Ο τσιγκούνης.
- Μα τι ψωριάρης είναι αυτός ο Κώστας; Ακόμα και για εναν καφέ να βγει με τη κοπέλα του, ζητάει να πληρώνουν μισό - μισό. Απορώ πώς είναι μαζί του ακόμα...
Ο τσιγκούνης.
- Μα τι ψωριάρης είναι αυτός ο Κώστας; Ακόμα και για εναν καφέ να βγει με τη κοπέλα του, ζητάει να πληρώνουν μισό - μισό. Απορώ πώς είναι μαζί του ακόμα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που εμφανίστηκε πρόσφατα από το πουθενά, ο ουρανοκατέβατος, αυτός που δεν έχει παρελθόν, η εμπειρία του είναι μικρή, η αξία του αμφίβολη.
Ο χαρακτηρισμός χτεσινός είναι απαξιωτικός και ως τέτοιος εστιάζει αποκλειστικά στα μειονεκτήματα του νέου (τα «ο νέος είναι ωραίος» δεν αφορούν στην προκείμενη). Τι να μας πει ο χτεσινός από τη ζωή του, εδώ έχουμε παλιούς, καθιερωμένους επαΐοντες που το ‘χουν χτίσει το μαγαζί, που όλοι ξέρουν την αδιαμφισβήτητη αξία τους, που είναι λίρα εκατό.
Η αίσθηση υπεροχής που έχουν οι παλαίουρες, που βεβαίως τους κάνει να χαρακτηρίζουν τους άλλους απαξιωτικά και αγενέστατα με αυτό τον τρόπο, μπορεί τους φέρει προ εκπλήξεων όταν ο υποτιμημένος χτεσινός αποδειχτεί γατόνι.
Το άσμα:
Εγώ δεν είμαι χτεσινός
κι ο έρωτας ο αληθινός κοντά μου δε ζυγώνει...
Η διαφωνία:
Re: ΑΕΚ: Παίρνει τον Χέρσι,
από enwsiths21 «hersi who re paidia;;;»
από Giovanni10 «Ένας χτεσινός,τον οποίο μόνο ο Αισθησιακός μπορεί να γνωρίζει,καθότι γνωρίζει όλους τους ανύπαρκτους».
Η συζήτηση:
(Για την εκπομπή του Χαρδαβέλα με τον Γιούρι Γκέλερ από εδώ):
-Ωπα παιδιά ηρεμία. Δεν περιμεναμε κανενα χαρδαβέλα να μας μάθει για τέτοια πράματα. Απλα λέω οτι αυτός ο άνθρωπος δεν είναι χτεσινός. Δεν το ανακαλύψαμε τώρα, πιθανώς κάποιοι να μην τον ήξεραν.
-Και η Αγία Αθανασία του Αιγάλεω δεν ήταν χτεσινή. Δεν πάει να πει τίποτα. Και ο Βούδας δεν είναι χτεσινός ούτε κανένας τυχαίος. Για εκατομύρια δεν είναι παρά ένας ψευτοπροφήτης (Χριστιανοί, Μωαμεθανοί κλπ) και για άλλους ένας κοινός απατεώνας.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που επιθυμεί πολύ ναρκωτική κυρίως ουσία. Το βιομηχανικό τσιγάρο ή το προερχόμενο από άλλου είδους ζαρζαβατικά.
Προέρχεται από το τούρκικο harman, που είναι η έλλειψη τσιγάρου, το χαρμάνιασμα.
Ρήμα: χαρμανιάζω.
«Χαρμάνης είμαι απ΄το πρωί πάω για να φουμάρω...» (το λέει και το song)
Ρε συ πάμε για ένα τσιγάρο, χαρμάνιασα τόση ώρα.
Got a better definition? Add it!
Ο φιλάργυρος και συμφεροντολόγος άνθρωπος που εκμεταλλεύεται τους αδύναμους. Λέξη τουρκικής προελεύσεως < çιfιt, σημαίνει τσιγκούνης και φιλάργυρος.
- Ήρθε ο παλιοτσιφούτης ο ιδιοκτήτης για το ενοίκιο σήμερα. Μου είπε ότι έτσι και δεν το πληρώνουμε την πρώτη μέρα του μήνα, θα μας κάνει έξωση. Απίστευτος μαλάκας!
βλ. και τσιαφούτης
Got a better definition? Add it!
Κακός τεχνίτης.
Αυτόν φώναξες να σου διορθώσει τη βλάβη; Αυτός είναι σκιτζής!
Κακοτεχνίτες: καλαμπόρτζης, κομπογιαννίτης, μπασματζής, ξυλοσχίστης, σκιτζής.
Got a better definition? Add it!
- Της είπα ότι τά 'χω με άλλες δύο παράλληλα.
- Έλα ρε όργιο! Και πώς το πήρε;
- Τι λες ρε όργιο; Χάνεις λάδια;
- Και πώς περάσατε;
- όοοργιο!
Σχετικά: θέατρο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κοντός, μικρόσωμος, μικροκαμωμένος.
-Τον είδες τον μπασμένο, ένα κι ένα μίλκο ήτανε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που δέν κάνει σωστά ή μεθοδικά τη δουλειά του. Συνώνυμα: σκιτζής, κομπογιαννίτης.
- Ωραίο το σπίτι ρε σύ, αλλα γιατί το έβαψες έτσι, αλλού εμετί αλλού κατουρλί;
- Άς όψεται ο ελαιοχρωματιστής.
- Και πού τον πέτυχες τέτοιον μπασματζή;
- Έ, ξάδερφος της Κούλας...
- Δουλειές με γυναίκες και συγγενείς δέν κάνουμε, ρέεε, σχολείο δέν πήγες;
Κακοτεχνίτες: αλμπάνης, καλαμπόρτζης, κομπογιαννίτης, μπασματζής, ξυλοσχίστης, σκιτζής.
Got a better definition? Add it!
Εντάσσεται στην ευρύτερη συνομοταξία των τσιγκουνοειδών, αλλά έχει ορισμένες ιδιαιτερότητες που τον διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα είδη της συνομοταξίας.
Συνδυάζει μεταξύ άλλων τα σπάνια χαρίσματα της τσιγκουνιάς, καρμιριάς, ξινίλας και μούχλας. σε μια δοσολογία αξιοθαύμαστη για τη μη τύρηση του μέτρου.
Η απόλυτη κατάρρευση της ρήσης «τα πάντα εν σοφία εποίησες». Ετυμολογικά παραπέμπει σε μυτζήθρα και όλα τα μυτζηθροπαράγωγα.
Ο μιντζίρης απαντάται ελεύθερος στη φύση ή ως στέλεχος τραπεζικών, μεσιτικών, ασφαλιστικών οργανισμών, τομείς στους οποίους το προσόν της μιντζιριάς είναι περιζήτητο.
Στον ιδιωτικό τομέα, αν κάποιος αντιληφθεί ότι το αφεντικό του είναι μιντζίρης, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να ψάξει άλλη δουλειά και να φύγει άρον άρον. Να μην κοιτάξει ποτέ πίσω του και να μην μπει στο τριπάκι αποζημίωσης από τον μιντζίρη. Είναι πιθανότερο να βγουν του σπανού τα γένια παρά κάποιος να ξεγελάσει στα λεφτά έναν μιντζίρη.
Η σύνταξη του γερο-μιντζίρη αρκεί για ζήσει μιντζιροπρεπώς για 3-4 μήνες. Τα υπόλοιπα τα αποταμιεύει για τα δύσκολα γεράματα, ώστε να έχει ένα διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στους επίδοξους μιντζιροκόμους.
Το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί είναι να είναι ο πρώτος που θα συναντήσεις το πρωί. Χειρότερος και από μαύρη γάτα.
Το καλύτερο που μπορεί να σου συμβεί είναι να τον κληρονομήσεις. Θα βρεις σπίτια, χρήματα σε λογαριασμούς και πουγκιά με κοκοράκια στο λιγδιασμένο σεντούκι. Επειδή όμως η συναναστροφή με μιντζίρη κρύβει πολλές εκπλήξεις, είναι σοβαρό το ενδεχόμενο να φας τον γέρο μιντζίρη στη μάπα και να τον κληρονομήσει κάποιος άλλος ή τελικά να σε κληρονομήσει αυτός.
ΠΡΟΣΟΧΗ, Ο μιντζίρης «δαγκώνει».
<ντριιιιν>
<ντριιιιν><ντριιιιν>
- Ποιος διάολο να είναι πρωί-πρωί Κυριακάτικα.
- Ρε συγκάτοικε, σήμερα δεν είναι 1η του μηνός;
- Ε!
- Ο σπιτονοικοκύρης θα είναι.
- Τον πούστη, τον μιντζίρη, γαμώ τα λεφτά του και τα σπίτια του. Μην του ανοίξεις του πούστη.
<ντριιιιν><ντριιιιν><ντριιιιν><ντριιιιν>
Συνεχίζεται...
Got a better definition? Add it!
Η λέξη παραπέμπει σε κάποιον που, προσπαθώντας να κάτσει πάνω σε βελόνες, ανασηκώνεται συνέχεια, γιατί τον τσιμπούν και δεν μπορεί να καθίσει ήσυχα στη θέση του.
Άρα αποκαλώντας κάποιον κωλοβελόνη, αναφερόμαστε σε κάποιον:
Πολύ νευρικό και τσιτωμένο άνθρωπο που μη μπορώντας να ηρεμήσει και να χαλαρώσει με τίποτα λόγω εσωτερικής αναστάτωσης, πετάγεται συχνά από τη θέση του, τρέχοντας πάνω κάτω, λες και χίλιες βελόνες τον τρυπούν, ωθώντας τον σε διαρκή κινητικότητα. Μπορεί να μιλάμε είτε για μόνιμη, είτε για συγκυριακή κατάσταση (π.χ: ένα πρόβλημα που έχει πάρει γιγάντιες διαστάσεις στο μυαλό του) (βλ. παρ. 2).
Σημείωση: Για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί πως η ονομασία Κωλοβελόνης αποδίδεται επίσης και σε τύπο καλικαντζάρου. Αυτός ο τύπος καλικάντζαρου είναι λεπτός, σουβλερός και ψηλός σα μακαρόνι και μπορεί να τρυπώνει απ’ τις κλειδαριές, αλλά κι απ’ τις τρύπες του κόσκινου... Λέμε τώρα Δες εδώ
- Ρε τι κωλοβελόνης είναι αυτός;
- Γιατί το λες;
- Πήγε και έβγαλε από τον ηλεκτρικό πίνακα, άκουσον άκουσον, τα ενδεικτικά λαμπάκια, για να καταναλώνει λέει... λιγότερη ενέργεια. Τώρα σκέπτεται τι πατέντα να κάνει, ώστε τα νερά του μπάνιου να τροφοδοτούν το καζανάκι της τουαλέτας...
- Μαζεύτε τον βρεεε!
Στη δουλειά:
- Ωπ... Πάλι έφυγε ο Πέτρου; Καλά τι κωλοβελόνης είναι ρε συ αυτός; Μα να μη μπορεί να κάτσει ήσυχος σε ένα σημείο; Λες και του βάζουν νέφτι στον κώλο... χα χα χα!
Got a better definition? Add it!