Ιδιαίτερα περιφρονητικός χαρακτηρισμός ανθρώπων χαμηλού αναστήματος, συνέπεια ημιτελούς εκσπερμάτισης. Υπάρχει και η πιο χυδαία παραλλαγή, μισοχυσιά.
- Ο Τάπερμαν εθεάθη να πίνει εσπρεσούμπα στο Da Capo!
- Ρε την μισοριξιά, τον τάπερμαν!
Ιδιαίτερα περιφρονητικός χαρακτηρισμός ανθρώπων χαμηλού αναστήματος, συνέπεια ημιτελούς εκσπερμάτισης. Υπάρχει και η πιο χυδαία παραλλαγή, μισοχυσιά.
- Ο Τάπερμαν εθεάθη να πίνει εσπρεσούμπα στο Da Capo!
- Ρε την μισοριξιά, τον τάπερμαν!
Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισή μερίδα
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα ή το θηλυκόν ζώον που ξεχωρίζει στον περίγυρό της λόγω της κατανομής βάρους και του χοντρού κεφαλιού της που την κάνουν να ομοιάζει με μπάλα.
-Η χοντρομπαλού!
-Κάνε πέρα, βάζει για δήμαρχος θα κυλήσει πάνω μας αν μας δει να μας δώσει προσπέκτους!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κείνο που μας τρώει, κείνο που μας σώζει.
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Συνήθως χρησιμοποιείται ως «νάνος - νάνος, αλλά με κάτι αρχίδια να!» Σημαίνει ότι παρόλο που κάποιος είναι κοντός και, ωσεκτουτού, όχι ιδιαίτερα δυνατός και άρα θα έπρεπε να «κάνει την κότα» σε καταστάσεις σύγκρουσης, αυτός δεν «μασάει» και αντιδρά επιθετικά. Το πρώτο μέρος της πρότασης μπορεί ν' αλλάξει κατά την περίσταση. π.χ. «Χαλβάς - χαλβάς, αλλά με...» ή «Μαλάκας - μαλάκας, αλλά με...».
Κοντός πελάτης σε πορτιέρη:
- Τι θα γίνει ρε μεγάλε, μια ώρα είμαστε εδώ! Θα μπούμε καμιά φορά;
Πορτιέρης Α:
- Γάμησέ μας ρε νάνε βραδυάτικα, που βιάζεσαι κιόλας...
Κοντός πελάτης: (ορμώντας)
- Τι είπες ρε αρχίδι μη σου γαμήσω...
(Αφού τελειώνει το συμβάν)
Άσχετος παρατηρητής σε άσχετο παρατηρητή:
- Νάνος - νάνος, αλλά με κάτι αρχίδια να...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πολύ χοντρός, γιγαντόσωμος. Προέρχεται από τον μεγάλο αθλητη Δ. Τόφαλο, παγκόσμιο πρωταθλητή της άρσης βαρών στις αρχές του αιώνα και μετέπειτα παλαιστή του κατς.
- Πω-πω πώς πάχυνε έτσι ο Νικολάκης, σαν τόφαλος έγινε!
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Υποκοριστικό του κώλου. Πρόκειται για τρυφερό γουτσισμό συνήθως όταν αναφερόμαστε σε πρωκτίσκον (κατά τον σλανγιωτατισμό του Ανδρέα Εμπειρίκου) που είναι εφηβικός ή έστω νεανικός, πεταχτός, τουρλωτός, άτριχος, στρογγυλός, τορνευτός κ.τ.ό., -(δεν τα λέω εγώ αυτά, ο γούγλης τα λέει)-, χωρίς να αποκλείεται η χρήση του όρου για κάθε κώλο (και μεταφορική προέκτασή του). Ιδιαίτερο γλωσσικό ενδιαφέρον (νόου παν ιντέντεντ) υπάρχει όταν το κωλαράκι χρησιμοποιείται μετωνυμικά/ συνεκδοχικά για να δηλώσει την όλη γκόμενα/ γκόμενο, ή γενικά το σεχ ή τα ξινά, σε φράσεις τ. «του αρέσουν τα κωλαράκια» ή «θα έχει κωλαράκια στο πάρτι;». Βλ. επίσης τις εκφράσεις κάνει έτσι το κωλαράκι κάποιου για…, 3 κωλαράκια, το κωλαράκι της νυχτερίδας.
Σάλος με το κωλαράκι της Νάταλι Πόρτμαν. (Το Ναταλάκι με το κωλαράκι, σχεδόν σέντρα-γκολ ινσέψιο).
Το κωλαράκι της κουμπάρας (So Real stories).
Ξεφτιλισμένο κωλαράκι. Ξύπνησα μουδιασμένος. Ακόμη ένιωθα την τρυπούλα μου ανοιγμένη από τον πούτσο του Κώστα. Με είχε γαμήσει άγρια την προηγούμενη μέρα, όπως το 'κανε εδώ και κάτι βδομάδες. Είχα γίνει το σκλαβάκι του. (Από το gayworld.gr).
4. Καταπληκτική προπόνηση για να κάνετε ένα σέξι κωλαράκι! Ένα θηλυκό μοντέλο του Fitness διδάσκει μια απλή προπόνηση που μπορείτε να κάνετε για να χτίσετε ένα σέξι πισινό. Τον εξοπλισμό μπορείτε να αγοράσετε σε ένα κατάστημα φτηνό ή να βρείτε στο γυμναστήριο. Αυτή η προπόνηση μπορεί να γίνει στο σπίτι, το γυμναστήριο, ή έξω.
5. Ουπς! Σοφία μου, φαίνεται το κωλαράκι σου!
Εντυπωσιακό το ατύχημα της Σοφία Βεργκάρα, άφησε να φανεί το κωλαράκι της. «Προκλητικά» αποκαλυπτήρια είχαμε στην πρόσφατη τελετή απονομής των βραβείων Έμι, όταν το φόρεμα της Σοφίας Βεργκάρα (Sofia Vergara)… έσκασε!
6. ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ «ΓΥΜΝΟ ΚΩΛΑΡΑΚΙ». Τον τελευταίο καιρό παρατηρούμε μια έξω από κάθε λογική επίθεση στην καθημερινή ζωή, στο βιοτικό επίπεδο και κυρίως στην αξιοπρέπειά μας.[...]ΠΛΑΤΕΙΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΚΥΡΙΑΚΗ 14 ΜΑΡΤΙΟΥ, ΩΡΑ ΜΙΑ (13:00). ΜΕ ΣΧΕΔΙΟ ΝΑ ΓΔΥΘΟΥΜΕ, ΔΕΙΧΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΩΛΑΡΑΚΙ ΜΑΣ ΣΕ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ, ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ, ΜΕΣΑ ΜΑΖΙΚΗΣ ΑΠΟΧΑΥΝΩΣΗΣ, ΣΤΙΣ ΑΓΟΡΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΑΠΑΝΤΕΣ ΤΟΥΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟΥΣ. ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΑΧΗ: «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ!».
Got a better definition? Add it!
Ουσιαστικό που, σλανγκιστί, κλίνεται σε όλα τα γένη: το βυζί, ο βύζος, η βυζάρα.
Πρβλ. ο πούτσος, η πούτσα, το πουτσίδι.
Ο πούτανος, η πουτάνα, το πουτανάκι.
Ο πούστης, η πούστρα, το πουστρόνι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εργαλείο τιμωρίας δια μαστιγώσεως, εργαλείο ή σύμβολο απειλής. Συνήθως χρησιμοποιείται μετωνυμικά, ως σύμβολο δηλαδή.
Κρέμασε μια γαϊδαρόπουτσα στην πόρτα, και τον περίμενε.
Έβγαλε τη γαϊδουρόπουτσα και τον έκανε με τα κρομμυδάκια.
Έβγαλε τη γαϊδουρόπουτσα και πού σε πονεί και πού σε σφάζει.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός που αποδίδεται στα μακριά και αδύνατα πόδια, κυρίως γυναικών και καλαθοσφαιριστών.
Προέρχεται από το βυζαντινό «καννίον» [κανί στα νεοελληνικά], εκκλησιαστικό σκεύος που προσομοιάζει στο καλάμι.
Συγγενής λέξη είναι η γνωστή κάννη των όπλων.
Καλά μας δουλεύεις; Έσκασες μύτη με τη γκόμενα που είχε τα κανιά στο ίσωμα, για να τή γνωρίσεις στη μάνα σου; Εσύ δεν παίζεσαι φιλαράκο... Η γυναίκα θα έχει σχηματίσει την καλύτερη άποψη!
Got a better definition? Add it!
Ο κοντός.
Να και ο ζουμπάς, δεν πήρε ακόμα πόντο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified