Further tags

Λαϊκή μεσσηνιακή ρήση που τη χρησιμοποιούμε όταν απαντάμε καταφατικά σε (προφανή και ενίοτε ειρωνική) ερώτηση - διαπίστωση του συνομιλητή μας.

Με αυτή τη φράση επιβεβαιώνουμε την ερώτηση - διαπίστωση χωρίς να αφήνουμε περιθώρια για το αντίθετο, και ταυτόχρονα προσπερνάμε το ειρωνικό ύφος της ερώτησης απαντώντας σε ανάλογο τόνο.

  1. ...επιστρέφοντας ο Σταύρος από την εκκλησία το μεγάλο Σάββατο της Αναστάσεως, κουβαλώντας το χαρμόσυνο μήνυμα, περνάει και από το καφενείο του χωριού όπου τα «αλάνια» πίνουν το κρασάκι τους αμέριμνοι.

    - Τι έγινε ρε Σταύρο; Αναστήθηκε;
    - Αλλά, τι έκανε κανέ μου;

  2. - Τι θα γίνει με σένα ρε ξάδερφε; Κάθε 3 μέρες είσαι ταξιδάκι στο εξωτερικό....
    - Τι να κάνω ρε ξάδερφε, ταξιδευω όσο μπορώ...
    - Ταξιδιώτη του μήνα θα σε κάνει η Aegean!
    - Αλλά, τι κάνω κανέ μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που χρησιμοποιείται κυρίως στην Πελοπόννησο, και σημαίνει πεινάω πάρα πολύ, είμαι νηστικός.

Χρησιμοποιείται περισσότερο σε αόριστο και σε παρακείμενο χρόνο. Αόριστος: ξεπίτησα
Παρακείμενος: έχω ξεπιτήσει

ps: Δεν κατάφερα να βρω ετυμολογία της λέξης, δεν είμαι καν σίγουρος ότι γράφεται έτσι, είναι άξιο αναφοράς επίσης ότι ο γούγλης δεν το φέρνει καν σαν αποτέλεσμα!

Οποιος ξερει περισσότερες πληροφορίες για τη λέξη, ας συνεισφέρει.

  1. Γιαγιά: - Πού χάθηκες όλη μέρα παλικάρι μου;
    Εγγονός: - Άσε ρε γιαγιά, έτρεχα όλη μέρα, δουλειές με φούντες στο πανεπιστήμιο.
    Γιαγιά: - Κάτσε να σε φιλέψω λίγες λαλαγκίδες που έφτιαξα, θάχεις ξεπιτήσει όλη μέρα.

  2. - Θα φάμε τίποτα ρε ξάδερφε; Ξεπιτήσαμε όλη μέρα.
    - Έχεις δίκιο, θα κόψω μια ντομάτα χαραχτή να φάμε τάκα τάκα και συνεχίζουμε.

για το τελευταίο αυτό ζήτημα, βλ. σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή γκροϊντάφ / γκρ’ντάφ.

Σύνθετο, ηχομιμητικό, φαντεζί -όπως κάθε πελοποννησιακή λεξιπλασία- επιφωνοειδές ουσιαστικό (αλλά και επίρρημα, μετοχή), εκ των γκρίνια και νταφ, όπου «νταφ» εννοείται ο κρότος (παρ. 5), η υπερβολή (παρ. 6), η έκπληξη (παρ.7), το χτύπημα (παρ.8).

Πολλαπλά λοιπόν τα νοήματα του «νταφ», λιγοστοί οι περιορισμοί, ρευστή η χρήση.

Κατά συνέπεια κι ως εκτουτού, «γκριντάφ» σημαίνει την υπερβολική γκρίνια, τη χτυπητή γκρίνια, που προκαλεί έκπληξη, που παράγει κρότο κλπ. Κοινή λοιπόν η παρανόηση. Το «νταφ» δεν είναι και «γκριντάφ».

Συντακτικά το «γκριντάφ» μπορεί να πάρει θέση υποκειμένου (παρ.1), αντικειμένου (παρ. 2), επιρρηματικού προσδιορισμού (παρ. 3), τροπικής μετοχής.

Δέον να σημειωθεί ότι η κατά τα πελοποννησιακά ειωθότα προσθήκη ελληνοπρεπούς κατάληξης στις λεξιπλασίες που λήγουν χειλοδοντουρανικόληκτα διευρύνει τη χρήση των (π.χ. γκρινταφ-ιάζω, γκρινταφ-ητό, γκρινταφ-ίαση κ.ο.κ).

  1. Το γκριντάφ πάει σύννεφο!

  2. Σταμάτα το γκριντάφ...

  3. Όλη τη νύχτα γκριντάφ...

  4. Τον πήγε γκριντάφ μέχρι τη Χαβάη.

(νταφ):
5. Εκεί που είχαμε πιει τα κρασhά μας, μερακλώgνει ο Αντωνόπ’λος, βγάνjει τη διμούτσουνjη στο τραπέζι του γάμου και Νταφ-κίχου, νταφ-κίχου, νταφ-κίχου. Μας κόπηκε η περίοδος. (όπου κίχου, η ηχώ της βοgλίδας στο καταρράχι)

  1. Τραβάει τελευταίο φύλλο και νταφ μ’απιθώνjει ένα «ρέστα» χεροπηχιάρικο. Τον κοιτάω, «γιατί ρε φούλ’ ρέστα;».. «έτσι μου καπίνjησε» μ’απαντάει. Του τραβάω κι εγώ ένα παλικαρίσhο νταφ «τα βλέπω» και δενjείχα μετά ούτε για να πάρω τσιγάρα»

  2. Αgνοίγω την πόρτα και νταφ! τι να ιδώ; Ο Κοζότ με τον Μυτίτσα μου έκαναν πάρτυ γενεθgλίων!

  3. χτύπημα: ντάφ στο κεφάλι, να. Ξερό το τσόgνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η Πελοπόννησος, επειδή το σχήμα της (με κάμποση φαντασία) μοιάζει με μούντζα, με μια γήινη (βλ. terra στα ιταλικά) παλάμη, με την Τροιζηνία για αντίχειρα, τη Μάνη για μέσο, και ίσως την Ηλεία για μικρό (λέμε τώρα). Η λέξη περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου Τα Καλιαρντά (1971).

Δεν ξερω ποτε θα αριβαρει στην Τερόμουτζα αλλά νομιζω συντομα πρέπει να είναι στο μπεναβοκουσκούσι. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιό λαογραφικό μπινελίκι-γείωση από την Πελοπόννησο που σημαίνει μωρό, μικρός, λίγος. Προφ επειδή ο μικροτσούτσουνος (λόγω ηλικίας ή πεποιθήσεως) αποδέκτης είναι ακόμα άψητος, την έχει κυριολεκτικά ανάλατη.

Το αλμυρό γαριδάκι είναι, παραδόξως, σχεδόν συνώνυμο.

- Α ναχαθής ρε πουτσανάλατε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αχαγιώτικη βερσιόν του καπνίζω. Επίσης: καπινάω. Παράγωγο: το καπίνισμα.

  1. - Πόσα τσιγάρα καπίνισες χθες το βράδυ;

  2. - Απαγορεύεται το καπίνισμα!

  3. - Καπινάει το ένα τσιγάρο πάνω στ' άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρελός, ο άμυαλος, ο ορμητικός και απερίσκεπτος. Λέγεται στην Πελοπόννησο, όπως σε Αχαΐα και Ηλεία, και στη Λευκάδα.

Σέρνει μαζί του κι εκείνο το τσαλαφό σούργελο με τα τζιν και τα σπορτέξ και το δήθεν στυλάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπικός ιδιωματισμός από την Αρκαδία για τον τσιγκούνη. Για ιδιωματισμούς από την Αρκαδία δες εδώ. Για ενδιαφέρουσες υποθέσεις για την ετυμολογία του καρμίρης δες εδώ.

Πάσα (Δ.Π.): tzagos.

Δεν δίνει του αγγέλου του νερό ο καρμιροσάκκουλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λότζιο είναι ο χώρος όπου τρώει και κοιμάται το γουρούνι (από Μεσσηνία). Μεταφορικά ο βρώμικος χώρος.

Έχει κάνει το δωμάτιό του σκέτο λότζιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση πείνας, ασιτίας. Λέγεται στην Πελοπόννησο.

Έχεις τίποτα για φαγητό; Κόλλησε το στομάχι μου από την αφαγανίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified