Further tags

Δημώδης έκφραση, την οποία άκουσα στην Ήπειρο, αν και νομίζω ότι πολλές πόλεις θα ερίσουσι... Η σημασία καταφανής, στο πνεύμα των όσων έγραψε κι ο Μαθιός (7:1-3):

«Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε· ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν. τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς;

... και γενικότερα ο αναμάρτητος πρώτος χορεύει μπαλέτο.

Η εθελοτυφλία έναντι της ιδίας αμαρτίας στο μεν προσωπικό επίπεδο είναι υποκρισία, στο δε κοινωνικό είναι ιδεολογία, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για τον φορέα της (όχι και πολλά σε τούτο τον κόσμο, σ΄αυτήν την κοινωνία).

Η φράση, η οποία είναι γιαγιαδίστικη αλλά πολύ ντούρη, δε σημαίνει κάτι παραπάνω από το «δεν κοιτάς τα μούτρα σου», είναι όμως τιραμισουρεαλιστική μιας και τον κώλο σου που χέζει υπό Κ.Σ. δεν τον βλέπεις. Αλλά μάλλον αυτό ακριβώς θέλει να πει: πόση λιγότερη ματαιοδοξία θα υπήρχε στον κόσμο αν βλέπαμε τον κώλο μας όταν χέζαμε, Νίκο Τσιαμτσίκα;

- Πήγε ο μαλάκας κι έγλειψε και πήρε ειδικότητα που ήθελε, ουρολογία...
- Γιατρέ μου τους άλλους τους βλέπεις, τον κώλο σου που χέζει δεν τον βλέπεις;

(από xalikoutis, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γιαγιά.

Χαρακτηρισμός που συναντιέται κυρίως στα χωριά της ηπείρου και όχι μόνο. Πολλές φορές έλεγαν έτσι και την μεγαλύτερη γυναίκα στην παρέα.

- Κάηκε η βάβω στο κουρκούτι και φυσάει και το γιαούρτι…
(παροιμία)

Baba Yaga (από poniroskylo, 09/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Γιάννενα & Βόρεια Ελλάδα): Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος.

Στην Πάτρα καρύτζαφλος, στην Κρήτη τζάρουχας (βλ. έγινε ο στόμας μου τσαρούχι <πιθανότατα εκ του τουρκ. caric = πληγή).

Στην κλασσική αργκό: τραγουδιστής.

Αρε, να συ πιάσου απ' τουν γκαρλιάγκο, να στουν στρίψου.

Βλ. και καρίτζαφλας, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε οι γκέι την Ήπειρο στα καλιαρντά.

Ο Πετρόπουλος υποθέτει ότι αναφέρεται στην τσιγκουνιά των Ηπειρωτών (βλ. «το σκατό μου παξιμάδι»)

Επίσης λέγεται και Σιμίτω.

Αβέλω κανικό στην Ξεροσκατού να δικέλω κάνα σιμιτζότεκνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλανιά με έντονη μυρωδιά.

Γιαννιώτικη λέξη. Τον γκιολέ γενικώς τον αμολάμε, αλλά στα Γιάννενα επίσης τον ντενιάρουν.

- Ντένιαρα έναν γκιολέ, βρώμσε όλο το σπίτ. (Από το λεξικό στο www.tzedes.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βυζούμπα, οι μεγάλοι βύζοι, τα βυζόμπαλα, τα μπαλκόνια, ο εξώστης, το θεωρείο, οι τορπίλες.

- Τά 'μαθες; Ο Σάββας έγινε Ουρογάμης!
- Γιατί το λες αυτό ρε μαλάκα;
- Αφού γάμησε την Πόπη την άβυζο.
- Καλά, φιλαράκο είσαι νυχτωμένος. Η Πόπη την είδε πλαστική και έφτιαξε τον μεγαλύτερο μπαχταλέ της πιάτσας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη ορόσημο των Γιαννιωτών για το τζάμπα. Χαρακτηριστικές είναι οι εκφράσεις: όπου μπέχο τρέχω, μπέχο κι όσο αντέχω και παν μπέχον, άριστον.

- Αφού την κατεβάζω και την βλέπω μπέχο την ταινία, γιατί να πάω στο σινεμά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τύπισσα, στα Γιαννιώτικα.

  1. - Την είδες τη τζου του τζε;

  2. - Η τζου είναι τρελό μωρό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος, στά Γιαννιώτικα.

  1. Τι έκανε πάλι ο τζες;!

  2. Τι λε ρε τζε;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαρακτηρισμός αυτός κατά άλλους προέρχεται από το χαρακτηριστικό σχήμα της κεφαλής πολλών κατοίκων της Ηπείρου, το οποίο χαρακτηριζόταν κατά το παρελθόν κυρίως από έντονη βραχυκεφαλία (υπερβραχυκεφαλοποίηση), δηλαδή πλατύ κρανίο, φαρδύ µέτωπο (πλατυινία), πρόσωπο τριγωνικό σαν ανάποδο Δ.
Οι Χούλσε - Σράιντερ καθώς και ο ανθρωπολόγος Άρης Πουλιανός λένε οτι οι απομονωμένοι ορεινοί πληθυσμοί έχουν τάσεις υπερβραχυκεφαλοποίησης (π.χ. Αυστρία, Ελβετία, Ήπειρος), η οποία έχει υποχωρήσει λόγω των μεγάλων μετακινήσεων των πληθυσμών τα τελευταία χρόνια. Η υπερβραχυκεφαλοποίηση δίνει στο πρόσωπο χαρακτηριστικά που θυμίζουν παγούρι (ανάποδο Δ, πλατύ μέτωπο) και γι'αυτό είχαν ονομαστεί παγουράδες ή παγουροκέφαλοι.
Άλλωστε και οι γείτονες κάτοικοι της Άρτας αποκαλούνται -κυρίως από τους Γιαννιώτες- νερατζόκωλοι, στοχεύοντας κι εδώ τον χαρακτηρισμό σε ανατομικό στοιχείο.

- Καλά Νίκο είσαι σίγουρα Ηπειρώτης και δεν το ξέρεις, έχεις το κλασικό παγουροκέφαλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified