά να αλλάξει θέση, ακόμα και αν μέχρι εκείνο το σημείο έχει καταγράψει μόνο ζημίες. Οικονομολόγοι, αν χρειάζεται κττσγ (λολ) συμπληρώστε σχόλιον ή ορισμό, παράκληση μη μας πήξετε με όρους metastock.

  2. Στην καθομιλουμένη (εδώ είμαστε): Στοπ λος: αφορά σε απόφαση για ενέργειες με σκοπό την ελαχιστοποίηση μιας χασούρας. Δηλαδή τ. έκανα κίνηση στοχεύοντας κάπου ψηλότερα, έκανα την προσπάθειά μου, έδωσα τις μάχες μου, σκατά, τζίφος, απροσδόκητα με πήρε η κατηφόρα και η κατάστασις αντί να καλυτερεύει, βελτιούται συνεχώς. Που πα’ να πει, το παίρνω απόφαση, το παιγνίδι είναι χαμένο, η κατηφόρα μη αναστρέψιμη, ώρα να μαζεύω, όσα μου έμειναν, έστω κι αν αυτά είναι μόνο τα κομμάτια μου και να την κάνω με ελαφρά πριν πιάσω πάτο και βρεθώ εγκλωβισμένος για πάντα σε ένα συνεχές παρόν που δε γίνεται αύριο.

  1. Εδώ για τα οικονομικά:
    Αλλα τι ειναι ακριβως αυτο το «στοπ λος»;Ειναι μια γραμμη στον οριζοντα; Ενα σημειο το οποιο αντιπροσωπευει την max. ζημια σε ενα trade; Κοντα αλλα οχι ακριβως. Ειναι ενα πολυ σημαντικο σημειο του σχεδιου και της ρουτινας μας.

  2. - ...και δεν υπάρχει ελπίδα; Το πήρες απόφαση;
    - Ρε Μπέκυ, προσπάθησα, αλήθεια προσπάθησα, τόσο καιρό σου ζαλίζω τον έρωτα και σένα με τις μαλακίες μας. Αφού στα 'χω πει για τις πίκρες που έχω φάει και παρόλα αυτά εγώ εκεί, να τρώω τα μούτρα μου να τον κάνω να συμπεριφερθεί σαν άνθρωπος...
    - Ξέρω γω βρε Αλεξία μου δυο χρόνια είστε μαζί, λέγατε να το πάτε και σοβαρά, όλα τσάμπα;
    - Κουράστηκα Μπέκυ, δεν παλεύεται η φάση, στοπ λος, πάω παρακάτω. - Πού παρακάτω; Μωρή τον έχεις έτοιμο;! Και κάθομαι και στενοχωριέμαι για σένα; - Μπα... μαλακίες... Δεν ξέρω... Μπορεί να πάρω τηλέφωνο αυτό το δικηγόρο το Βασίλη που με πίεζε η μάνα μου ότι είναι γαμώ τα παιδιά και έλιωνε λέει για πάρτη μου. Ξέρω γω... ό,τι να 'ναι.

To στοπ λος του διπλού κώλου (ελεύθερη μετάφραση λέξη λέξη) (από Galadriel, 24/09/10)Δεν έβαλες στοπ λος ρε κατεστραμμένε, κάτσε στο παγωτό τώρα, κατέβα με λεωφορείο από την Πάρνηθα. (από Galadriel, 24/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθεί απόπειρα συγκεντρωτικού λήμματος για το συμπαθές αυτό αξεσουάρ.

• Όταν σου πέφτει ή σου πετάνε στο κεφάλι ένα αντικείμενο, τότε λες «μου ήρθε καπέλο», «μου το έφερε καπέλο».

• Πουλάνε με καπέλο, καπέλο στις τιμές, δηλαδή πουλάνε ακριβότερα απ' ότι πρέπει, πάνω από το μέγιστο νόμιμο. Bλ. καραβίσιος, βαπορίσιος.

Ψάθινα καπέλα.

Μουνί καπέλο.

• Αυτό είναι άλλο καπέλο, δηλαδή αυτό είναι άλλο θέμα, άλλου παπά βαγγέλιο.

• Παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω, (όπως έκανε τη μέρα του γάμου του ο Γιώργος Κωνσταντίνου στο «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα»). Λίγο πριν, η Μάρω Κοντού τον είχε καπελώσει, οπότε περνάμε στο:

• Καπελώνω. Βγαίνω από πάνω, επισκιάζω, παίρνω το πάνω χέρι σε μία σχέση, σε μία ομάδα, το παίζω αρχηγός σε μία κοινή προσπάθεια, υποβαθμίζοντας τον ρόλο των υπολοίπων, οι οποίοι πλέον λέγονται καπελωμένοι και η πράξη λέγεται καπέλωμα.

• «Ψηλά καπέλα», αποκαλούμε αυτούς που αντιμετωπίζουν αφ' υψηλού την πραγματικότητα, είτε λόγω πλούτου και τάχαμου κοινωνικής ανωτερότητας, είτε λόγω τάχαμου πνευματικής ανωτερότητας. Βλ. και το «δεν γαμείς ψηλά καπέλα».

• Σου βγάζω το καπέλο. Ρισπέκ. Σέβομαι απεριόριστα.

Γούστο μου και καπέλο μου και καουμποϊλίκι μου!.

Να σώσω το καπέλο. Τζογαδόρικη σλανγκ.

• Ταριφοσλάνγκ. Καπέλο αποκαλούν οι ταρίφες την ταμπελίτσα ΤΑΧΙ που έχουν στην οροφή του αυτοκινήτου.

Βλέπε επίσης το «βγάλ' τη σκούφια σου και βάρα με» καθώς και το «πετάω τη σκούφια μου».

Τα ευρωπαϊκά καπέλα, ημίψηλα, καθιερώθηκαν μεταξύ 1830-1880. Μέχρι τότε καπέλο δεν είχανε δει τα άγια τούτα χώματα, που κακά σκουριά δεν πιάνουνε, λέμε τώρα. Ο λαουτζίκος φορούσε κούκους, σκούφιες, φέσια, σαρίκια, κεφαλομάντηλα, μαντήλες, (τσεμπέρια) οι γυναίκες και άλλα ωραία.

Όταν πρωτοεμφανίστηκε το καπέλο, μαζί με την ευρωπαϊκή φορεσιά, (κουστούμι), αντιμετωπίστηκε με την δέουσα ειρωνεία και σκώμμα από την λαϊκή σάτιρα. Σχετική η φιγούρα του Ζακυνθινού Σιορ Διονύση στον Καραγκιόζη που σατιρίζει το ευρωπαϊκό ντύσιμο.

Ο Καζαντζάκης στον Καπετάν Μιχάλη, (μπούρδα μυθιστόρημα, αλλά γεμάτο αυθεντικές πληροφορίες για τον παλιό Χάνδακα), χρησιμοποιεί την λέξη «ψαλιδόκωλος» γι΄ αυτούς που φοράνε φράκο.

Η μαρίδα γιουχάριζε τους ευρωπαίους περιηγητές που σκάγανε μύτη στην Ψωροκώσταινα με την παράξενη αμφίεσή τους.

Το καπέλο σιγά σιγά όμως πέρασε και στις λαϊκές τάξεις. Βλ. το γνωστό άσμα για τον Μπάρμπα Γιάννη κανατά, που φορούσε «ψηλό καπέλο και παπούτσια λάστιχα».

Θησαυρό σχετικών γνώσεων και πληροφοριών (αλλά και σλανγκ εκφράσεων) αποτελεί η «Η τραγιάσκα» του Ηλία Πετρόπουλου.

Τα περισσότερα τα έχουμε, οπότε δεν βάζω παράδειγμα. Επίσης οι περισσότερες εκφράσεις είναι κλασικές και υπάρχουν και στα λεξικά, οπότε ούτε κει βάζω παραδείγματα. Περιορίζομαι στα εξής :

  1. Φίλε, για να κάνω επιλογή, πρέπει όχι μόνο να έχω κατεβάσει σημαία, αλλά και να έχω μαζέψει το καπέλο. Αν έχεις σηκωμένο το καπέλο, πρέπει να πάρεις τον πελάτη, ακόμα και αν πηγαίνει στου διαόλου το κέρατο, διαφορετικά μπορεί να σε καταγγείλει. (εξειδικευμένη ταριφολογία για προχωρημένους).

  2. Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
    κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
    (παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
    κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω. (Ν. Καββαδίας, Μαραμπού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφάτως γεννηθείς (ελέω κρίσεως) οικονομικός όρος.

Καβάντζα αποταμιευμένων χρημάτων. Μάλλον πρόκειται για συσσωρευμένα μαύρα λεφτά. Είναι το περίφημο οικονομικό λίπος που έχει να «κάψει» ακόμα η ψωρογιώργαινα. Αυτοί που ξέρουν, (οι ίδιοι που μας έλεγαν ότι όλα πάνε καλά και να μην ακούμε τους γκρινιάρηδες), λένε σήμερα χαιρέκακα ότι όταν το λίπος αυτό σωθεί, τότε θα τραβήξουμε τα σοβαρά ζόρια.

Ίσως τότε τα πράγματα θα αποκτήσουν και αληθινό ενδιαφέρον, συμπληρώνω εγώ, ο άσχετος με τα οικονομικά.

  1. Αν οι ζοφερές προβλέψεις επιβεβαιωθούν, αν τα λουκέτα πολλαπλασιαστούν, αν το διαζύγιο της τραπεζικής ολιγαρχίας από τους μικρομεσαίους οριστικοποιηθεί, το κάψιμο του “μεσαίου λίπους” θα ολοκληρωθεί μέσα σε λίγους μήνες.
    Από εδώ.

  2. Το λίπος της επαρχίας. Από εδώ

(Δεν εντάσσω τους συγκεκριμένους σχολιαστές των παραδειγμάτων στην ομάδα των χαιρέκακων που αναφέρω στον ορισμό).

βλ. και ύλη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεβαστό ποσό χρημάτων που ο ιδιοκτήτης απαιτεί μαύρα πριν από την κατάρτιση της μίσθωσης καταστήματος. Στα ένδοξα χρόνια του ελληνικού υπαρκτού σοσιαλισμού και στις αρχές της 10ετίας του 1990, που οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις γνώριζαν άνθιση και τα καταστήματα προς ενοικίαση είχαν μεγάλη ζήτηση, ήταν ευρέως διαδεδομένη πρακτική. Σήμερα αμφιβάλλω αν διατηρείται πουθενά. Πιθανά, ίσως, στους πολύ κεντρικούς δρόμους μεγάλης εμπορικότητας Αθήνας και Θεσσαλονίκης.

-Και πόσο είναι το ενοίκιο;
-200.000 δρχ. το μήνα και 2.500.000 αέρα.
-Ωραία, τον αέρα θα τον πληρώσω με επιταγή.
-Τι λε ρε φίλε, έχει κι άλλα έξυπνα παιδιά η μάνα σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συγγραφέας που έχει γράψει ένα ή περισσότερα μπεστ σέλερ (αγγλ. bestseller, βιβλίο με υψηλές πωλήσεις).

Η λέξη συχνά φέρει ένα φορτίο για το τι άποψη έχει ο ομιλών για τους μπεστσελεράδες, είτε θετική (ότι ο μπεστσελεράς έχει αυξημένο κύρος) είτε αρνητική (ότι ο μπεστσελεράς βγάζει στα πανέρια μια τέχνη υψηλή).

  1. Από εδώ:
    Έτσι καταπολεμάται η μοναξιά, λέει ο Nassim Taleb που είναι και μπεστσελεράς.

  2. Από εδώ:
    Ο Θαφόν είναι πιο προσγειωμένος,συνειδητός μπεστσελεράς.

  3. Από εδώ:
    Πρόσφατα γνώρισα έναν νεαρό, επίδοξο συγγραφέα, που μου εξομολογήθηκε με αξιοζήλευτη ειλικρίνεια ότι δεν φιλοδοξούσε με το γράψιμο ν΄ ανακαλύψει τον εαυτό του, να εξερευνήσει κρυφές πτυχές της ύπαρξης, να κατακτήσει μια θέση στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων και άλλα τέτοια, αλλά, πολύ απλά, να βγάζει καλά λεφτά από τα βιβλία του. Με άλλα λόγια, να γίνει μπεστσελεράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified