H αίθουσα αναμονής, αλλά όταν έχει πολύ περίμενε.

Ε, θα πας, θα πάρεις χαρτάκι, και μετά θα περάσεις στην αίθουσα υπομονής και θα περιμένεις... δυο γκισέ λειτουργούνε όλα κι όλα, γαμώ την Ενωμένη Ευρώπη μου μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published

Σύνθετη λέξη, πλακώνω + πούτσα.

Ερωτική πράξη μεταξύ δύο ανδρών. Τα πρόσωπά τους είναι αντικριστά και οι ψωλές τους τρίβονται, είτε η μια με την άλλη, ή στο εφήβαιο και την κοιλιά ή στα μπούτια.

Μπορεί ο ένας να είναι ξαπλωμένος και ο άλλος μπρούμυτα από πάνω του (το συνηθέστερο) ή να είναι και οι δυο όρθιοι (οπότε, πλακοπούτσι στα όρθια).

Τηρουμένων των αναλογιών, είναι το πλησιέστερο στο στρέιτ ιεραποστολικό και στο λεσβιακό κατά κυριολεξίαν πλακομούνι. Μαζί με τον αμοιβαίο αυνανισμό, αποτελεί συχνά μια από τις πρώτες ομοφυλοφιλικές δραστηριότητες στις οποίες επιδίδονται δυο σχετικά άπειροι νέοι που θέλουν να εξερευνήσουν αν όντως έχουν έφεση στο λάτιν.

Το πλακοπούτσι μπορεί να είναι απλώς φάση της ερωτικής συνεύρεσης ή και να αποτελέσει την ολοκλήρωσή της. Σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση, μιλάμε για εκσπερμάτωση απ' έξω, συχνάκις στα μπούτια, και το πλακοπούτσι καταλήγει σε μπαντανά. Ωσεκτουτού, πολλοί χρησιμοποιούν το πλακοπούτσι ως όρο συνώνυμο του μπαντανά.

Δείτε επίσης και πλακοκώλι, στα μπούτια τα γιαούρτια.

  1. - Πείτε μου Νανάκο, πώς σας φαίνεται ο μπαντανάς*;

[*δραστηριότητα κατά την οποία δύο άρρενες της αυτής σεξουαλικής ταμπέλας επιχειρούν μάταια να χαρίσουν απόλαυση ο ένας στον άλλον – ας πούμε πλακοπούτσι]

- Λοιπόν ακούστε. Καλό το μπαντανό αλλά πλήττω τόσο πολύ καμιά φορά που χρειάζεται να τηλεφωνήσω στη φίλη μου την Πωλινίτσα να μιλήσουμε για την αγάπη μας.

- Νομίζω έτσι τελειώσατε και τη διπλωματική σας άλλωστε. Λέτε πως είστε vers* , αλλά εγώ ξέρω ότι γουστάρετε να τον παίρνετε. Τι σας αρέσει περισσότερο;

[*ενεργοπαθητικός αρσενοκοίτης]

- Θίγετε ένα πολύ καίριο ζήτημα

- Το ξέρω

(από εδώ, αξίζει να διαβάσετε όλο το κείμενο).

  1. Και τέλος η αρχική μου ερώτηση: Ίσχύει ότι αν μια κοπέλα ζητούσε κάτι τέτοιο, θα λάβαινε το χαρακτηρισμό λεσβία ή έστω ότι έχει λεσβιακές τάσεις; Γιατί όχι; Γιατί ναι;

το παράδειγμα είναι ατυχές... το «πλακομουνι» όπως αναφέρεις, δεν μπορει να συγκριθεί με την χρηση του στραπ... το αντίστοιχο του «πλακομουνιου» θα ήταν το πλακοπούτσι ( νεα λέξη παρακαλώ να ενημερωθεί ο μπαμπινιώτης). Το στραπ ερεθιζει διαφορετικά σημεία του σώματος απο ότι το αντίστοιχο παράδειγμα που αναφέρεις... κ θα θυμίσω ότι η χρήση του σώματος μπορει να ειναι απολαυστικοτατη κ ηδονικότατη, όταν ξεφυγουμε απο τέτοιες λογικές... αυτο που ταυτοποιει οιονδήποτε ώς γκει ειναι ότι τα γενετησια ένστικτα του ενεργοποιούνται μόνο με ομόφυλους του κ όχι επειδή του χάιδεψαν το χέρι, το πόδι ή τον πρωκτό.

(Από εδώ, προς αποφυγήν εκπλήξεων είναι το forum του Greek BDSM community)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του χαλαρά του οποίου μάλιστα συνήθως έπεται στον λόγο ή, σπανιότερα, προηγείται. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι είναι απολύτως σίγουρο, εξασφαλισμένο και θα γίνει (ή έγινε) γλυκά-γλυκά, χωρίς καμμία απολύτως προσπάθεια ή κούραση.

Σε ό,τι αφορά την προέλευση, η προφανής αναφορά είναι στο σβήσιμο της μηχανής του αυτοκινήτου στην κατηφόρα, όπου το τουτού τσουλάει όμορφα, άκοπα και αθόρυβα.

Μια άλλη εκδοχή, πιο αμφίβολη αλλά και πιο ψαγμένη, παραπέμπει στην υψηλή τέχνη της ανδρικής κομμωτικής. Ο όρος σβηστά εδώ αναφέρεται στα μαλλιά πίσω στο σβέρκο και εννοεί ότι ο κουρέας δεν αφήνει ευθεία, μονοκόμματη γραμμή στο ύψος του γιακά, συνήθως με τη μηχανή, αλλά δουλεύει τσίκι-τσίκι το ψαλίδι ώστε το μάκρος εκεί να βαίνει βαθμιαία μειούμενο και η γραμμή να σβήνει αχνά - στα αγγλικά to taper off. Αυτό το στιλ συμβατικά θεωρείται πιο απαλό, πιο άνετο, λιγότερο απότομο και αυστηρό.

Τη χρήση της λέξης έτσι την έχω ακούσει μόνο από Σαλονικιούς, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει απαραίτητα και κάτι. Είναι δε χρήση απολύτως τρέχουσα.

  1. - Τι έγινε, πρώτε; Το πηδοπόρευσες το Μαράκι, τελικά;
    - Χαλαρά, μεγάλε, σβηστά... Έπεσε τηλέφωνο με το που ήρθε από Βρυξέλα και η δουλειά μας έγινε γουίθ δη ουάν...

  2. - Ρε συ, θα τα πάρουμε τα λεφτά; Αυτός χρωστάει σε όποιον μιλάει Ελληνικά...
    - Ναι ρε, βέβαια, σβηστά, άστο που σου λέω... χαλαρά θα τα δώσει... εμένα μ' έχει ανάγκη ο καριόλης και θα πέσει...

(από johnblack, 14/01/10)

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του αγγλικού linesman = στο ποδόσφαιρο, ο επόπτης γραμμών ή, με την τρέχουσα ορολογία, ο βοηθός διαιτητής.

Εξ ορισμού, η δουλειά του λάιτσμαν είναι δουλειά βοηθητική. Σε πολλές φάσεις δεν έχει λόγο, σ' αυτές που έχει πολλές είναι επουσιώδεις, π.χ. τα πλάγια άουτ, κάποιες είναι σημαντικές, π.χ. τα οφσάιντ, σε κάθε περίπτωση, όμως, ο διαιτητής έχει πάντα τον πρώτο λόγο και, σε περίπτωση διαφωνίας, ο λάιτσμαν σχεδόν πάντα το βουλώνει.

Ωσεκτουτού, εκτός γηπέδων η λέξη χρησιμοποιείται και μεταφορικά, ως ήπια ειρωνεία, ή και αυτοσαρκασμός, και αναφέρεται σε κάποιον που έχει ρόλο περιθωριακό, που μονίμως έρχεται δεύτερος. Συμμετέχει στα δρώμενα σαφώς περισσότερο από τον εξωφυλαρούχα και το κοντάρι και είναι και κάτι παραπάνω από απλός κομπάρσος αλλά θεωρείται δεδομένο ότι σε πείρα ή/και ικανότητες ή/και επιδόσεις υστερεί και, συνεπώς, η γνώμη του και η παρουσία του μετράνε λιγότερο.

Λέξη παρώ πλέον, μάλλον μπαμπαδισμός.

  1. - Ο Θέμης είπε ότι μπορεί να φταίει το τροφοδοτικό...
    - Άσε ρε, τι να μας πει κι ο λάιτσμαν... είχανε και στο χωριό του τέτοια εργαλεία...

  2. - Καλά ρε, τι ήπιατε πάλι χτες; Ντίρλα ήρθε ο άλλος...
    - Νταξ, πώς κάνεις έτσι, ούτε ένα τελωνείο δεν ήπιε...
    - Εσύ;
    - Ε, εγώ τι; Δυο πέρδικες ήπια. Αφού με ξέρεις εμένα, μια ζωή λάιτσμαν...

Τις εποπτεύει τις γραμμές (από Vrastaman, 28/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ντήλερ φούντας. Πρέπει, όμως, να κάνει τζίρο.

Κατά το έμπορος πολυτίμων λίθων. Ειρωνικό.

- Άτσα... και τζιτζί αγροτικό ο Νούλης... τι δουλειά, είπες, κάνει;
- Ξέρωγω... έμπορος...
- ... πολυτίμων χόρτων, ε;

(από Vrastaman, 28/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κώλος.

Και τα δυο καθιερωμένα λεξικά της τρέχουσας καθομιλουμένης καταγράφουν και αυτήν την σημασία της λέξης, πλάι στις άλλες τις κομιλφό – ο πάτος της θάλασσας, οι πάτοι για την πλατυποδία κλπ. Για να την αποδώσουν, χρησιμοποιούν, βέβαια, όρους ουδέτερους ή ευφημιστικούς – π.χ. στον Τριανταφυλλίδη ο πάτος ορίζεται ως ο πρωκτός, ο πισινός και στον Μπαμπινιώτη ως ο πισινός, τα οπίσθια.

Όμως, οι ορισμοί αυτοί δεν πιάνουν τις λεπτές αποχρώσεις της λέξης, τις συνδηλώσεις που εμπεριέχει, ό,τι, δηλαδή, κάνει τον ιθαγενή χρήστη της ελληνικής γλώσσας να ξέρει – έτσι απλά, να ξέρει – πότε πρέπει να πει πάτος και πότε κώλος ή ό,τι άλλο.

Διότι, ασφαλώς, πάτος δεν είναι ο οποιοσδήποτε κώλος. Είναι, συγκεκριμένα:

α. Ο μεγάλος κώλος, που – κακά τα ψέμματα – τον έλληνα τον γκαυλώνει και, μάλιστα, μέχρι σημείου εξαγρίωσης. Απαντάται στις στοκ φράσεις θα σου σκίσω τον πάτο, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου ανοίξω τον πάτο που δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για την βιαιότητα των προθέσεων του απειλούντος και που, εν δυνάμει, κυριολεκτούν. Άξιον μνείας και το ξεπατώνω, που, γενικά, σημαίνει ξεριζώνω, χαλάω, ρημάζω.

Παρενθετικά, ενδιαφέρον έχει και ότι όπως τον πάτο έτσι και τα βάρδουλα – γνωστά από τις φράσεις θα σου σκίσω τα βάρδουλα και θα σου ξεσκίσω τα κωλοβάρδουλα – τα συναντάμε στην αργκό της υποδηματοποιίας ή τσαγκαρικής, με κοινό σημείο αναφοράς το πετσί, το δέρμα.

Υπερθετικό του πάτου είναι, ως γνωστόν, η πατάρα αλλά και το πιο νεόκοπο πατούρι. Θα έλεγα ότι ενώ η πατάρα (και το πατάρι) τονίζει τον ενθουσιασμό που προκαλεί το θέαμα, ή η ανάμνηση, ενός μεγάλου και γκαβλωτικού κώλου, το πατούρι, κρίνοντας από τις χρήσεις που συναντώ, είναι σαφώς πιο απαξιωτικό – κινείται στο ίδιο κλίμα που περιγράφουν τα λήμματα ξεκωλοπατόμουνο, ξεφτιλίζω τον κώλο και ξεψώλι.

β. Ο ταλαιπωρημένος κώλος. Η σημασία απαντάται κυρίως στην φράση μου έφυγε ο πάτος – ή, μου βγήκε ο πάτος δηλαδή, έχω εξαντληθεί, έχω χτυπήσει μπιέλα. Η χρήση αυτή συνήθως δεν έχει σεξουαλικά υπονοούμενα. Η εξάντληση δεν προέρχεται από γαμήσι αλλά από σκληρή δουλειά, περπάτημα κλπ. – είπαμε, ο έλλην το ζόρι το βιώνει στον κώλο του, δες και αυγό στον κώλο, σφίγγουν οι κώλοι, έγινε ο κώλος μου τάληρο, πήρε φωτιά ο κώλος μου, καίγεται ο κώλος μου και άλλα.

γ. Ο τυχερός κώλος. Εκ της λαϊκής δοξασίας ότι την καλή τύχη τελικά την εξηγεί η διεύρυνση της έδρας. Όπως ο πολύ τυχερός άνθρωπος είναι όχι μόνο κωλόφαρδος αλλά και, απλά, κώλος, έτσι και ο ακόμη πιο τυχερός, ο τυχερός μέχρις αγανακτήσεως, είναι πάτος, ή και πατάρα. Και όπως μπορεί κάποιος να ξεκωλωθεί στο ζάρι, ας πούμε, ή στα τρίποντα, κατά μείζονα λόγο μπορεί και να ξεπατωθεί.

Να μην συγχέονται όλα αυτά με τον φέρελπι επιθετικό της Μίλαν Alexandre Rodrigues da Silva, ευρέως γνωστό ως Πάτο.

  1. Ο Κώστας ήρθε από μπροστά και έμπηξε με μεγάλη δύναμη το κοντάρι του μέσα τις λέγοντάς της «Πάρτα μωρή, θα σου τον βγάλω από το στόμα, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου βάλω και τα αρχίδια μου μέσα σου καύλα... Πουτάνα γυναίκα. (Από το τσοντοσάιτ flock.gr εδώ)

  2. Της βάζει μια τρικλοποδιά και την ξαπλώνει κάτω
    κι απ' την πολύ την καύλα του της ξέσκισε τον πάτο.
    Η Αθηνά εσπάραξε σαν κότα σουβλισμένη
    μα όλο και τον έσπρωχνε γοργά να μπαινοβγαίνει.

(Από την μαθητική μπαλάντα 'Ο Τρωικός Πόλεμος')

  1. Της θειας σου ο πάτος, γαρούφαλα γιομάτος!

  2. Νατος νατος ο κώλος της χρονιάς 2006. Naomi, η νέα Λατίνα με την τρελή πατάρα που βάζει γυαλιά σε όλες τις προηγούμενες με τις επιδόσεις της... (Από εδώ, Black Sugar online sex shop)

  3. Η καλύτερη... Βάλερι (της εσκισα το πατούρι... πολύ κλασάτο... αλλά επείδη το ξεπαατώσανε πριν κανά χρόνο δεν κανονίζουν κάτι για Αθήνα ξανά). (από το escortforumgr.com εδώ)

  4. Πονάω!!!! Το κορμάκι μου δεν το νιώθω. Πονά η μέση μου. Την έκατσα. Σήμερα πάλι μου έφυγε ο πάτος (μα καλά πως εκφράζομαι επιστήμονας άνθρωπος… δεν ντρέπομαι). Νομίζω πως χρειάζομαι διακοπές από την προσαρμογή μου από τις διακοπές. (Από εδώ)

  5. Τρίτο 21 στη σειρά!... Μα τι πάτος είσαι συ, αδερφάκι μου...

  6. Το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να σουτάρετε τρίποντα και να εύχεστε να σας ανοίξει η πατάρα ΜΠΑΣ ΚΑΙ καταλάθως κοντράρετε το μάτς (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικά, τύπος άξεστος και βωμολόχος - η σημασία αυτή έχει καλυφθεί στον ορισμό του krepsinis.

Ειδικότερα, οπαδός του ΠΑΟΚ. Ιστορικά, απαξιωτικός χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούν οπαδοί άλλων ομάδων - κυρίως της Θεσσαλονίκης - για να δείξουν ότι θεωρούν τους Παοκτζήδες άτομα κατώτερης κοινωνικής στάθμης. (Παρ. 1 & 2). Πιο πρόσφατα, αυτοχαρακτηρισμός που έχουν υιοθετήσει κάποιοι χαρκόρ Παοκτζήδες ως τίτλο τιμής, σε ένα κλίμα νοσταλγίας για τα χρόνια 1972 - 1986, για τον καλύτερο ΠΑΟΚ όλων των εποχών και, κυρίως, για την έξαλλη κερκίδα που τον στήριζε.

Παλιότερα, η λαχαναγορά στη Θεσσαλονίκη βρισκόταν σε σχετικά κεντρικό σημείο - στην Αγίου Δημητρίου, δέκα λεπτά με τα πόδια από το Διοικητήριο/Υπουργείο Βορείου Ελλάδος και είκοσι λεπτά από την Τσιμισκή. Οι θόρυβοι, οι μυρωδιές, οι εικόνες της λαχαναγοράς ήταν οικεία για την πόλη. Και οι άνθρωποι της λαχαναγοράς επίσης - και είναι αλήθεια ότι οι Παοκτζήδες μεταξύ τους ήταν πολλοί.

Η χρήση της λέξης λαχαναγορίτης ως βρισιά με στόχο τους οπαδούς του ΠΑΟΚ άρχισε, νομίζω, να ατονεί στις αρχές της δεκαετίας του '80, όταν πια η αγορά είχε μεταφερθεί στην Δυτική Είσοδο της πόλης και οι άνθρωποι της ήταν πλέον αθέατοι. Η επαναφορά του χαρακτηρισμού, αυτή τη φορά με θετική φόρτιση, από τους ίδιους τους Παοκτζήδες συμπίπτει με τα πέτρινα χρόνια του συλλόγου, επί διοικήσεων Βουλινού, Μπατατούδη και Γούμενου, από το '90 και μετά.

Θέτικη φόρτιση, σε κάποιο βαθμό, έχουν η λαχαναγορά και οι μανάβηδες και στην σημειολογία του ρεμπέτικου - Παπάζογλου, Μπίνης, Τσιτσάνης, Σκαρβέλης, Παγιουμτζής, Μπαγιαντέρας και Γιοβάν Τσαούς έχουν όλοι αναφορές. Οι άνθρωποι της λαχαναγοράς μπορεί να είναι άξεστοι αλλά θεωρούνται και τσαμπούκια και μαγκίτες, ζόρικοι και λαρτζ - ιδιότητες με τις οποίες σαφώς θέλει να αυτοπροσδιορίζεται ο πωρωμένος Παοκτζής, ειδικά όταν τα πράματα πάνε στραβά. (Παρ. 3)

Έχει σημασία και το γεγονός ότι όσοι κοιτούσαν αφ' υψηλού τους ανθρώπους της λαχαναγοράς δεν έκαναν διακρίσεις μεταξύ τους - και τον χαμάλη που δούλευε μέχρι να βγάλει τη ρετσίνα και τον πατσά και τον μεγαλοφρουτέμπορα με το κλασικό μασούρι τα χιλιάρικα που έκαιγε (κυριολεκτικά) τα μπουζουκομάγαζα, και τους δυο λαχαναγορίτες τους έβριζαν. Η ισοπέδωση αυτή λειτουργεί ως επιβεβαίωση ενός καίριου Παοκτζήδικου μύθου, ότι δηλαδή η αγάπη για τον ΠΑΟΚ ενώνει και καταργεί τις διαφορές - εξ ου και ο ΠΑΟΚ είναι θρησκεία/ιδεολογία/πάνω απ' όλα (Αθήνα καριόλα). (Παρ. 4)

Εμβληματική φυσιογνωμία για τον σύγχρονο Παοκτζή που γουστάρει να αυτοχαρακτηρίζεται ως λαχαναγορίτης είναι, εννοείται, ο Μάκης ο Μανάβης. Κατά κόσμον Θωμάς Μαυρομιχάλης, ήταν ο αναμφισβήτητος αρχηγός του σκληρού πυρήνα της Θύρας 4 στις δεκαετίες '70 και '80. Ήταν όντως μανάβης - δεν δούλευε, όμως, στη λαχαναγορά αλλά είχε δικό του μαγαζί στην πόλη. Οι φανατικοί πιτσιρικάδες που τον ακολουθούσαν ήταν γνωστοί και ως μαναβόσκυλα. (Παρ. 5, 6 & 7 και μήδια - αν θέλει κανείς να δει περισσότερα για τον Μάκη τον Μανάβη, ας πάει εδώ).

Άλλοι χαρακτηρισμοί για τους οπαδούς του ΠΑΟΚ: γύφτοι, Τούρκοι, Τουρκάκια, Τουρκόγυφτοι, μωαμεθανοί, κοτόπουλα (ως σαρκασμός του δικέφαλου αετού) και βούλγαροι (αυτό σε χρήση μόνον από Νότιους).

  1. Γύφτοι - αλήτες - λαχαναγορίτες! (Ιστορικό σύνθημα των οπαδών του Άρη)

  2. Γιατί χωρίς τον Ντιόγκο μας, πάμε στην Τούμπα και μας κερδίζουν αυτοί οι αλήτες, οι άξεστοι, οι βάναυσοι οι Παοκτζήδες. Ας είχαμε τον Ντιόγκο μας και θα βλέπατε εσείς, ρεμάλια λαχαναγορίτες. Από εδώ

  3. Όσο για το «χωριάτικο»... φιλαράκι να σε πω δυό πράγματα γιατί με τσάτισες; Εμείς είμαστε λαχαναγορίτες απ' τη Σαλονίκη, δεν είμαστε φλώροι και ας έχουμε τελειώσει και πανεπιστήμια. 'ντάξει τ' αγόριμ; ;ο) (Από εδώ)

  4. Θυμάστε τότε που βγαίναμε στην αυλή του σχολείου και τραγουδούσαμε το «ήρθαμε από τη Βουλγαρία και μαμάμε Αθήνα Πειραιά»; Θυμάστε κάποτε που πηγαίναμε στο σταθμό και ζητάγαμε διαβατήρια από τους Αθηναίους; Θυμάστε πριν από χρόνια που μπαίναμε σε ραδιοφωνικούς σταθμούς και τα κάναμε γυαλιά καρφιά επειδή λέγανε διάφορα για τον ΠΑΟΚ; Θυμάστε κάποτε που λαχαναγορίτες, μορφωμένοι, αμόρφωτοι, κάθε καρυδιάς καρύδι ήμασταν ένα και το αυτό μέσα και έξω απ' την Τούμπα; (Από εδώ).

  5. Ναι, ο Μάκης ο Μανάβης ήταν και η πρώτη μούρη των Ελληνικών γηπέδων. Κάθονταν προσοχή μπροστά του όλη η αλητεία της 4. (Σχόλιο στο You Tube)

  6. Βλέποντας ότι θα φτάσουμε νωρίς, ο αρχηγός (Μάκης Μανάβης) πήρε το μικρόφωνο και κοντά στις 12 το βράδυ είπε: «Ακούστε λίγο ρε, να πούμε. Επειδn να πούμε, είναι πολύ νωρίς για να φτάσουμε στηv Αθnνα, θα κάνουμε μια στάση να πούμε, στη Λαμία, τρεις ωρίτσες. Ακούστε, να είστε, να πούμε, προσεκτικοί στις κινnσεις σας και να μn δώσουμε δικαίωμα μέσα στη Λαμία. Δε θα συγχωρέσω κανένα παρατράγουδο,…λέω,... με καταλάβατε να πούμε; . ..» (Από εδώ).

  7. Γιατί δεν βγήκε κανένας από τα μαναβόσκυλα που τότε κάνανε πόλεμο στον Παντελάκη να πούνε κάτι αυτές τις μέρες; Για εσάς που γουστάρετε τον μάκη το λέω... αυτά τα ξέρετε η μόνο για τα ντου σας έχουν μιλήσει; (Από εδώ)

Μια σπάνια εμφάνιση του Μάκη του Μανάβη on camera (από poniroskylo, 10/02/10)Ο Μάκης ο Μανάβης στα κάγκελα (από poniroskylo, 10/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά αργκό, στα πρόθυρα της εξαφάνισης.

Αντιγράφω τον ορισμό από Το Λεξικό της Πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη, πρώτη έκδοση 1950.

Βακέττα, ἡ = Τὀ έκ μὀσχου δέρμα. Μ.τ.φ.ρ. Ἡ ὑπερὠριμος γυνἠ. Ἠ δι' αλοιφὢν καί ψιμμυθἰων προσπαθοὓσα νά παρουσιάσῃ φρέσκον, τό γεγηρασμένον καί ρυτιδωμένον πρόσωπόν της.

Κάπως μου κάνει εμένα ότι ο Καπετανάκης έχει στο νου του ειδικά κάποιες αδύνατες που το πετσί τους, στα μπράτσα ας πούμε, έχει κρεμάσει και έχει ζάρες - ειδικά κι αν είναι στον ήλιο, μαυρισμένες και να γυαλίζουν από τις κρέμες, βακέττα είναι η σωστή λέξη και μακάρι να μη χαθεί.

Και το παράδειγμα είναι του Καπετανάκη.

«... Τὴν εἶδες νύχτα καί σοὒ φἀνηκε νἐα· ἄμα θὰ τὴν δῂς μἐρα, τὀτε θὰ καταλἀβῃς τὶ βακἐττα εἶναι...»

Σκίτσο από το Λεξικό της Πιάτσας (από poniroskylo, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά, γαμάω. Ειδικότερα, γαμάω μέχρις εξαντλήσεως κάποια σχετικά άβγαλτη ψωλίτσα ή, συνηθέστερα, ένα τεκνό που αφελώς νόμιζε ότι θα σπρώξει και μετά έμεινε να μονολογάει «αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθανε». (Παραδείγματα 1 & 2)

Νομίζω ότι η φόρτιση της λέξης έχει μια αντίφαση. Από τη μια, το πούπουλο παραπέμπει σε κάτι ανάλαφρο, έως και παιχνιδιάρικο. Από την άλλη, το πρόθεμα ξε- εδώ είναι, θα έλεγα, και στερητικό και επιτατικό - βγάζω τα πούπουλα ένα-ένα μέχρι και το τελευταίο - και, βέβαια, η ίδια η αναφορά στο πουλί (κοτόπουλο;) παραπέμπει σε κάτι αδύναμο, σε άθυρμα και στην κατά κράτος επιβολή.

Όμως, και γιατί ντε και καλά αντίφαση; Έχω ακουστά ότι στην συνεύρεση η άσκηση εξουσίας δεν αποκλείει απαραίτητα το παιχνίδι.

Άλλες μεταφορικές σημασίες της λέξης έχουν ενταχθεί στην καθομιλουμένη και στερούνται αργκοτικού ενδιαφέροντος. Π.χ. ξεπουπουλιάζω σημαίνει και εξαντλώ κάποιον οικονομικά, του τα τρώω μέχρι μίας. (Παρ. 3 & 4) Είναι επίσης και ενα μπανάλ και εύκολο κλισέ των αθλητικογράφων όταν αναφέρονται σε ευρεία ήττα μιας ομάδας που έχει κάτι φτερωτό στο όνομα ή στα σύμβολά της - λ.χ. οι δικέφαλοι αετοί ΑΕΚ και ΠΑΟΚ, οι Πετεινοί της Τότεναμ, το Περιστέρι στο μπάσκετ κ.ο.κ. (Παρ. 5)

  1. Το Λιτσάκι; Το ξεπουπούλιασα, προχτές. Το κωλαράκι τσούζει ακόμα...

  2. Και λοιπόν, είμαστε με τη Νικόλ στο Αύτανδρο ψες και μπαίνουνε δυο τεκνά... έτσι, βλαχαδερά ήτανε αλλά μπάνικα, με δυο γκιόσες, αρραβωνιάρες ήτανε, δεν ξέρω τι ήτανε, να κόψουνε κίνηση θέλανε και καλά, και αρχίζει η Νικόλ το παιχνίδι και να μη στα πολυλογώ, σε μισή ώρα φύγανε, σε μια ώρα νατα πάλι τα τεκνά χωρίς τα βρωμόμουνα και να κεράσουμε ποτό μας λένε, να κεράστε παιδιά... ε, να μη στα πολυλογώ, κατάλαβες, αυτή η περιέργεια τα έφαγε, πήγαμε πάνω στο σπίτι και τα ξεπουπουλιάσαμε, σου λέω, τα ξεπουπουλιάσαμε, σταμάτα μωρή λυσσάρα, της λέω της Νικόλ, άστα τα παιδιά, πρώτη φορά είναι, αλλά αυτή κρατημό δεν είχε, κρατημό...

  3. Aσπρομάλλης γέροντας, με την πλάτη γυρισμένη στον φακό, εξομολογείται ότι παντρεύτηκε μια Oυκρανέζα, που αφού τον ξεπουπούλιασε, «βρήκε έναν γκόμενο» και τον άφησε στους πέντε δρόμους. (από εδώ)

  4. Με τον ΟΤΕ τα έχω από τότε που άλλαξε τον τρόπο τιμολόγησης (κάπου το 1998/1999) και μας ξεπουπούλιασε... Δεν ξεχνάω πόσα μας πήρε τότε με το νταβατζιλίκι του και περιμένω να τον γειώσω με την πρώτη ευκαιρία (ήδη τον έχω γειώσει μερικώς με εναλλακτικό φορέα και φραγή σε μερικά σταθερά). (από εδώ)

5α. Πάλι το ξεπουπουλιάσαμε το δικέφαλο κοτόπουλο. (από εδώ, Ολυμπιακός-ΠΑΟΚ 2-0)

5β. Με στόφα πρωταθλήτριας η Μάντσεστερ... ξεπουπούλιασε τους «πετεινούς». (από εδώ, Μαν.Γ-Τότεναμ 5-2)

5γ. Ο Ολυμπιακός ξεπουπούλιασε τους «Αετούς» της Λισαβόνας. (από εδώ, Ολυμπιακός-Μπενφίκα 5-1)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουτ σημαίνει πολύ στα καλιαρντά.

Αλλά, μπουτ σημαίνει πολύ και στα ρομανί - πιο γνωστά ως τσιγγάνικα και γύφτικα. Είναι μια από τις πολλές λέξεις που μοιράζονται οι δυο γλώσσες.

Τα καλιαρντά είναι ένα πολυσυλλεκτικό ιδίωμα. Έχουν πάρει λέξεις από τα ελληνικά, τα ιταλικά, τα γαλλικά, τα αγγλικά και τα τούρκικα, τις έχουν μεταμορφώσει και έχουν παράγει μια εκφραστικότατη σύνθεση. Τολμώ, ωστόσο να πω, ότι οι λέξεις που πήραν από τα ρομανί είναι οι πιο καίριες, αυτές που δίνουν στα καλιαρντά μέγα μέρος της ιδιαιτερότητάς τους. Το λέω αυτό για δυο κυρίως λόγους:

  1. Γιατί από τα ρομανί πήραν τα καλιαρντά λέξεις-κλειδιά - κλειδιά και για τη σύνταξη της γλώσσας, με προφανέστερο παράδειγμα το ρήμα-πασπαρτού αβέλω, και για την σύνθεση νέων λέξεων, π.χ. το λατσός, λατσό που είναι το πρώτο συνθετικό σε πάνω από 30 λέξεις της καλιαρντής που κατέγραψε ο Ηλίας Πετρόπουλος στο γνωστό λεξικό του.

  2. Και, γιατί από τα ρομανί πήραν τα καλιαρντά πολλές από τις μικρές, απλές λέξεις που είναι ο συνεκτικός ιστός κάθε γλώσσας π.χ. μολ (=νερό), μαντό (=ψωμί) αλλά και πολλές λέξεις ιδιαίτερα χρηστικές για το περιβάλλον τους, π.χ. πούλη, μουτζό, λουμπίνα, κουραβέλτα. Η ίδια η λέξη καλιαρντά, πιστεύω βάσιμα, προέρχεται από τη ρομανί λέξη kaljardo - βλ. τα παραδείγματα.

Η έκταση των επιρροών της ρομανί στα καλιαρντά επιτρέπει να υποθέσουμε ότι οι κοινότητες των κιναίδων και των Ρομ βρισκόταν σε στενή επαφή - και είναι λογικό ότι κάπου και θα τέμνονταν. Πέραν τούτου, προτιμώ να αποφύγω τις εικασίες για το είδος των σχέσεων που υπήρχαν - ότι και οι δυο κοινότητες ήταν περιθωριακές με κάποιο τρόπο, από μόνο του δε λέει τίποτε. Μου έχει κάνει εντύπωση, ωστόσο, ότι η σχετικά γνωστή λέξη μπαλαμό που στα ρομανί παραπέμπει στο αφεντικό, τον ξένο, τον λευκό, στα καλιαρντά σημαίνει τον μεσόκοπο παιδεραστή που πληρώνει για να γαμήσει ή να τον γαμήσουν. Ο Ισπανός ελληνιστής César Montoliu που έχει γράψει για την σχέση ανάμεσα στα καλιαρντά και την ρομανί εικάζει ότι τα καλιαρντά πρωτοεμφανίσθηκαν σε περιβάλλον χρηστών της ρομανί συνδεδεμένων με την ανδρική πορνεία.

Τις επιρροές που είχαν τα καλιαρντά από τα ρομανί ο Πετρόπουλος στην αρχή δεν τις είδε. Στην πρώτη έκδοση του λεξικού του, το 1971, τις περισσότερες λέξεις που προέρχονται από τα ρομανί ή τις ετυμολογεί λάθος ή τις χαρακτηρίζει αγνώστου ετύμου. Το πρόβλημα αυτό το παραδέχεται στα σχόλια του που περιλαμβάνονται στην επανέκδοση του 1983 - διάφοροι φιλόλογοι από το εξωτερικό του είχαν εντωμεταξύ επιστήσει την προσοχή - και για καμιά δεκαριά λέξεις αναθεωρεί την αρχική του ετυμολογία· σε άλλες, όμως, συνεχίζει να μην κάνει την συσχέτιση.

Πέραν του César Montoliu (μια περίληψη του σχετικού άρθρου του υπάρχει εδώ), την σχέση ανάμεσα στη ρομανί και τα καλιαρντά έχει επισημάνει και ο καθηγητής του Α.Π.Θ. Σωφρόνης Χατζησαββίδης ο οποίος λέει εδώ ότι περίπου 15% των καταγραμμένων λέξεων και φράσεων των καλιαρντών προέρχονται από τη ρομανί.


Τα Καλιαρντά (1971) του Πετρόπουλου παραμένουν η βασική πηγή προσέγγισης της γλώσσας για τους αμύητους στο ζωντανό ιδίωμα όπως εγώ. Συμβουλεύθηκα την επανέκδοση του 1983 από τις εκδόσεις Νεφέλη - περιέχει και τα καίρια συμπληρωματικά σχόλια που έγραψε ο Πετρόπουλος στο Παρίσι το 1980. Πολύ χρήσιμα είναι και τα όσα λέει ο φίλος aias.ath στο λήμμα καλιαρντά.

Η βασική πηγή που βρήκα για τα ρομανί είναι η λεξικογραφική βάση δεδομένων ROMLEX, προϊόν συνεργασίας των πανεπιστημίων του Graz και του Manchester. Περιέχει 126.000 λήμματα από 27 διαλέκτους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη σύγκριση με τα καλιαρντά έχουν οι διάλεκτοι των Νότιων Βαλκανίων. Χρήσιμο είναι και το Λεξικό της Ρομανί γλώσσας του Ι. Αλεξίου.

Ένα ενδιαφέρον κείμενο στα ελληνικά για τη ρομανί γενικά είναι αυτό. Το σάιτ gypsytown.com είναι μια καλή εισαγωγή για την ιστορία κλπ των Ρομ από την δική τους σκοπιά.

Αντιπαραβάλλω εδώ κάποιες σημαντικές λέξεις των καλιαρντών με τις λέξεις της ρομανί απ' όπου προέρχονται. Δίνω πρώτα το λήμμα από το λεξικό του Πετρόπουλου με τον ορισμό σχεδόν αυτούσιο και με την ένδειξη (Η.Π. 1971). Μετά, όπου υπάρχουν, δίνω τα ετυμολογικά σχόλια που συμπλήρωσε ο Πετρόπουλος το 1980 με την ένδειξη (Η.Π. 1980). Τέλος, δίνω τη σχετική ρομανί λέξη με έναν συνοπτικό ορισμό.

  • αβέλω = δίνω, παίρνω, κάνω, βάζω, βγάζω, επιθυμώ, έχω, θέλω· ρήμα-κλειδί, που πάντα συσχετίζεται με τα συμφραζόμενα, και που πιθανότατα έλκει την καταγωγή του από το κοινό ρήμα θέλω. (Η.Π. 1971) < avel, avela, avol = είμαι, γίνομαι, έρχομαι, φτάνω
  • δικέλω = βλέπω, κοιτάζω· αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) ντικ· η λέξη, και τα παράγωγά της, από το τσιγκάνικο dik (=κοίτα), σύμφωνα με υπόδειξη του Steve A. Demakopoulos. (Η.Π. 1980) < dikhel = βλέπω, κοιτάζω, επιθεωρώ
  • ηρακλιά, η = γυναίκα· από το Ηρακλής (με αρκετήν ειρωνία) αλλά και φοβία και ηράκλω, η = γυναικάρα, νταρντανογυναίκα· από το ηρακλιά (βλ. λήμμα). (Η.Π. 1971) < rakli, rakhli = κοπέλα, κορίτσι, κόρη – ξένη, όχι Ρομ στην καταγωγή· η Ρομ κοπέλα είναι čhaj
  • κάκνα, κακνή, η = κότα· ίσως ηχομιμητικής προελεύσεως· δεν φαίνεται να σχετίζεται με το ιταλικό cagna (=σκύλα)· πάντως, η λέξη κακνή χρησιμοποιείται στη Μυτιλήνη με την ίδια σημασία (Η.Π. 1971) < khajni = κότα, προφέρεται κχαϊνί
  • καλιαρντά, τα = η γλώσσα των κιναίδων, από το καλιαρντός, επίθετο = άσχημος, κακός, περίεργος· μάλλον από το γαλλικό gaillard (=εύθυμος, τολμηρός, αναιδής, παλικαράς). (Η.Π. 1971) < kaľardο, kaljardo = μαύρος, νέγρος, Αφρικανός, αμαυρωμένος, ατιμασμένος, από το kalo (=μαύρο), από όπου ίσως και η θεά Κάλι και ο Κάλιμπαν στην Τρικυμία του Σαίξπηρ
  • κατές = αντωνυμία, αυτός αγνώστου ετύμου· κατέ = αυτή, αυτό άκλιτο (Η.Π. 1971) < kate, kathe = εδώ
  • κουλό, το = σκατό· ίσως από το γνωστό κουλές (τουρκικά kule = πύργος)· ενθυμού τα ταυτόσημα πουλοπυργί της καλιαρντής και κουραδοθημωνιά των ρεμπέτηδων· δεν αποκλείεται όμως η καταγωγή από το ιταλικό culo (=πάτος, πρωκτός). (Η.Π. 1971) < khul = σκατό, κουράδα
  • κουραβέλτα, η = συνουσία· αγνώστου ετύμου και κουραβέλω = συνουσιάζομαι (ενεργητικώς), αγνώστου ετύμου (Η.Π. 1971) < σύνθετο από το θέμα kur- και το ρήμα avel, kuřipe = συνουσία, kurela = συνουσιάζομαι
  • λατσός, επίθετο = ωραίος, καλός· μάλλον πρόκειται περί γύφτικης λέξεως. (Η.Π. 1971) λατσός· ο Gordon M. Messing (σ.σ. διαπρεπής φιλόλογος) επιβεβαιώνει την δειλή μου ετυμολογία. (Η.Π. 1980) < lačho = καλός, όμορφος
  • λουμπίνα, η = κίναιδος· δεν είναι απίθανο να κατάγεται από το κολομπίνα (καρναβάλια, γαϊτανάκι της παλιάς Αθήνας, όπου, ως γνωστόν, τον πρώτο λόγο τον είχανε οι κίναιδοι). (Η.Π. 1971) < lubni, lumni, lumli = πουτάνα, παλιογυναίκα
  • μαντό, το = ψωμί· αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) < manro, mandro = ψωμί
  • μολ, το = νερό, υγρό· από τα ιταλικά molle (=υγρό όπου ρίχνεις κάτι για να μαλακώσει) και mollo (=μουσκεμένος). (Η.Π. 1971) μολ· υπενθυμίζω την άποψη της Helene Ioannidi ότι είναι τσιγκάνικης αρχής, αλλά διστάζω να το αποδεχθώ· η λέξη mol στη ρουμάνικη αργκό σημαίνει κρασί. (Η.Π. 1980) < mol = κρασί
  • μουτζό, το = γυναικείον αιδοίον· μάλλον πρόκειται περί λέξεως-ύβρεως (ή εξορκισμού), προερχομένης από την γνωστή μούτζα. (Η.Π. 1971) < mindž = κόλπος, αιδοίο, χυδαία λέξη για το κορίτσι, τη φιλενάδα η λέξη υπάρχει με την ίδια σημασία και στην αγγλική αργκό ως minge
  • μπαλαμό, το = μεσόκοπος παιδεραστής που αμείβει τον κίναιδο· αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) < balamo, balamno = αφέντης, δικαστής· σε διαλέκτους της ΠΓΔΜ και του Κοσσυφοπεδίου είναι ο Σέρβος, στη διάλεκτο Σεπετζί του Βόλου είναι ο Έλληνας· χρησιμοποιείται και για να δηλώσει τον ξένο, τον λευκό, τον μη Ρομ
  • μπαρός, επίθετο = χοντρός. (Η.Π. 1971) μπαλός/μπαρός· μάλλον από το τσιγκάνικο baro (=μεγάλος)· η λέξη μπαρός στα κουδαρίτικά σημαίνει: νοικοκύρης· βλέπε και τις ρουμάνικες αργκοτικές λέξεις baroi (=ψηλός, τσιγκάνος), baron (=πέος) και barosan (=βαρής, μεγάλος, πλούσιος). (Η.Π. 1980) < baro = μεγάλος, ψηλός αλλά και αφέντης, νοικοκύρης
  • μπουτ, επίρρημα = πολύ· αγνώστου ετύμου· πάντως στην αγγλική butt σημαίνει ακτή, τέρμα και το τουρκικό buut σημαίνει απόσταση < but = πολύ, πολλά
  • πελέ, το = όρχις, νεότερος παραπλανητικός τύπος του μπελέ. (Η.Π. 1971) πελέ· μάλλον από το τσιγκάνικο pelo (=όρχις). (Η.Π. 1980) < pelo = αρχίδι, pele = αρχίδια (πληθ.)
  • πούλη, η = πρωκτός· αγνώστου ετύμου, δίχως να αποκλείεται σχέση με το κοινό πουλί>πουλάκι (=αιδοίον). (Η.Π. 1971) πούλη· πιθανότατα από το τσιγκάνικο bul (=πίσω, πισινός, αιδοίον)• στην ρουμάνικη αργκό συναντάμε μια σειρά λέξεων που προήλθαν επίσης από το τσιγκάνικο bul και που αναφέρονται κυρίως στους παιδεραστές. (Η.Π. 1980) < bul = κώλος
  • πουρός, επίθετο = γέρος, ηλικιωμένος, παρήλιξ· μάλλον από το γνωστό πουρί. (Η.Π. 1971) πουρός· στη ρουμάνικη αργκό υπάρχουν οι λέξεις puriu (=πατέρας) και purie (=μητέρα) που αποδίδονται αντιστοίχως στα τσιγκάνικα puro/puri. (Η.Π. 1980) < phuro = γέρος, παππούς
  • ρέλο, το = πορδή, αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) ρέλο· μάλλον από τα ταυτόσημα τσιγκάνικα ril/rila, οπόθεν και τα ρουμανικά αργκοτικά ril (=πορδή) και rila (=πέος). (Η.Π. 1980) < ril = πορδή (στη διάλεκτο Σεπετζί του Βόλου)
  • τεκνό, το = αγόρι, νεαρός, μικρό· από το κοινό τέκνο· πάντως η λέξη είναι παρμένη από το τεκνό που έχει ο κάθε γέροντας καλόγερος. (Η.Π. 1971) < tikno = μικρό, μικροκαμωμένο
  • τιραχό, το = παπούτσι· συνήθως απαντάται στον πληθυντικό· αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) < tirax = παπούτσι (στη διάλεκτο Σεπετζί του Βόλου)
  • τζάζω = διώχνω, φεύγω, πετώ. (Η.Π. 1971) < džal, džala, džal-tar = φεύγω, αναχωρώ, απομακρύνομαι, πηγαίνω
  • τσουρνό, το = κλέψιμο· ειδικώτερον, κλοπή του πορτοφολιού παιδεραστού, κατά τη διάρκεια της συνουσίας, από το φίλο του κίναιδου, που είναι κρυμμένος κάτω από το κρεβάτι· αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) τσουρνεύω· τσιγκάνικης αρχής (tsor-). (Η.Π. 1980) < čor ( προφέρεται τσορ) = κλέφτης, ληστής
  • χάλω = τρώω, αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) χαλ/χάλω· αυτές οι δυο λέξεις καθώς και τα παράγωγα, τσιγκάνικης αρχής. (Η.Π. 1980) < xal, hal = τρώω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified