Ένας κάπως πιο χαριτωμένος τρόπος να πεις κάποιον/α τσόκαρο, δηλαδή χαζομούνα χαζογκόμενα που σε κάνει λ.χ. ρεζίλι αν βγεις μαζί της, ή φρόκαλο, σούργελο που είναι τελείως ξεφτιλισμένο ακόμη κι αν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Γενικά άνθρωπος χαμηλής κοινωνικής και μορφωτικής προέλευσης, ο οποίος δεν έχει συναίσθηση του γεγονότος αυτού με αποτέλεσμα να γίνεται γελοίος.

Σχετική έκφραση νέας κοπής: Ψωνίστηκαν τα τσόκαρα και μας την είδαν γόβες.

Πάσα (Δ.Π.): perketis.

1. Σημασία έχει ότι από τσοκαρέτο (μα πόσα νούμερα κυκλοφορούν εκεί έξω;) μέχρι ψαγμένος (δήθεν) ποιητής (ανφάν γκατέ), όλοι πιάνονται.

2. Έπαιζε πολύ τσοκαρέτο στο πάρτι: «Μωροοό μου, αγάπη μου! Σμουτς! Σμουτς!» και μόλις γυρίσεις την πλάτη σου «Τι πουτάνα και αυτή! Είδες, στο έλεγα ότι καπνίζει!» και άλλα τέτοια.

Got a better definition? Add it!

Published

Ελληνική εκδοχή του αγγλοσαξονικού motherfucker.

Σε αντίθεση προς το motherfucker που έχει και θετική πλευρά («you sexy motherfucker», «you be mah main mofo», κ.ταλ.), ο γαμομανάς είναι πάντα αρχίδης, μαλάκας και κατακριτέος.

Λογοπλάστηκε και χώνεται από εγχώρια χιπχοπάκιακαι λοουμπαπστέρια (βλ. παρ. 1,2) και όχι μόνο. Συνεκδοχικά, «πέφτουν γαμομανάδες» είναι η χιπχοπική απόδοση του «πέφτουν μπινελίκια».

Ασίστ μέσω δουπού: aris26.

1.
♪♫ Για τον σταυρό με τα στράς
Το style που μόνο αγαπάς
κι ότι σκατά οδηγάς
και αν είσαι γαμομανάς
Παίρνεις τα αρχίδια μας ♪♫

2.
♪♫ Μίλα για τα στρατόπεδα μεταναστών στα σύνορα,
τα κουμπωμένα πιτσιρίκια που σβήνουνε ανήμπορα, τα γειτονάκια σου που γίνανε καραβανάδες,
για τους φασίστες τους γαμομανάδες ♪♫
(Active Member, Μίλα να χαρείς)

3.
Οι χριστοπαναγίες και οι γαμομανάδες πέφτουν βροχή. Όμως στο τέλος όλοι μαζί φεύγουν χωρίς κακία ο ένας προς τον άλλον καθώς στην προκειμένη στιγμή έχουν δώσει το δικαίωμα να εκφραστεί ο καθένας με αυτόν τον τρόπο.

4.
Κωλόπαιδα σαδομαζοχιστές γαμομανάδες επιφυλάσσομαι.

Στο 2.15. Χώνω να γουστάρουμε (από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Πηχάκι που χρησιμοποιείται ως πρόχειρο μέτρο από τους καραβομαραγκούς. Μεταφέρει ουσιαστικά τη μέτρηση από ένα τμήμα του σκαριού στο άλλο και μετά πετιέται. Απαντάται στις αρχές του 15ου αιώνα σε Ιταλικά ναυπηγικά κείμενα ως morello.

Για να βρεις σωστά το βιάρισμα της κουπαστής καλό είναι να πάρεις μερικά μορέλλα πρώτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βρωμιάρα γκόμενα, αυτή που μετά από τον κώλο της το βάζεις στο μουνί και δε λέει τίποτα.

Φύγε από δω μωρή κωλομούνα, δε σε γαμάω χωρίς καπότα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινότοπο, κλισεδιάρικο, γυναικουλίστικο, ψευτοχαρουμενίστικο, γλυκανάλατο, ποζεριάρικο, ξενικολάγνο, μουσικά κατώτερο από μια πορδή.

Ήταν μια γυναικοπαρέα πίσω μας και όση ώρα εμείς χτυπιόμασταν και χοροπηδούσαμε σαν τα κατσίκια, αυτές κάθονταν σαν ξυλάγγουρα και φύλαγαν το τραπέζι. Σε κάποια φάση βγάζουν όλες από ένα κινητό και αρχίζουν να φωτογραφίζουν η μία την άλλη με τα χαμόγελα ως τα αυτιά. Ένα λεπτό κράτησε αυτό και αμέσως μετά φύγανε. Την άλλη μέρα θα ανεβάσουν τις φωτογραφίες στο facebook για να δείξουν πόσο καλά πέρασαν... Μουζουρακομαραβεγικές καταστάσεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκαρσονιέρα για πήδημα...

Έχω μια πηδηχτρώνα μεγάλε, δεν την ξέρει κανείς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μάπας, ο μαλθακός, ο άνοστος, αυτός που είναι σαν μουλιασμένο παξιμάδι.

Ρε είδες τον γκόμενο της Κικής; Τι μουλιάπας είναι αυτός...!!!

"Άνθρωπος μουλιάπας, χαρά Θεού, στίχος παιδιού, στίχος τρελού, το Μητσοτάκ" (από Khan, 20/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα φαγητά στα καλιαρντά, απαντά στον πληθυντικό, από το hal που σημαίνει το ίδιο στην ρομανί.

Σας αβέλω λατσαβαλέ, αφρακιάζομαι η γκουργκουτσελού, γιατί δικέλω όλες τις ζουγκλολουμπίνες, τις λούγκρες, τους γκραν τζαζμπερτερομπουρούς και θεόμπαρα που γκουρτσαλιάζουν θρονιασμένοι παραντίκ στο Γραικοκάθικο να έχουν αρπάξει την ζωμοσακούλα και να δένουν μπαλόμπα και καλιαρντά χαλέματα. Ενώ ο λαός, λιγδομπερντές δικελοσβουριασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στη κοντόχαλη, αβέλει διακόνα στο μπερντέ και έχει πέσει στην αχαλού και στο γεροδιακονάρισμα. (Αποκατέ).

"Δεν βγαίνει ένας πούστης να μιλήσει", του Χάρρυ Κλυνν. (από Khan, 20/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τρώω στα καλιαρντά και προέρχεται από το hal που έχει την ίδια σημασία στη ρομανί (βλ. μπουτ - ή, οι επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά).

Αβέλω χαρχάλω Βουέλω να χάλω
Κακνά της κακνής δικελτά Αβέλω μπαλόμπα Και νάκα η μπόμπα
Μονάχα τα μπουτ πιασμαντά (Βλ. άζμα στο μήδι)

Μετάφραση: Με έπιασε πείνα, και θέλω να φάω, αβγά μάτια τηγανιτά. Έχω γίνει χοντρή, και δεν κάνω πίπες, μονάχα βάζω συνέχεια χέρι.

Στο 1.30 (από Khan, 20/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πέοντας, στα μπεμπεκίστικα. Η λέξη καταγράφεται κι ως τσουτσούνι, τσουτσούνα και τσούτσα. Συνήθως εμπεριέχει ψήγματα (αυτο)σαρκασμού όταν αναφέρεται σε μόριο ενήλικα.

Τσουτσού επίσης αποκαλείται ο ξερόλας, αυτός που σαν πούτσα πετάγεται.

Η ετυμολογία της λέξης αποδίδεται από το λεξικό Τριανταφυλλίδη είτε στην λέξη τσουνί (κοτσάνι ή πέος) -η οποία με την σειρά της ετυμολογείται εκ του αρχαίου κυνίον (σκυλάκι)- είτε στο Αλβανικό tşuni (αγόρι).

Αποτελεί και σημαντικό γαμοσλανγκοτέτοιο μόριο (βλ. ενδεικτικά: γλυκοτσούτσουνος, κοντοτσούτσουνος, μικροτσούτσουνος, ξετσουτσουνεύω, οχιά διτσούτσουνη, ρεβιθοτσούτσουνος, σιδεροτσούτσουνος, τσουτσουνάμι, τσουτσουνίζω, τσουτσουνιστής, τσουτσουνογαμπρός, τσουτσουνοκαταπίνογλου, τσουτσουνοπνίχτρα, και πολλά άλλα. Χώρια τα ερζάτς τούρκικα τ. τσουτσού σεφτέ, τσουτσού σορόπ, υσουτσού φερετζέ, τσουτσούν νταχτιρντί και ταλιμπάν.

1.
Έχει παρατηρήσει κανείς όταν κατουράνε τα αγοράκια να έχουν κανένα ασπράκι στην άκρη της «τσουτσούς»; Δε ξέρω αν είναι τίποτα λόγω αντιβίωσης που παίρνουμε λόγω κυστεουρητικής παλινρόμησης ή απο το γάλα.Ευχαριστώ.

2.
Τσουτσού συνήθως λέμε κάποιον ή κάποια που ανακατεύεται εκεί που δεν τον σπέρνουν ή παριστάνει τον έξυπνο ή και που κάνει ψιλορουφιανιές κατωτάτου επιπέδου, γιατί ναι κυρίες και κύριοι, ακόμα και η ρουφιανιά έχει επίπεδα!
3.
Πως λέγεται στα τούρκικα...Η χήρα; Τσουτσού αχ-βαχ γιοκ.

(από Khan, 17/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified