Selected tags

Further tags

Εντελώς τελείως αναχρονιστική σλανγκιά για τα σαφρακιασμένα απομεινάρια του παρθενικού υμένα μετά την ρήξητου.

Προφ εκ του λουλούδι. Παραετυμολογικά, εκ του Λιλιάδα.

Εναλλακτικά: λαλάδια.

1. «Λoυλoύδι της ντρoπής» o ραγής παρθενικός υμένας με τη θέληση της κόρης, πρo τoυ γάμoυ, o καταρακωμένoς με τα λιλίδια.

2. «ληλίδια» ή «λαλάδια» έλεγαν τα μύρτα, δηλ. τις σαρκώσεις απoφύσεις τoυ παρθενικoύ υμένα μετά τη ρήξη.

  1. - Αμάν αμάν αμάν....
    - Α πα πα πα....
    - Βάι βάι βάι...όι όι μανούλα μου
    - Τι ήταν αυτός ο Πέρι βρε Λάουρα...
    - Φεύγει και αφήνει πίσω του λιλίδια...Θε μου φύλαε ήτανε.....

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που νταλαβερίζεται συχνά με το «είναι», το «ούτε» και από κτητικό ό,τι απαιτεί η περίσταση για να δηλώσει κάποιον ή κάτι αμελητέο, αδιάφορο, τίποτα, δίχως καμιά αξία, ουσία, περιεχόμενο.

Κι αυτό γιατί αν η πρώτη που εμφανίζεται έχει μια πρόσκαιρη και συμβολική αξία πιστοποίησης του ερχομού της πολυαναμενόμενης αντρίλας, οι αναρίθμητες που ακολουθούν δεν έχουν καμία.

Δεν τη λες και φρέσκια για έκφραση, αλλά λαμβάνοντας υπόψη το τι ξύρισμα πέφτει τη σήμερον στην περιοχή από πολλούς, και μάλιστα από τότε που μαλλιάζει, σίγουρα γεννά υποψίες για το τι ακριβώς έχει στο μυαλό του ο χρήστης της και δη ο νεανίας. Κι αυτό προσφέρει ένα κάποιο διανοητικό τιλτ!!

Ενίοτε και για επίταση της απαξίωσης:
--το τρίτο το μακρύτερο (σε κάποια μπρουτάλ, κατά προτίμηση, απ’ τις εκδοχές του, αντικαθιστά το «τ’ αρχίδια», προφανώς μια κι οι τρίχες του υπολείπονται αυτών σε ...βαρύτητα,

--υπεισέρχεται, χάριν ακριβολογίας και ουχί πολιτικολογίας, επιθετικός προσδιορισμός της απόλυτης θέσης του παπαριού,

--υπεισέρχονται υποδιαιρέσεις· της τρίχας βεβαίως – βεβαίως.

Όταν στον πληθυντικό, παίρνει αμπάριζα μέχρι λαούς ολόκληρους.

  1. Για πείτε, μιας και το 'φερε η κουβέντα, εταιρείες που γουστάρετε.
    Δ1: Deathwish Inc., Holy Roar, Moment of Collapse, Bridge Nine, Magic Bullet.
    M: Κοίτα, εγώ προσωπικά ανέχομαι τον όρο «εταιρεία», όταν είναι ένα μάτσο φίλοι που στήνουν ένα label για τη μουσική και μόνο. Μικρές και ανεξάρτητες. Όλες οι υπόλοιπες δεν αξίζουν ούτε μια τρίχα απ' τ' αρχίδια μου.
    (Από συνέντευξη των Πατρινών I want you dead στο projektfishtank)

  2. «….Με το έργο του βεβαίως στην πορεία δε στάθηκε στο πλευρό των λαϊκών αγώνων και της δράσης των κομμουνιστών, αφού δεν πίστευε στη διέξοδο της ταξικής πάλης, ενώ βρήκε «στέγη» στη λεγόμενη «ανανεωτική» Αριστερά…».
    Όχι δεν αντέχω, θα σχολιάσω: Μικρόψυχα ανθρωπάκια, ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια του δεν είστε!
    (Αναφέρεται στον Χρόνη Μίσσιο)

  3. Όποιος πολιτικάντης ή στρατιωτικός ή επώνυμη λουγκρίτα νομίζει ότι κάτι είναι, ας τολμήσει να συγκρίνει την ξεφτιλισμένη ύπαρξή του με μια τρίχα από τα αρχίδια του παραπάνω παικταρά.
    (Αναφέρεται στον Λούκιο Κουίνκτιο Κινγκιννάτο (519-430 π.Χ.))

  4. -Τώρα εσύ πατέρας μου είσαι η θείος;
    -Εγώ είμαι Θείος!
    -Θα σου ‘λεγα ότι είσαι μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου αλλά πριν κάνα τέταρτο τις εξαφάνισα.

  5. Σπανούλη, Σπανούλη αρχίδι. Είσαι μια τρίχα απ' την ψωλή του Διαμαντίδη.

  6. Ναι, D οι Σκοταδιστές τους ΑΕ και τους κούνησαν την 73η τρίχα από το δεξί τους αρχίδι. Ανάθεμα κι αν έκατσαν να ακούσουν το κομμάτι οι ΑΕ. Εδώ μια φορά που είχα πει στον Φ ότι ο BDF τους έριξε κάτι σποντούλες σ' ένα κομμάτι, γυρνάει και μου λέει γελώντας «ΝΑΑΑΑ» κάνοντας μαζί και τη χαρακτηριστική κίνηση των δύο χεριών προς τα παπάρια. Θα τους νοιάξουν οι Σκοταδιστές; Οι ποιοι;

  7. Όλα αυτά τα κατακάθια της τροφικής αλυσίδας του διαδικτύου δεν είναι ούτε μισή τρίχα απ’ τ’ αρχίδια του Γιώργου Μαρίνου.
    (Αναφέρεται στον γνωστό διασκεδαστή επικροτώντας το θάρρος του να βγει απ’ τη ντουλάπα)

  8. Μιλάνε και οι τρίχες από τα αρχίδια μου, οι πουσταράδες οι Σκοπιανοί, που σε ένα 24ωρο τους σβήνουμε από το χάρτη.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λαογραφικούρα για την εκτός γάμου «διακορευθείσα» κορασίδα που έχει και το θράσος να παριστάνει την παναγία. Γιατί φραγκοπαναγιά όμως; Εδώ πρέπει να ανατρέξουμε στην πατροπαράδοτη περιφρόνηση της ορθολοξίας προς τους δυτικούς. Αντιγράφω από σάη χριστιανοταλιμπάν:

Κυττάξετε τις διάφορες Παναγίες, τις Μadonnes. που ποζάρουνε υποκριτικά, ακόμα κι’ οι θλιμμένες, που κλαίνε, που αυτές είναι ακόμα πιο ψεύτικες! Ξόανα και είδωλα για ρηχούς ανθρώπους. Ο λαός μας, που πήρε μεγάλη και βαθειά παιδεία από τη θρησκεία του Χριστού, επί αιώνες κι’ ας φαίνεται απέξω απαίδευτος, «φραγκοπαναγιά» λέγει τη γυναίκα που υποκρίνεται την τίμια, μα που δεν είναι στ’ αλήθεια, ξεχωρίζοντας έτσι την «Φραγκοπαναγιά» από την Παναγιά, από την αληθινή την Παναγιά, τη Μητέρα του Χριστού και Θεού την αυστηρή Οδηγήτρια (εδώ) Ας αφήσουμε όμως τις συζητήσεις περί του τι συνιστά παρθένα ή ψευδοπαρθένα στους αρμοδιότερους από εμάς θεολόγους κι ας πανηγυρίσουμε την παρθενοφθορά με ένα μικρό σλανγκομουνο(ξε)απάνθισμα για όσα κορίτσια απώλεσαν ότι πολυτιμότερο είχαν:

  1. αγγισμένη
  2. αδιάντροπη
  3. ακολασού
  4. ακουσμένη
  5. αλανιάρα
  6. αλαφριά
  7. ανθολογημένη
  8. ανοιχτή
  9. ανοιχτούτσικη
  10. απαρατημένη
  11. απαριασμένη κατσάκω
  12. αποπλανημένη
  13. ατιμασμένη
  14. αφημένη
  15. αφορισμένη
  16. βρωμoλoύλoυδo
  17. βρωμοθήλυκο
  18. γάνα
  19. γανάδα
  20. γανίλα
  21. δάνεισε το κορμί της
  22. δεν έχει μούτρα καθαρά να βγει στην κοινωνία
  23. δεν της άρεσε o ίσιος δρόμος της ανυπόληπτης
  24. έγινε θέατρο του κόσμου
  25. ελεεινή
  26. ελύσσαξε για άνδρα και λυσσoμάνιασε
  27. έπεσε στον δείνα
  28. έσκισε και λέρωσε τα μεζέα της (μεζέα: τα μεσαία, ο παρθενικός υμένας με τον κόλπο ως ευρισκόμενα μεταξύ της ουρήθρας και πρωκτού)
  29. εσούρε (έτρεξε σε άνδρα)
  30. έχει ακoυστεί η αθυβoλή της
  31. έχει μoύτρα να μας δει η μoυντζoυρωμένη;
  32. έχει φαγωμένα πoλλά κάστανα
  33. έχει φάειπoλλών πανηγυριών χαλβά
  34. έχει φάει την τσίπατης
  35. ζωηρούλα
  36. ήταν ζωηρή
  37. ήταν κυλίστρα πoυ ξώκυλε
  38. θα γεμίσεις λoύπακες μαζί της (αφρoδίσια)
  39. θεάτρα
  40. κoμμένη
  41. κακά της κoυρέματα
  42. κακακουσμένη
  43. κακονοματισμένη
  44. κακοστρατημένη
  45. κακόφημη
  46. κάσα (αχρεία)
  47. κατεργαρούλα
  48. κομμένη
  49. κορφολογημένη
  50. κριματισμένη (αμαρτωλή)
  51. κυλίστρα
  52. λαγγευμένη
  53. μαλαφαρισμένη
  54. μας έκανε την απήραχτη και ατήραχτη
  55. μασκαριλού
  56. μάτωσε την τρύπα
  57. μαυροπρόσωπη
  58. με ξεκούρδιστα βιολιά θα την πάνε στην μάνα της
  59. μεταχειρισμένη
  60. μούντζα
  61. μυσαρά
  62. νερoκoυτσέλα που κυλίστηκε σε βρώμικο νερό
  63. ντροπιασμένη
  64. ξελεγιασμένη
  65. ξεπεσμένη
  66. ξεπλανεμένη
  67. ξεπορτισμένη
  68. ξεσκονισμένη
  69. ξεσχισμένη
  70. ξεσχολιασμένη
  71. ξετσίπωτη
  72. ξευτελισμένjη
  73. οργιά
  74. που και που το κάνει με τον ξάδερφο
  75. παλιοκόριτσο
  76. παραδομένη
  77. παραστρατημένη
  78. παστρικιά
  79. πατημένη
  80. πατσαβούρα
  81. πειραγμένη
  82. περασμένη
  83. περιγέλαστη
  84. περιπαταριά
  85. που και που το κάνει
  86. πουρναροπιδίστρα
  87. ροκοκέφαλη (έχει το μυαλό στο ροκοκέφαλο: μουνί)
  88. σαλιασμένη
  89. σηκοσκελισμένη
  90. σκατογαϊδούρα
  91. σκύλα
  92. σκυλοπηδημένη
  93. σουβάλα (ανήθικη)
  94. στιγματισμένη
  95. στρούντζα
  96. συρομαδισμένη
  97. το δίνει
  98. το έκανε με το θείο
  99. το κάνει
  100. το λέει η περδικoύλα της με τoν ανεψιό
  101. τα αθέατα τα έκανε θέατρα
  102. τα έχει παίξει πρωτύτερα με άλλoν
  103. την πήδηξε o τάδε
  104. της βγήκε το όνομα
  105. τιντομούνα
  106. το άνθος παρθενίας χάθηκε
  107. τρυπημένη
  108. τρύπια
  109. τσολόχα (ερωτιάρα)
  110. φέρτε το γάϊδαρo να καβαλήσει
  111. φιλημένη
  112. φουρλαϊδα (άστατη)
  113. χαϊδεμένη
  114. χάλασε τo συστί τoυ τo βρωμoθήλυκo
  115. χαλασμένη
  116. χανεμένη (ανεπιτήρητη)
  117. χωριολόγα

(Πηγή: Χ.Θ. Οικoνoμόπoυλoς, Περί Παρθενίας, εδώ)

(από σφυρίζων, 15/04/13)(από σφυρίζων, 15/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αραιά και που συναντάμε κάποια κορίτσια τα οποία γεννήθηκαν με την κατάρα της τσουπρίλας. Μοιάζει με ασθένεια που αναγκάζει τον ξενιστή(στην περίπτωσή μας την: τσούπρα) να είναι συνεχώς γλυκούλης οτιδήποτε κι αν επιχειρεί να πράξει ή να πει.

Προσοχή!!
Εδώ δεν πραγματευόμαστε την προσποιητή τσούπρα που φέρεται γλυκούλικα για να θέλξει τα αρσενικά, αλλά επισημαίνουμε την κοπέλα που ξερνάει την τσουπρίλα ακόμα και όταν ανοιγοκλείνει τα μάτια της.

Αυτό το είδος κοπέλας είναι ιδιαίτερα επιθυμητό από τους άντρες.

Επιπλέον όταν κάποιος άνθρωπος χαρακτηρίσει μία γυναίκα ως «τσούπρα» το πιο πιθανό είναι να ακολουθήσει μία τέτοια απάντηση: «Τι είναι τσούπρα;».

Ξέρουμε ότι ο όρος δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός, συνεπώς από τούδε και στο εξής χρησιμοποιήστε τον άφοβα έχοντας ως αφετηρία και διαπιστευτήριο αυτό εδώ το άρθρο.

  1. - Γνώρισα μία τσούπρα!
    - Man αυτό είναι καλό.

  2. Συζήτηση ζευγαριού που η κοπέλα παρουσιάζει συμπτώματα τσούπρας:
    - Αγάπη μου διάβασα ένα άρθρο στο slang.gr και... μου φαίνεται ότι είσαι τσούπρα. - Έλα να κάνουμε σεξ. - Αχ σε ευχαριστώ slang.gr. Εξαιτίας του ορισμού της «τσούπρας» θα κάνω παθιασμένο σεξ με αυτήν που αγαπώ.

Η τσούπρα και ο τσίπρας (από σφυρίζων, 13/04/13)(από σφυρίζων, 13/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαγουδικό *αποκαλούσαν οι παλαιότεροι (και εξακολουθούν ορισμένοι βουκολικοί ακρίτες και θεούσες κυρα-περμαθούλες) τον *παρθενικό υμένα, την ενοχλητική και μάλλον γελοία αυτή μεμβράνη για την οποία τόσα δράματα εκτυλίχτηκαν ανά τους αιώνες. Για λόγους που αντιπαρέρχονται κάθε κοινή λογική, ο υμένας αυτός θεωρείται από τότε που βγήκαν οι λάσπες σχεδόν καθολικό (αλλά και ορθόδοξο, και μουσουλμανικό) σύμβολο αγνότητας.

Όπως συμβαίνει για κάθε σπάνιο αγαθό, το αόρατο πέος δημιούργησε μια αποτελεσματική αγορά για την αγοραπωλησία λαγουδικώνε. Ο συνεπακόλουθος κατακλυσμός της αγοράς από λαγουδικά-μαϊμού κατέστησε επιτακτική την ανάγκη πιστοποίησης κατά ISO. Την εποχή που οι αρχαίοι ημών πάλευαν την χοληστερίνη εμφανίστηκε και ευδοκίμησε το επάγγελμά της γηθογυίας (εκ των γῆθος, χαρά και γυῖον, αιδοίο) επάγγελμα που οι σύγχρονοι αποκαλούμε παρθενομαμή. Η παρθενομαμή «έδινε, παρουσία των ανακριτών-εξεταστών ή δικαστών, τον λεγόμενο 'Όρκον Tιμής', και μόνη αυτή εξέταζε την παθούσα νέα 'τη ψηλαφήσει εξέταζε τα κρύφια μέρη, ακολούθως δε υπαγόρευε την πραγματογνωμοσύνη της και τις επισημάνσεις της προφορικώς, διότι εστερείτο γραμματικών γνώσεων» (εδώ).

Η υπερβάλλουσα ζήτηση για λαγουδικά οδήγησε πολλές παρθενομαμές στο παρεμπόριο «γκρι» υπηρεσιών αναπαρθενισμού αναξιοπαθούντων κορασίδωνε που υπέστησαν παρθενοφθορά, πολύ πριν αναπτυχθεί η σύγχρονη μπαγαποντοπλαστική. Οι πρωτόγονες μέθοδες τους βασίζονταν σε δύο πυλώνες:

  • Την χρήση προσωρινών ραμμάτωνε, συνήθως φυτικής προέλευσης που έφεραν ονόματα όπως «σωμέλιμα τoυ ανθoύ», «μέθoδoς της χελιδoνoφωλιάς», «κoυκoύλωμα τoυ κερασιoύ».
  • Τεχνικές χρήσης κόκκινων χρωστικών ουσιών με σλανγκενεργές ονομασίες όπως «βαψίμι της φωλιάς», «φκιασίδωμα τoυ μαραμένoυ αθoύ», «στύψιασμα τoυ χίσθoυ», «αβδέλλιασμα» κ.ταλ., προκειμένου το κορίτσι να περάσει θριαμβευτικά την δοκιμασία του παρθενόπανου (περισσότερα εδώ).

Το λαγουδικό μάλλον δεν ετυμολογείται από τον συμπαθή κόνικλο αλλά εκ του λαγαρό: λεπτό και ευάλωτο στα αρχαία, καθαρό και διαυγές στα νέα.

Ας πανηγυρίσουμε λοιπόν το λαγουδικό με ένα μικρό σλανγκομουναπάνθισμα συνωνύμων:

  1. αγερινό
  2. αγλαό
  3. αγνό
  4. αγριοκρινάκι
  5. αεράτο
  6. αέρινο
  7. αθέατο
  8. αθέρας της κόρης
  9. αθθός
  10. αιθέριο
  11. άϊρο (ιερό) ιμάτι
  12. αμυγδαλιάς ανθί
  13. αμύριστο
  14. ανάδερο
  15. ανάχλιο
  16. ανέγγιχτη θυρία
  17. ανέγκιχτο
  18. ανεμαίο
  19. ανεμικό
  20. ανεμίτσι
  21. ανεμώνη
  22. ανθάδα της κόρης
  23. ανθάκι (που δεν το είδε ο ήλιος, του βουνού)
  24. ανθάτο
  25. άνθος (αβρό, άφθαρτο, ζαχαροζύμωτο, κορύκειον, μυροβόλο)
  26. ανθός (άγγιχτος, αμάραντος, αναμεσιανός, ανθηνένιο της κόρης, ανθηρό, ανθί, ανθίμι, άνθιμος, ανθινό επικόλπι, ανθινο λιλί (το λουλουδένιο στολίδι), ανθινό πουγκί, ανθίτσι, ανθίτσι της νιάς, ανθοδροσόμαλλο, ανθοκουκούλα, ανθόμηλο, ανθομούνι, ανθομπούμπουκο, ανθουλάκι, ανθούλι , ανθουσένιο μάτι, ανθώλη, ανθουλλί, ακακίας, βερυκανθός, δροσανθός, ευοσμανθός, ροδιάς, της αγνείας, της κρυφής σκαφούλας, της φύσης, του αναγκαίου, του κουτιού, απάρθενος, ατίμητος, βατσινίας, βερωτός (βέρα: κυκλικός), γαρδένιας, γιασεμιού, θαλλεροζανθός , θαυμασαριός, κεραπουκάτος (που βρίσκεται κάτω από τον ομφαλό), κερασανθός, κερασένιος , κροκανθός, κρυφός ανθός της τσούπας, λεμονιάς, λουλουδανθός, λυγιάς, μηλίτσας, μολοχανθός, μοσχανθός, μυρσινανθός, νεραντζανθός, νεραντζιάς, παρθενίας, πορτοκαλιάς, πύρινος, ροδακινιάς ανθός, ροδανθός της κόρης, ροκοανθός της κόρης, φασκομηλιάς λευκανθός, χάσικος)
  27. ανούλι
  28. απαλό γιασεμί
  29. ασπρολούλουδο
  30. άσπρος κρίνος
  31. άσπρος μενεξές
  32. ατρύγητος κρίνος
  33. αφράτο
  34. αχαμνότρυπα
  35. αχνό
  36. αχνόλαστο
  37. βαβί
  38. βαγιολούλουδο
  39. βαίο
  40. βεργί
  41. βεργωτό
  42. βερωτός
  43. βιόλα
  44. βιολέτα
  45. βιολετάνη της τσούπας
  46. βοτρίδι
  47. γαρουφαλάτο
  48. γαρουφαλίτσι
  49. γαρυφαλλένιο λιλί
  50. γερανάκι
  51. γήο
  52. γλυκάδι
  53. γόνη
  54. γόνος
  55. δαφνολούλουδο
  56. δαφνούλα φουντωτή
  57. διόσανθος
  58. διχαλωτό
  59. δροσερή σπορτούλα
  60. δροσίδι
  61. δροσινό
  62. δροσολούλουδο
  63. ειδωλάκι
  64. ελειόχρυσος
  65. ελιανθάκι
  66. ζαμπάκι
  67. ζεοβιανό
  68. ζερνέκαντο του κοριτσιού
  69. ζουμπουλάκι
  70. ζουμπύλι
  71. ηλιόχαρο
  72. ήλτο
  73. ήλτσο
  74. ημεράτσι της κόρης
  75. ημεροκαλλίδα
  76. θεστό
  77. θύρια
  78. ιμέτι (ή μάτι της τιμής)
  79. ιό
  80. ίρις
  81. καλυδώνι
  82. καμαράκι
  83. καμπανούλα της κόρης
  84. καστέλι
  85. κατιφές της κόρης
  86. κερασένιο
  87. κόκκινος κρίνος
  88. κόρη γαρουφαλάτη
  89. κουκούλα
  90. κουκούλα της τιμής
  91. κρινάκι
  92. κρίνο του γιαλού
  93. κρόκος της χρυσαυγής
  94. κρυμμένο χρυσοδαφνούλι
  95. κρυφή λαουδιά
  96. κρυφό ανθάκι δροσερό
  97. κρυφολούλουδο
  98. κρυφός υάκινθος
  99. κυκλαμινάκι
  100. κύτος
  101. λαλέ
  102. λαλεδάκι
  103. λαλέδι
  104. λαλέδι της νιάς
  105. λαλλάρι
  106. λειρί της κόρης
  107. λειρίδι
  108. λεπτό
  109. λευκό ανθόκρινο
  110. λευκό νούφαρο
  111. λευκόγιο
  112. λευκός κρίνος
  113. λιόφλογο
  114. λολολάκι (φράση της παρθενομαμής: γιατί λολοδάκι μου χάλασες το λελουδάκι σου;)
  115. λουδιό
  116. λουλούδι (άγρυπνο, άδυτο, αθέατο, αλώβητο, ανθρώπινο, δροσινό, ανοιχτό, αχνολούλουδο, λουλούδα, λουλουδάτο, λουλουδάτσι, λουλουδένιο ανθί, λουλουδένιο προσάρκι , λουλουδένιος, λουλουδίμι, λούλουδο, λουλουδούλι ,μισάνοιχτο, μεβιανό, μενεξεδένιο, μοσχοϊτιάς, μοσχολουλουδάκι, μπιγόνιας λουλουδάκι, μυγδαλιάς, ολόδροσο, πενταφύλακτο, ροδονιάς, τίμιο, φεγγοβόλο)
  117. λούλουρο
  118. λουλούτσι
  119. λούρνος
  120. λυγερό
  121. λύγινος
  122. λύγιο
  123. λυχναράκι της κόρης
  124. μανουσάκι
  125. μαργαρίτα
  126. μάτι της παρθενιάς
  127. μάτι του ήλιου
  128. μελισσάκι
  129. μελολί
  130. μενεξένιο γιουλάκι
  131. μεσομούνι
  132. μέτι της αγνότης
  133. μηράδι
  134. μουρνίδι
  135. μπαμπακούλα
  136. μπαμπακωτός
  137. μπουμπούκι (άδοτο, άθικτο, αμύριστο, ανήλιαγο, απάρθενο, απόκρυφο, δαμασκινιάς , κιτρινολεμονιάς, κλειστό, κρυφό, μυρτιάς λευκό, μεσομπούμπουκο, μοσχοτριανταφυλλιάς, νωλιομπούμπουκο, ροδοδαφνιάς, σ' ασχήμι της κόρης, του λιλιού (λιλί : αιδοίο), ταλλιακό, της τιμής, τρυφερό)
  138. μυλλιδώνι
  139. μυριανθισμένη αλυγαριά
  140. μυριανθισμένο
  141. μυρτολούλουδο
  142. νεραγκούλι
  143. νυχάκι
  144. ξέτρυπο
  145. ξυφί
  146. οινάνθη
  147. ολοδροσάτος κρίνος
  148. παπαρουνίτσα
  149. πασχαλίτσα
  150. πέπλο της νύφης
  151. περδικούλι
  152. πετανίδι
  153. πηγανούλι
  154. πικόλπι
  155. πλοκαμιανός
  156. ποθεινό
  157. πόθη
  158. ποθιανό
  159. προσάρκιο
  160. πρόσαρκο
  161. ρόδο (κόκκινο δροσάτο, ντροπαλό, της νιας, ροδοσταμιά, ρόδινο ανθάκι, ρόδινη φλόγα)
  162. ροκολούλουδο
  163. ρολόϊ της τσούπας
  164. ρωγολούλουδο
  165. σελλιάνα
  166. σιμιλούδι
  167. σκυλίτσα
  168. σκυτελάκι
  169. σκύτος
  170. σπιρτούλα
  171. στεφανάκι
  172. στόλος (στολίδι)
  173. στρογγυλολούλουδο
  174. σφηκάρι
  175. σχιστολούλουδο
  176. τερυπτός
  177. τερυτό
  178. τριανταφυλλάκι κόκκινο
  179. τριανταφυλλένιο
  180. τριαντάφυλλο εκατόφυλλο της κόρης
  181. τριμίδι
  182. τρουπί
  183. τρύοπο
  184. τρυφεράδι της κόρης
  185. τρυφερή βιολέτα
  186. τρυφηλό
  187. τσίπα
  188. φαλάμι του ανθού της κόρης
  189. φλόγα
  190. φλογερή παπαρούνα
  191. φρυδάκι
  192. φυλακιό
  193. χαλαρό
  194. χρυσάθεμο της κόρης
  195. χρυσόκρινος
  196. ψαθιρένιο
  197. ψαφαρό
  198. ψιλό
  199. ψυχαλιδάτο γαρυφαλλάκι

(Πηγή: εδώκαι εκεί)

(από σφυρίζων, 13/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι παλιά αποκαλούσαμε το πορνό και έχει τις ρίζες του στην ομώνυμη σειρά της ΕΡΤ, στα 70s-80s. Ήταν συνήθως η απάντηση στο «ωχ τσόντες βλέπετε ρε

- Ωχ! Ρε καθίκια τσόντες βλέπετε στο pc της δουλειάς;
- Έλα ρε σιγά, εκπαιδευτική τηλεόραση.

(από gizaha, 11/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερτικό γης, προίκας, κληρονομιάς, ή άλλης περιουσίας που προέρχεται από ή προορίζεται προς γυναίκα.

Εκ των μουνί (< μνίον, χνούδι) και μοῖρα (< μείρομαι, παίρνω το μερίδιό μου). Λαογραφική μουνοσλανγκιά της Θράκης, σταχυολογείται από την Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», εδώ.

- Εφόσον αποδειχτεί ότι ο μακαρίτης, δεν είχε προλάβει να συντάξει διαθήκη, τότε μιλάμε για εξ αδιαθέτου διαδοχή, στην οποία καλούνται πρώτα-πρώτα, τα παιδιά. Επομένως, αφού είχε μία κόρη, αυτή είναι και η μοναδική κληρονόμος. Ο/η σύζυγος, που επιζεί, καλείται ως κληρονόμος, στο 1/4 της κληρονομιάς, όταν υπάρχουν παιδιά και στο 1/2, όταν δεν υπάρχουν παιδιά, αλλά άλλοι συγγενείς, όπως αδέρφια, γονείς, ανίψια, παππούδες κλπ. Στο παράδειγμά μας, επομένως, αν δεν εμφανιστεί διαθήκη, κληρονομεί το 1/4 η σύζυγος και τα υπόλοιπα 3/4 της κληρονομιαίας περιουσίας, η κόρη! Αν όμως εμφανιστεί διαθήκη, η οποία π.χ ορίζει ότι όλη η περιουσία καταλείπεται στη σύζυγο ή/και σε τρίτους, τότε έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί νόμιμης μουνομοίρας, για την κόρη, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς, αλλά έχει απαίτηση για το νόμιμο μουνομοίρι της.

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιό λαογραφικό μπινελίκι-γείωση από την Πελοπόννησο που σημαίνει μωρό, μικρός, λίγος. Προφ επειδή ο μικροτσούτσουνος (λόγω ηλικίας ή πεποιθήσεως) αποδέκτης είναι ακόμα άψητος, την έχει κυριολεκτικά ανάλατη.

Το αλμυρό γαριδάκι είναι, παραδόξως, σχεδόν συνώνυμο.

- Α ναχαθής ρε πουτσανάλατε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηχομιμητισμός σατανικού / μητσοτακικού τ. γέλωτα: λιγότερο ξεκαρδιστικό από το μ(π)ουάχαχα και πιο σκοτεινό από το σεφερλικό αχαχούχα.

Ασίστ: ironick.

1. Ανάμεσα στους χάρτες έχει και το Ηράκλειο οπότε μπορείτε, με ιδιαίτερη χαρά, να βομβαρδίσετε το λιμάνι και την υπόλοιπη πόλη! νιαχ νιαχ νιαχ!

2. (Ακολουθεί Μητσοτακισιος γέλωτας) - Νιαχ νιαχ νιαχ

3.
- Prin 15 xronia hmoun sporos..Den kserw ti epaize tote me ta technology machines h ta gadgets sthn arxiki tous morfh!!!
- htan pio anthrwpina isws.....kai pio sunaisthimatika! :)
- τοτε πηδιοντουσαν στους αχυρωνες......τωρα στα ξενοδοχεια!!!!! νιαχ νιαχ νιαχ......!!!

Νιαχ νιαχ νιαχ! (από σφυρίζων, 09/04/13)Την Κυριακή κατεβαίνω Φάληρο κι ελπίζω να φάω επιτέλους γαύρο, νιαχ νιαχ νιαχ… (από σφυρίζων, 09/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Αριθμός ο οποίος διεθνώς και παλαιόθεν συμβολίζει την σεξουαλική επαφή, όπως άλλοι αριθμοί συμβολίζουν άλλα πράγματα.

Η μυστηριώδης, δεξιόστροφη χαράδρα ανάμεσα στους τρυφερούς λοφίσκους του «3» και η αιχμηρή, αριστερόστροφη απόληξη εκεί στα χαμηλά του «2» πιστεύω πως κονιορτοποιούν τις όποιες επιφυλάξεις τυχόν δύσπιστων εν αργκώ αδελφών (pun unintended).

Καυτό νούμερο. Τώρα, για το κατά πόσον στο 32 καίγεσαι, μην ακούτε τους μαλάκες. Χαρείτε τη ζωή.

  1. Αν και γνωρίζω τον εν λόγω συμβολισμό εδώ και λίγο καιρό, δεν κατάφερα να ανακαλύψω κάτι σχετικό στο νέτι. Σας έχω εν τούτοις μια υπαινικτική λογοτεχνική καταγραφή, από τον μαραθώνιο λαγνείας με τον τίτλο «Έντεκα χιλιάδες βέργες», υπό Γυγιώμου Απολλιναρίου.

  2. [...]η Αλεξίνα είχε εξαφανιστεί. Σύντομα όμως ξαναγύρισε, κρατώντας [...] ένα τεράστιο μαστίγιο αμαξά.
    - Το αγόρασα πενήντα φράγκα, φώναξε, απ' τον αμαξά της αστικής καρότσας 3269 και θα μας χρησιμεύσει για να ξανακάνουμε το Ρουμάνο μας να ερεθιστεί. Άστον να δέσει τ' αυτί του Κουλκουλίνα μου, κι εμείς ας κάνουμε 69 για να διεγερθούμε.

( Ο ρουμάνος καμία σχέση, νταξ ;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified