Further tags

κατουμίζω, κατουμάω

Τοπικός ιδιωματισμός (Χίο και Κρήτη σίγουρα, αλλά πιθανόν σε όλο το Αιγαίο) που σημαίνει, με παίρνει ο ύπνος, κλείνουν τα μάτια μου από την κούραση.

Προέρχεται μάλλον από το «κάτω» (δλδ γέρνει το κεφάλι μου κάτω αφού από την κούραση δεν μπορώ να το κρατήσω όρθιο) και η κατάληξη προστέθηκε για να γίνει πιο εύηχο. Παραλλαγή του «κατουμίζω» είναι το «κατουμάω», που σημαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Συνήθως το «κατουμίζω» χρησιμοποιείται για το α' πρόσωπο, ενώ το «κατουμάω» στο β' και στο γ' πρόσωπο.

  1. - Τι θα γίνει, θα πάμε κι αλλού;
    - Πού να πάμε ρε κατεστραμένε; Αφού κατουμάς ολόκληρος.

  2. - Γιατί δεν κλείνεις το μαγαζί να πάμε παρακάτω;
    - Δεν γίνεται. Κατουμίζω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί, σε ψιλολαογραφική εκδοχή. Παμπάλαια σλανγκιά που σώζεται σε ορισμένες ντοπιολαλιές, πιχί στην Χίο και στην Τζύμπρον (πούττος). Κρατάει κοινή ετυμολογία με την κοινή πουτάνα, εκ του λάτιν putidus (σάπιο, ρυπαρό και δύσοσμο).

Βλ, επίσης: Σταχτοπούτα (εκ του αγγλικάνικου Cindertwat), πουτόπιστος (μουνόδουλος), πουτινιά, πουτινιάρης.

  1. Οι μανάδες συνηθίζουν να φιλούν το αιδοίον του μωρού τους λέγοντας: τώρα θα στο φάω το πουτί σου!
    (Ηλίας Πετρόπουλος, [Το Μπουρδέλο](3. Η Κατίνα έλεγε: «Αν το σεξ με τον άντρα σου δεν σε ικανοποιεί, τότε το κάνεις σαν αγγαρία. Κάτι σαν δουλειά σπιτιού. Νομίζεις πως δεν το καταλαβαίνει; Οσο και να προσποιείσαι. Νομίζεις ότι θα σου κάτσει ες αεί; Εμ όχι. Δεν θα κάτσει. Θα πάει και θα πιάσει άλλη γκόμενα εκεί που θα αισθάνεται πιο άντρας. Θα είσαι λοιπόν με το σώμα σου παστρικιά. Θα πλένεσαι, θα σαπουνίζεσαι, θα αρωματίζεσαι και θα βάζεις στο πουτί σου άφεριμ, κάθε μέρα. Οταν ο άντρας σου έρχεται με όρεξη για έρωτα, βάλε άφεριμ τότε μπόλικη.»

Πουτι Ράιοτ (από Khan, 04/02/13)(από σφυρίζων, 05/02/13)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρυφερό κομμάτι σάρκας, άλλοι το τοποθετούν στο εσωτερικό του μηρού και άλλοι, περισσότεροι, στο κομμάτι του δέρματος που καλύπτει τον πλατύ ραχιαίο μυ. Γενικά και σχεδόν απροσδιόριστα το ευαίσθητο και εξαιρετικά επώδυνο για χαλάουες και λοιπές αισθητικές παρεμβάσεις σημείο του σώματος που ο αφελής πιστεύει εσφαλμένα ότι θα το κουράρει αποτελεσματικότερα με δυνατές κραυγές παρά με τις λοιπές μεσαιωνικής σύλληψης μεθόδους (βλ. «Άτλας της Χιώτικης Ανατομίας»).

- Πάρε μια ανάσα και «χρααααατς».
- ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑχχχχ (λυγμ)
- Εχμφ, αφού σου 'χω πει ότι πονάει η γαδαροψυχή. Κάθε φορά φωνάζεις λες και σου παίρνω την παρθενιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του πολυτραγουδισμένου γαμοσλανγκοτέτοιου β' συστατικού -μούνα και του λαρδί, που σημαίνει «κομμάτι ζωικού λίπους, κυρίως χοιρινό, που διατηρείται και καταναλώνεται παστό ή καπνιστό» (δες). Ετυμολογικώς το λαρδί αποτελεί αντιδάνειο: < μεσαιωνική ελληνική λαρδί(ο)ν, υποκοριστικό του (ελληνιστική κοινή) λάρδος < λατινική lardum (=αλατισμένο/ παστωμένο κρέας) < αρχαία ελληνική λαρινός (=παχύς, λιπαρός).

Τη λέξη διασώζει η Ιωάννα Καρυστιάνη στο μυθιστόρημα Μικρά Αγγλία (εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1997) ως χρησιμοποιούμενη στην Άνδρο. Υποτίθεται ότι η ηρωίδα, η Μοσχούλα, ήταν σλανγκομούνα before it was cool και προσπαθούσε στα εφηβικά χρόνια της να κρυφακούει και να καταγράφει εν συνεχεία σλανγκιές, μεταξύ των οποίων και το λαρδομούνα.

Η σημασία της σλανγκιάς δεν μου είναι απολύτως σαφής. Αφενός φέρεται να σημαίνει μια γυναίκα που «έπιασε ξίγκι» στο μουνί της, λόγω πολυχρόνιας αγαμίας, -συνήθως επειδή ο άντρας της ήταν ναυτικός και έλειπε καιρό στα ξένα-, και που ωσεκτουτού είναι λιγωμένη για σεχ. Αφεδύο φαίνεται να συνδέεται γενικότερα με μια χοιρινή jouissance, να δηλώνει ζουμπουρλού με την καυλή έννοια ή λιπαρό και αφράτο μουνί. (Τα δύο βέβαια αλληλοσυμπληρώνονται). Ως γαμησιάτικο μπινελίκι χρησιμοποιείται και στη μοναδική του εμφάνιση στον γούγλη.

  1. Χίλιες σκούνες και μαούνες λιγωμένες λαρδομούνες (έκφραση που διασώζει η Ιωάννα Καρυστιάνη στο μυθιστόρημα Μικρά Αγγλία, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1997, σ. 101).

  2. Όταν η Μόσχα ήταν έντεκα δώδεκα και δεκατριών ακόμα, πονηρευόταν, την έτρωγε η περιέργεια, κι όποτε η μάνα της, αραιά και πού, έπαιρνε το πανεράκι με ό,τι άρραφτο κι έβαζε πλώρη για της Μούραινας ή όπου αλλού μαζεύονταν όλες και το ασυμμάζευτο στόμα πρώτη και καλύτερη, έβρισκε αφορμή να ορμήσει άξαφνα κι ό,τι αρπάξει το αυτί της, τα αντέγραφε σε μικροσκοπικά χαρτάκια και πρωταγωνιστούσε κατόπιν στην παρέα με Κατίνα, Κική, Μαρί, ο πούτσος του κατάρτι, εξήντα αρχίδια στο βαπόρι ίσον τριάντα άντρες πλήρωμα, λαρδομούνες επειδή πιάνανε εκεί ξίγκι, αμάλαγες μήνες και χρόνια, η Αργεντινή βγάζει τις καλύτερες κουβέρτες γιατί είναι μπουρδέλο και σκέφτονται μόνο το κρεβάτι κι επίσης το πολύ λεμόνι του νησιού ξινίζει το φιλί, καμιά φορά και το πουτί. (Ibid, σ. 24)

  3. Το πήρε κατάκαρδα που ο άντρας της, που θα ήταν τάχατες μαγκωμένος εσαεί στη φάκα της κιλότας της, δε θα γύριζε ποτέ, τζάμπα και ολόσωμο τάμα στη θαυματουργή εικόνα της Θεοσκέπαστης, ο άσωτος ένστολος σε στάση προσοχής, αραίωσε από μόνη της τις συγκεντρώσεις κι ένα απόγευμα ζήτησε συγγνώμη κι έκλεισε την πόρτα της, είχε χάσει οριστικά την ευρηματικότητά της σε ερωτόλογα και απαγορευμένα, σιωπηρά είχε παραδώσει τη σκυτάλη στη χήρα του Νικηφόρου που είχε κι αυτή περάσει προ πολλού το φράγμα των εκατό οκάδων, λαρδομούνα εκ γενετής μα με λιγότερο ταλέντο από της προκατόχου. (Ibid, σ. 130)

4. Αναμφίβολα, υπάρχουν πολλές επικίνδυνες ράτσες. Επιγραμματικά θα αναφερθώ:
- στον τραγικό φορτηγατζή, ο οποίος έχει περισσότερο το νου το στο φραπέ που ισορροπεί πάνω στο τιμόνι, ενώ εστιάζει στο δρόμο μόνο και μόνο για να σφυρίξει σε οποιαδήποτε γυναίκα δει, θεωρώντας ότι κάθε γυναίκα αισθάνεται κολακευμένη και σίγουρα θα ανοίξει τη πόδια της για να τη γαμήσει ένας άπλυτος τύπος που οδηγεί φορτηγό αν της φωνάξει «μανούλι μου», «να ήμουν κιλότα με γλώσσα», «τι βυζόθρες είναι αυτές μανάρα μου», «κούνα την κωλάθρα σου λαρδομούνα μου» και άλλα εξίσου τρυφερά.

Στο 1.07 "το μουνί της Γεωργίας Βασιλειάδου πασαλειμμένο με λαρδί είναι άσχημο" ως ένα κλικ λιγότερο εμετικό από το απόλυτο ξερνάντερο. (από Khan, 13/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τον πρώτο ορισμό (τον Αγρινιώτικο) σημαίνει κάνω μια δουλειά ταχύτερα, βιάζομαι. Ειδικότερα, στη Χίο, σημαίνει την πίεση που εξασκούμε στο έντερο κατά το χέσιμο για να βγει η πεισματωμένη κουράδα (επιτέλους), το σφίξιμο, το ζόρι(σμα).

Παράγωγο ουσιαστικό (και ευρύτερα χρησιμοποιούμενο), η ανέγκαση, που περιγράφει την εν γένει διαδικασία όπως και την κατάσταση του ανεγκάσματος.

  1. Μετά την εγχείρηση του χορήγησαν ένα ελαφρύ καθαρτικό για να μήν ανεγκάσει και σπάσουν τα ράμματα.

  2. Μπήκε σαν σίφουνας στις τουαλέτες κι άρχισε να βροντάει τις πόρτες, αλλά ο Μήτσος ήταν πάνω στην ανέγκαση και δεν μπορούσε να αντιδράσει...

  3. «Η παντρειά και το τσουκάλι θεν ανέγκαση μεγάλη» Χιακή παροιμία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδική κατηγορία γκριζομάλληδων -άκα «ψαρών»- αγγέλων, που εμφανίζονται με τρόπο θαυμαστό σε όσους αναγκάζονται να κοιμηθούν νηστικοί ή και πεινασμένοι.

Η έκφραση απαντάται στην Χίο, ενώ η πρόθεση των Αγγέλων καθώς και η σημασία της γκρίζας κόμης του καλύπτεται από πέπλο μυστηρίου...

Ο καμαρότος πράγματι, μάζευε τα πάντα μετά το βραδινό φαΐ και όλη τη νύχτα βλέπαμε ψαρούς αγγέλους από την πείνα.

Από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξωμότης ο αλαξοπιστήσας. Παλαιός χαρακτηρισμός ιδίως στην Κρήτη όπου πολλοί εξασκούσαν το σπορ μετά την κατάκτηση του νησιού από τους οθωμανούς.

Χρησιμοποιήθηκε και αλλού όπως στη Σάμο. Έτσι αποκαλούσαν τον προτελευταίο ηγεμόνα της Σάμου ενώ τον προπηλάκιζαν στα 1907. Τον χτύπησαν κιόλας με το μαυραγάνη δηλαδή αρμαθιά ψαριών πιασμένα με βούρλα.

Ήντα κατέχει, κατέχει ο μπουρμάς κατέχει κι ο χουρμάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσιάζομαι, γαμώ, βατεύω, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Συνώνυμο με το χρησιμοποιούμενο σε άλλες περιοχές μαρκαλίζω ή μαρκαλάω.

Χρησιμοποιείται (συνήθως κάποια παράγωγα του) για ζώα, αλλά και για ανθρώπους. Πιθανή ετυμολογία από το μεσαιωνικό "λάμνω" (κωπηλατώ), προερχόμενο από το αρχαίο "ελαύνω".

Μου το 'χει διηγηθεί ο πατέρας μου, για κάποιον γέρο που μάλωνε τις κόρες του, επειδή φόρεσαν κοντομάνικα (εποχή μεσοπολέμου):

"Βγάζετε τα μπρατσίδια σας σα τη ψωλή του γαδάρου. Νά 'χατε μπάρεμου* και κανα** γάδαρο να σας λάσει!"

*μπάρεμου (μπάρεμ'): μαθές, συμπληρωματικό μόριο

**κανα: κανένα

Παράγωγα

Εμφανίζεται στην παθητική φωνή στο τρίτο πρόσωπο με τη μορφή "λάμεται" και αναφέρεται σε θηλυκά ζώα που βρίσκονται σε οίστρο.

"-Πατέρα, μου φαίνεται πως λάμεται η γαδάρα!"
"-Άντε να τηνε βάλεις στ' άλογο τ'Ανεστάση!"

(Συνηθισμένος διάλογος πριν από καμμιά πενηνταριά χρόνια. Ο Ανεστάσης είχε έναν από τους ελάχιστους επιβήτορες του νησιού, που ήταν ο πατέρας των περισσότερων μουλαριών).

"Ας ειν' η ώρα η καλή και λάστηκε μια ζίκα!"

Σκωπτική παροιμία για γεγονός που μεγαλοποιείται.

Χαρακτηριστική επίσης είναι και η χρήση του ρήματος "βάζω" ή "βάνω" που σημαίνει ότι πάω το θυλικό ζώο στον επιβήτορα και κατά συνεπεια γίνεται όλη η αναπαταγωγική διαδικασία.

Την έβαλες τη ζίκα; (εννοείται στον τράγο ή τράο κατά την ντοπιολαλιά).

Την έβαλα στο χοίρο.(εννοείται τη γουρούνα ή σκρόφα κατα την ντοπιολαλιά).

Ως ουσιαστικό εμφανίζεται με τις μορφές: λάσιμο που σημαίνει συνουσία, βάτεμα

"Μακριά από δαύτηνε. Αυτή είναι λάσιμο και πρόστιμο!" ή σε άλλη ανάγνωση: "Θέλει λάσιμο και πρόστιμο" ( κατά το "γαμήσι και ξύλο")

λασιά που σημαίνει συνουσία, βάτεμα, αλλά και "σπορά" κάποιου.

"Καλή λασιά τον Αύγουστο και γέννα το Γενάρη" (παροιμία για τα αιγοπρόβατα)

"Ίδιος ο Α.. είναι! Λες νά'ναι λασιά του;"

λατάρι που σημαίνει επιβήτορας

Δε την ξαναβάνω την αηλάδα στο ταύρο του Γιώργη, είναι μπούνης*. Θά τηνε πάω στου Βαγγέλη που 'χει, όπως έμαθα, καλό λατάρι.

*μπούνης: στείρος, ανίκανος.

Υπάρχει επίσης η επιθετική μορφή (αλλά που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό) λαστικά που σημαίνει γαμησιάτικα.

Την έβαλα και στο ταύρο του Βαγγέλη και πάλι ξεγκάστρωτη είναι. Τσάμπα τα λαστικά!

Τέλος υπάρχει το επίθετο λαμάτος (προφανώς από την ίδια ρίζα) που σημαίνει σωματώδης ρωμαλέος.

Ο γέρος ήτανε λαμάτος. Τώρα πως έβγαλε γιό μιά σταλιά, δε μπορώ να το καταλάβω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιά ακόμα λέξη από τη ντοπιολαλιά της Κύθνου (άκρως ποιητική κατά τη γνώμη μου), που σημαίνει χάνω, βάζω (ή μου πέφτει) κάτι κάπου και δεν το βρίσκω, "το παίρνει ο άνεμος".

- Μωρή Αννεζιώ, είδες το ψαλίδι;
- Το βαστούσε η μικρή το πρωί. Ποιός ξέρει πού τ' ανεμοκύκλισε η ξεμυαλισμένη!

Με αφορμή τη λέξη αυτή (που προσωπικά δεν την έχω ακούσει να χρησιμοποιείται σε άλλη γραμματική μορφή στο νησί) έχω "κατασκευάσει" το ουσιαστικό της που, προς το παρόν, χρησιμοποιείται σε στενό οικογενειακό κύκλο. Έτσι αντί για ανακύκλωση χρησιμοποιούμε τον όρο "ανεμοκύκλιση". Αφορμή για τη μετονομασία (πέραν της διαστροφικής μου λεξικαυλίας) υπήρξαν τα δεινά που έχουν υποστεί οι ταλαίπωροι μπλε κάδοι της ανακύκλωσης, από κάφρους συμπολίτες μας, (μακριά απ' τον κώλο μας κι όπου θέλει ας μπει / ας είναι όπου νά 'ναι), κατά τη διάρκεια των "αγωνιστικών" (Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου) κινητοποιήσεων του, κατά τα λοιπά, συμπαθούς και ιδιαίτερα σημαντικού, από κοινωνική και περιβαλλοντική σκοπιά, κλάδου.

Η σύζυγος: "Αγάπη μου! (πάντα με γλύκα όταν πρόκειται για δουλειά) Γέμισε η σακούλα της ανεμοκύκλισης! Θυμήσου να την πάρεις φεύγοντας!"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σαλούβαρδος / σαλουβάρδα / σαχλιαμπάκος

Ονομασία του εικονιζόμενου ψαριού με την επιστημονική ονομασία Phycis Phycis, που ζει στις περισσότερες ελληνικές θάλασσες και αναγνωρίζεται με πολλά ονόματα, ανάλογα με την περιοχή, όπως σαραβάνος, ποντικός, ποντίκι, ποντικόψαρο, σκορδαλός, μιχάλης με πιο συνηθισμένο το σαλούβαρδος. Το σαχλιαμπάκος δεν τό'χω ακούσει πουθενά αλλού, εκτός από την Κύθνο. Αν υπάρχουν κι άλλες ονομασίες ή τυχόν διορθώσεις, ευπρόσδεκτες.

ΣΑΛΟΥΒΑΡΔΟΣ

Είναι ψάρι χαμηλού κόστους, αλλά κατά τη γνώμη μου ιδανική συνοδεία της σκορπίνας (μαζί με λύχνους, δράκαινες, χειλούδες και ό,τι άλλο πετρόψαρο υπάρχει διαθέσιμο) για νόστιμες κακαβιές! Έχει άσπρο, τρυφερό και αρκετά νόστιμο κρέας, αλλά, εξ αιτίας της κακομούτσουνης εμφάνισής του, δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο ευρύ κοινό, εξ ου και η χαμηλή τιμή. Η εμφάνισή του είναι η αιτία και άλλων χρήσεων του ονόματός του στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Αυτός, άλλωστε, είναι ο λόγος και της παρουσίας του στο παρόν λήμμα.

Έτσι μια γυναίκα με άσκημη κορμοστασιά ή κακομούτσουνη τη λένε σαλουβάρδα.

-Τά 'μαθες Πελέγρα*; Ο Νικολός θα πάρει τη Μαρία. -Αυτή τη σαλουβάρδα; Κρίμας ταύτονε!

*Πελέγρα: γυνακείο όνομα, αρκετά συνηθισμένο στην Κύθνο. Ταυτίζεται με το Πελαγία. Ετυμολογικά προέρχεται από το Ιταλικό pellegrino:προσκυνητής (τα χρόνια της Ενετοκρατίας [13ος-16ος αιώνας] οι προσκυνητές, των αγίων τόπων συνήθως, ερχόταν από το πέλαγος).

Άλλη χρήση του,από τους ψαράδες συνήθως (λόγω του σχήματός του) υπονοεί το πέος.

(Από τα χρόνια του μεσοπολέμου) Νέος ψαράς,με πέντε αδερφές που πρέπει να παντρέψει (κλασσική ιστορία) παραπονιέται στον πατέρα του, γιατί δέν τον έκανε κι αυτόν κορίτσι. Η απάντηση του πατέρα: "Άμα ήσουνε κορίτσι θά 'τρωες ένα σαλούβαρδο να!" φέρνοντας τη παλάμη του ενός χεριού στο ύψος του αγκώνα του άλλου.

Τέλος το όνομα σαχλιαμπάκος, που χρησιμοποιείται (όπως πιστεύω) αποκλειστικά στην Κύθνο και επιτείνει την άσκημη εικόνα που έχει ο κόσμος για το καημένο το ψάρι, χρησιμοποιήθηκε τις δεκαετίες του ΄70 και του '80, από τους ανθρώπους του λιμανιού κυρίως, για να χαρακτηρίσει (υποτιμητικά) τους "αδέσποτους" τουρίστες με τα σακκίδια, που έφταναν στο νησί και δεν φημίζονταν για την επιμελημένη εμφάνιση και την καθαριότητά τους.

Διάλογος μεταξύ "καμακιών" της εποχής:

-Έφερε πράμα το βαπόρι σήμερα; -Ψιλοπράματα! Ένα τρία-μηδέν* και πεντέξι σαχλιαμπάκους!

*τρία-μηδέν: τρεις τουρίστριες μόνες τους (αυτές, πάντα ευπρόσδεκτες!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified