Selected tags

Further tags

Παιδικό παιχνίδι, σύμφωνα με το οποίο τα παιδιά σχηματίζουν ένα κύκλο, καθισμένα γύρω από τη μάνα, που είναι ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά. Εκείνη βγάζει τη ζώνη της ή ένα λουρί ή σχοινί και πρώτα σχηματίζει μ’ αυτό διάφορα σχήματα, π.χ. ένα αχλάδι, ένα μήλο, ένα καλάθι κτλ. Τα άλλα πρέπει να μαντέψουν τι παριστάνει. Όποιο το βρει, του δίνει η μάνα το λουρί και τότε εκείνο έχει το δικαίωμα να σηκωθεί και να κυνηγήσει τ’ άλλα παιδιά. Η μάνα μένει στη θέση της και κάθε τόσο φωνάζει: «Τρεις και το λουρί της μάνας! ». Εκείνος που κρατεί το λουρί, συνεχίζει το κυνήγι του κι αν κτυπήσει κανένα παιδί, τότε εκείνο βγαίνει απ’ το παιχνίδι. Αν όμως η μάνα φωνάξει: «Τρεις και το λουρί της μάνας! », τότε αυτός που κυνηγάει, πρέπει αμέσως να γυρίσει πίσω και να παραδώσει το λουρί στη μάνα, αλλιώς τα άλλα παιδιά έχουν το δικαίωμα να τον πάρουν στο κυνήγι και να του πάρουν το λουρί και να αρχίσουν μ’ αυτό να τον χτυπούν. (από http://users.sch.gr/vaxtsavanis/tris_kai_to_louri_tis_manas.html)

Και μια άλλη παραλλαγή: κάνουν κύκλο σε δυάδες τα παιδιά και ένα από αυτά, ως μάνα κυνηγά γύρω από το κύκλο το πρώτο που βγαίνει μετά από κλήρωση. Εκείνο για να γλυτώσει από τα χτυπήματα του κυνηγού με το λουρί, έχει δικαίωμα να μπει μπροστά από όποια δυάδα θέλει. Τότε το παιδί που είναι στην εξωτερική σειρά γίνεται το θήραμα. Αν το παιδί που κυνηγά, θέλει να σταματήσει, τότε κρυφά δίνει το λουρί σε όποιο παιδί θέλει της εξωτερικής σειράς και γίνεται εκείνο ο κυνηγός. (http://strimoniko.blogspot.com/2010/07/blog-post_3570.html)

Εναλλακτικά χρησιμοποιείται για πολυχρησιμοποιημένους, προβεβλημένους όρους αλλά και για να δηλώσει επανάληψη, πολλαπλασιαστικά επίσης, θέλοντας να δώσει έμφαση στην ποσότητα αλλά και για να δηλώσει μια κατάσταση στην οποία υπάρχει δυσπιστία, καχυποψία και περιφρόνηση.

Παράλληλα χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια παραφροσύνη που επικρατεί σε μια κατάσταση χωρίς να εμβαθύνει στις αιτίες αλλά έτσι πιο φλου αρτιστίκ...

Ακόμη, ως βρισιά προς τη μάνα σου, οπότε παίρνει μπάλα και το λουρί της...

Συνώνυμα : (τρεις) + και μαλακίες, και κουραφέξαλα, και παπαριές, και τρέχα γύρευε, και άλλα πολλά...

  1. Δεν αντέχω άλλο με τη γραφειοκρατία, υπογραφές, πρωτόκολλα, θεωρήθηκε ο διευθυντής και το λουρί της μάνας. Αμάν πια...

  2. «Φράχτες - ελικόπτερα και το λουρί της μάνας», από άρθρο στο Ποντίκι (http://topontiki.gr/article/25996)

  3. Μια του πούστη, δυο του πούστη, τρεις και το λουρί της μάνας σου ρε γαμημένε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε χωρίς να συναντηθείς με κάποιον.

Το ζαμάνι προέρχεται από την τουρκική λέξη zaman (χρόνος, εποχή, περίοδος), η οποία με τη σειρά της οφείλει την ύπαρξή της στην περσική زمان (zamān).

Στα ελληνικά χρησιμοποιείται μόνο στη συγκεκριμένη έκφραση.

[Ο Γιώργος με τον Σπύρο πηγαίνουνε μαζί σχολείο. Τον Σπύρο τον βιάζουνε και φεύγει Αυστραλία. Μετά από 10 χρόνια (ή ζαμάνια, τώρα που το μάθαμε) τον συναντά τυχαία στο μετρό]

- Πού 'σαι ρε Γιώργο; Εσύ είσαι ρε αδερφέ;
- Σπύρο! Καλά, δεν το πιστεύω! Χρόνια και ζαμάνια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζονται τα πασίγνωστα, όσο και δυσώνυμα μηχανήματα τζόγου slot machines. Ιστορικώς αμερικανικής προελεύσεως, διαδόθηκαν ταχύτατα σε ολόκληρη την υφήλιο. Για τον υπαίτιο της εξάπλωσής τους δες εδώ.

Ο κουλοχέρης είναι γνωστός και ως ληστής με το ένα χέρι, εφόσον τα πρώτα μοντέλα είχαν στο πλάι ένα μοναδικό λεβιέ με τον οποίο το μηχάνημα έμπαινε σε λειτουργία. Δεδομένου όμως ότι τα θύματά του κατέθεταν τους οβολούς τους στη σχισμή του οικειοθελώς και ευχαρίστως, μάλλον θα έπρεπε να αποκαλείται Η μονόχειρ Κίρκη ή κάτι τέτοιο. Οι ενδιαφερόμενοι ας ανοίξουν καμιά Ελληνική Μυθολογία για να πληροφορηθούν τι ακριβώς έκανε η Κίρκη στους ανθρώπους.

Οι πιστοί φίλοι του κουλοχέρη είναι άτομα μεγαλόψυχα και υπεράνω κοινωνικού ρατσισμού, που δεν δίνουν σημασία στην αναπηρία του κολλητού τους, αν και τα ενδιαφέροντα των ιδίων είναι εντελώς διαφορετικά. Σε ανταπόδοση, ο κουλοχέρης υπόσχεται στους πιστούς του της Παναγιάς τα μάτια. Εξ όσων είναι σε θέση να γνωρίζει ο γράφων, η Αειπάρθενος Μαριόγκα διατηρεί ακόμα το 100% της όρασής της, άρα οι υποσχέσεις μάλλον .....

Τέλος, για την αποκατάσταση και την κοινωνική ένταξη αυτού του είδους αναπήρων μεριμνούν ακαταπονήτως οι ευαίσθητοι προϊστάμενοι των αρμοδίων Υπουργείων.

- Ρε τον χαμένονε, τα 'φαγε όλα στον τζόγο και στους κουλοχέρηδες. - Ναι, πολύ άτοιχος μαλάκας, δεν του 'μεινε ούτε ντουβάρι να βαρέσει το κεφάλι του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτρεπτικό θραύσης όρχεων.

Λιτή και περιεκτική έκφραση, που ανάγεται στην θειτσίστικη αποτροπή προς νήπιο, από το π.χ. να παίξει με θορυβώδες παιχνίδι (κοιμάται το μπλιμπλίκι), να τζολέψει εύθραυστο αντικείμενο (κοιμάται η τζαμαρία), να κάνει επικίνδυνη ταρζανιά (κοιμάται η κούνια), να ζητήσει παραμύθι (κοιμάται το βιβλίο) και εν γένει να της σκοτίσει το παπάρι.

Η απώτερη προέλευσή της, αποτελεί απήχηση της προσωποποίησης των παιχνιδιών στην παιδική συνείδηση (ότι το παιχνίδι «είναι ζωντανό»), π.χ. ο διαολής ήθελε να παίξει με κάποιο κουτσούνι/αρκουδάκι κλπ way past his/her bedtime, οπότε η παραμάνα με την έκφραση αυτή, πετύχαινε διά μιας να πείσει το ζερζεβούλη αφ' ενός ν' αφήσει το αρκούδι και να μην το (δηλ. την) ενοχλεί, τακτοποιώντας το σε κάποιο ψηλό ράφι (αφού καικαλά «κοιμάται το τσαμένο»), αφ' ετέρου σαν καλό παιδάκι να κάνει κι αυτό το ίδιο (δηλ. να πάει για νάνι), ώστε να ησυχάσει κομμάτι και δαύτη (η δόλjα).

Πάντως, η καταχρηστική επέκταση της προσωποποίησης στα πάντα όλα (δηλ. και σε αντικείμενα άσχετα με παιχνίδια αυτά καθ' αυτά), καθώς και η εμμονή στο πάτημα τσιρίδων σε κλίμακα «μη», είναι ενδεικτικά της τάσης των περισσοτέρων νταντάδων, να προτιμούν να προσέχουν μουγκά, καθηλωμένα ή σε κώμα πεσόντα παιδιά, για να δουν τηλεόραση με την άνεσή τους.

  1. (Η Περιέργεια)
    - Πώ ρε φίλε! Τί γαμάτο ηχοσύστημα είν’ αυτό; Καινούριο; Να σου πώ, παίζει και MP-3; Αυτό το κουμπάκι τί είναι;
    - Άστο, κοιμάται τώρα.

  2. (Έρως ο Λυσιμελής)
    - Μωρό μου, πόσον καιρό έχουμε να κάνουμε σέξ; Οι βυζάρες σου με τρελαίνουν!
    - Πάρ’ τα κουλάδια σου. Κοιμάται τώρα.

  3. (Η Έξοδος)
    - Είσαι να πάμε σε κανα κουτούκι Δράτσα μεριά;
    - Τρελός είσαι ρε; Πού να τραβηχτούμε εκεί κάτω;
    - Έλα ρε, τόσον καιρό έχουμε να βγούμε, ωραία θα ’ναι.
    - Κοιμάται τώρα.

  4. (Το Χρησιδάνειον)
    - Σεβαστέ μου πατέρα, μου δίνεις μια τα κλειδιά απ’ το αμάξι να πάω σε μια δουλειά; Σε μισή ώρα-τί λέω-δέκα λεπτά, θα στο φέρω πίσω. Ε; να το πάρω;
    - Κοιμάται τώρα.

Δες και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφανούς ετυμολογίας λαϊκό λογοπαίγνιο στα χρόνια της (τότε στρατιωτικής) γερμανικής κατοχής 1941-1944, με το οποίο περιγράφονταν απαξιωτικά οι ταγματασφαλίτες, δλδ οι άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας.

Επρόκειτο για ένοπλα σώματα δωσιλόγων που συγκροτήθηκαν το 1943 από τον δοτό πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη (πατέρα κατοπινού πρωθυπουργού), και που έφεραν την επίσημη ονομασία Τάγματα Ευζώνων. Από το επώνυμο του ιδρυτή τους, τα μέλη των Τ.Α. ονομάστηκαν και Ράλληδες.

Οι εξοπλισμένοι από τους Γερμανούς ταγματαλήτες φορούσαν ευζωνική στολή, και ωσεκτουτού ονομάστηκαν από τον λαό γερμανοντυμένοι ή γερμανοτσολιάδες (ένας ενδιαφέρων συνειρμός είναι ότι η λέξη τσολιάς προέρχεται από το τσόλι = κουρέλι / χυδαίο άτομο χαμηλού επιπέδου, το οποίο στα γερμανικά μεταφράζεται lumpen). Σήμερα η λέξη επιζεί ως β' συνθετικό στον όρο αμερικανοτσολιάς. Βλ. το νέτι, καθώς και τα Άπαντα Δημητρίου Πανούση, αοιδού/διασκεδαστού.

Η Λαϊκή Μούσα περιποιήθηκε δεόντως αυτά τα λουλούδια, τα οποία προέβαιναν σε παντοειδείς ωμότητες κατά του λαού και των αγωνιστών της Αντίστασης και τα οποία είχαν δώσει όρκο υπακοής (jawohl) στον Γερμανό Καγκελάριο και τους επιτελείς του:

Εν-δυό, εν-δυό, φουστανέλα, τσαρούχ' φούντα, φέσ'
εφτούνα τα ρούχα με καίνε, κι αδίκως μου τα 'χουν φορέσ'
Άϊν-τσβάι, άϊν-τσβάι, τσολιά να με λεν δε μ' αρέσ'
εγώ Γερμανός είμαι τώρα, καμάρ' των ταγμάτων Ες-Ες.
Εγώ ειμ' εγώ, και δεν αργώ
Ρωμιούς να σφάξω μάνι-μάνι
με λεν λεφούσ', και στο γιουρούσ'
τρεις τραυματίες έχω ξεκάνει.

Εννοείται ότι υπήρχε έντονη ώσμωση μεταξύ των ταγματαλητών και των μελών άλλων δωσιλογικών οργανώσεων όπως η «Χ» (καμαρώστε τους) ή οι μπουραντάδες (στελέχη του Μηχανοκίνητου της Αστυνομίας Πόλεων, από το επώνυμο του διοικητή τους).

Οι -πάμπολλοι- ταγματαλήτες που δεν πέρασαν από λαϊκή/αντάρτικη αξιολόγηση μετά την αποχώρηση των Γερμανών, αξιοποιήθηκαν καταλλήλως από τους ενσκήψαντες Άγγλους, ενώ πολλοί εξ αυτών έκαναν καριέρα είτε στον τότε αναπτυσσόμενο τομέα του τουρισμού εξυπηρετώντας παραθεριστές σε θέρετρα του Αιγαίου , είτε στον επανασυσταθέντα Ελληνικό Στρατό (πρόχειρο παράδειγμα ο τρισμέγιστος αστήρ της Εθνοσωτηρίου, Γεώργιος Παπαδόπουλος και άλλα κατοικίδια-φύλακες).

Μετά την συνταξιοδότηση των τελευταίων, πολλοί απόγονοι επιφανών ταγματαλητών σταδιοδρόμησαν επαγγελματικώς με μεγάλη επιτυχία.

Ο όρος «ταγματασφαλίτης» γνώρισε μέρες δόξας στα φοιτητικά αμφιθέατρα του '70-'80, χαρακτηρίζοντας, για μυστηριώδεις λόγους,μέλη συγκεκριμένης πολιτικής παράταξης, η οποία εν τούτοις, όταν οι αυθεντικοί ταγματαλήτες μετείχαν στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας, βρισκόταν στο αντίπαλο στρατόπεδο.

Το αρχαιοπρεπές έτυμο «αλήτης» (αρχική σημασία: περιπλανώμενος) χρησιμοποιείται σήμερα για να περιγράψει κρατικούς υπαλλήλους που περιφέρονται ασκόπως σε διαδηλώσεις είτε με φόρμα εργασίας, είτε με πολιτική περιβολή. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, μεγάλο ποσοστό των εν λόγω υπαλλήλων φέρεται να διατηρεί στενές σχέσεις με ονειροπόλους νοσταλγούς της δράσης των λημματογραφούμενων ευζώνων. Πιθανότατα πρόκειται για παντελώς αδικαιολόγητη, αήθη και συκοφαντική επίθεση.

Αυτά λεξικογραφικώς, ήτοι συνοπτικώς και με απόλυτη ψυχραιμία.

Πάσα του Khan (ΔΠ) μετά από σέντρα του Vrastaman.

Είμαι του ΕΛΑΣ αντάρτης και στα όρη κατοικώ
και για την ελευτεριά μας και τον θάνατο αψηφώ

Το ντουφέκι μου στον ώμο, το σπαθί μου στο πλευρό
απ' τα όρη κατεβαίνω, τους φασίστες κυνηγώ

Δεν φοβάμαι την κρεμάλα, δεν φοβάμαι το σκοινί
και στο πέρασμά μου τρέμουν Ράλληδες και Γερμανοί

Ράλληδες ταγματαλήτες, μπουραντάδες, Γερμανοί ( ή «και της Χ»)
τα κεφάλια σας θα πέσουν απ' τ' αντάρτικο σπαθί.

Μάνα μου γλυκιά μου Ελλάδα ο αντάρτης του ΕΛΑΣ
θα σ' ανάψει τη λαμπάδα της τιμής, της λευτεριάς.

«Κνίτες, αλήτες, ταγματασφαλίτες». Καταγεγραμμένο στο πόνημα του Φιλ. Φ. Φιλίππου «Οι Κνίτες», εκδ. Πυξίδα, 1983.

«Αλήτες είναι τα ΜΑΤ κι οι ασφαλίτες». Από τους δρόμους της Αθήνας.

[...]στο βιβλίο του «Ο Αγών μου», αναφερόμενος στον τρόπο που σκεφτόταν να επιβάλλει την κυριαρχία του στις κατεχόμενες χώρες, γράφει: «[...]ο νικητής, αν είναι έξυπνος, θα εμπιστευτεί σε πρόσωπα της εθνικότητας του ηττημένου λαού, που δεν έχουν ούτε χαρακτήρα, ούτε τιμή, τον ρόλο του δεσμοφύλακα, διότι γνωρίζει οτι τα πρόσωπα αυτά θα τον βοηθήσουν στο έργο της ολοκληρωτικής υποδούλωσης των συμπατριωτών τους κατά ένα τρόπο πολύ σκληρότερο και πιό ανοικτίρμονα, από εκείνον που θα μεταχειρίζονταν ένα οποιοδήποτε ξένο κτήνος [...]»

(Ν. Καρκάνη «Οι δοσίλογοι της Κατοχής», εκδ. Σύγχρονη Εποχή)

Η φράση που ακολουθεί μάλλον δεν έχει θέση σε ένα επιστημονικό σύγγραμμα όπως το σλανγκρ, εφόσον δεν υποστηρίζεται από συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία. Την απηύθυνε, με αυτάρεσκο ύφος, δημόσιος υπάλληλος σε συναδέλφους του, εν ώρα υπηρεσίας στο κέντρο της Αθήνας, και την μετέφερε στον λημματογράφο αυτήκοος μάρτυρας της απολύτου εμπιστοσύνης του. Η φράση καταγράφεται για το γαμώτο και για να επισημανθεί η ιστορική συνέχεια κάποιων καταστάσεων.

«Χα-χα, είμαστε Βέρμαχτ ρε μαλάκες !».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τετριμμένη ατάκα που τα λέει όλα από μόνη της. Δύο είναι τα παιδιά, κι ενώ κανονικά θα πρεπε να τα προσέχεις το ίδιο, το ένα είναι πιο καλό από το άλλο.

Τη στιγμή που θα κορυφωθεί στην κουβέντα απάνω η σύγκλιση θεωρίας και πράξης, ιδεατού και πραγματικού, θα φορεθεί και η ατάκα σε φάση «μπορεί να τα λέω χύμα, κατά βάθος είμαι ψαγμένος...», η οποία ενσωματώνει με απλό και ευθύ, μάγκικο τρόπο ένα μεγάλο ταμπού της ελληνικής κουλτούρας. Αυτό του αδικημένου φτωχούλη του Θεού που, αν και του χρωστάει όλος ο ντουνιάς, διατηρεί την ψυχραιμία του και βλέπει τη μεγάλη εικόνα της τυχαιότητας, του χάους, του ντετερμινισμού ή όπου αλλού τον βγάζει η κουβέντα. Ατάκες σαν και δαύτη χρησιμοποιούνται σε ρόλο reset, ήτοι αρκετά τα μπερδέψαμε τα πράματα, πάμε άλλη μια από την αρχή.

Κλασικά παραδείγματα των μονίμως γαμώ τη μάνα τους βρίσκονται παντού. Στις μειοψηφίες,στις ανίσχυρες πλειοψηφίες, σε κάθε, μα κάθε ανταγωνιστικό πεδίο: οι αγανακτισμένοι στις πλατείες, τα μικρά κόμματα, η αντιπολίτευση, όσοι έχασαν το διορισμό για 10- ή για 1000+ μόρια, όσοι βγήκαν στην εφεδρεία, όσοι πήραν την ανεπιθύμητη μετάθεση, ή δεν πήραν την επιθυμητή, όσοι δεν είχαν βύσμα, ή δεν είχαν επαρκές βύσμα, όσοι δεν πήραν επιδότηση ή δεν πήραν την επιδότηση που ήθελαν, όσοι δεν εξαιρέθηκαν από τη κακιά τη ρύθμιση, ο μπασκετικός γαύρος, ο ποδοσφαιρικός βάζελος, όποιος πορεύεται γενικώς «με το σταυρό στο χέρι» αλλά δε ανταμείφθηκε άμεσα (καθότι ο ανυπόμονος ηδονιστής δεν αγίασε ποτέ) ή όποιος είχε απλά την ατυχία να δει ότι υπάρχουν και καλύτερα, αλλά «δεν ήταν η χαρά για μας».

Η ατάκα λοιπόν βρίσκεται σε απόλυτη ιστορική, πολιτιστική και κοινωνική αρμονία με την κουλτούρα μας. Ας μου επιτραπεί η κάτωθι πολυλογία.

Ξεχωριστή θέση στην προπαγάνδα, που με συνέπεια προωθούσε το μάθημα της Ιστορίας στα Ελληνικά σχολειά, κατέχει η πάντα σε δραματικό τόνο διαπίστωση ότι αυτή η χώρα δεν κατάφερε ποτέ να ενωθεί κάτω από ένα κοινό σκοπό, ή εναλλακτικά να επιδιώξει έναν κοινό στόχο, παρά μόνο όταν ο κόμπος έφτανε στο χτένι. Μέχρι να φτάσει εκεί όμως, ή ενδεχομένως για να φτάσει εκεί, είχαμε ήδη σφαχτεί μεταξύ μας, χωρίζοντας τα παιδιά μας σε καλά παιδιά και σε γαμώ τη μάνα τους. Κι είχαμε ήδη δημιουργήσει -βάσει αυτής της διαίρεσης- τριαντατρία μέτρα και σαρανταεφτά σταθμά για να εφαρμόζονται επιλεκτικά οι νόμοι.

Αυτό το «διαίρει και βασίλευε» σε κάθε συλλογική δραστηριότητα πήρε αργά και σταθερά ανεξέλεγκτες διαστάσεις και με τόσο διαφορετικά κριτήρια που μόνο δημοκρατικός νεοϋορκέζος θα μπορούσε να κατανοήσει πλήρως, αν και θα του διέφευγε το πώς καταφέραμε σε μια, συγκριτικά με τη δική του μονολιθική, κοινωνική δομή να εξυψώσουμε το diversity σε τέτοια δυσθεώρητα ύψη. Μεταξύ λοιπόν δημοσίου και ιδιωτικού τομέα με περαιτέρω υποδιαιρέσεις εντός των διαιρέσεων - υμετέρων και ημετέρων, πατρικίων και πληβείων, Πασοκ και ΝΔ, Γαύρου και Βάζελου (Παοκ- Άρη), Βορείων και Νοτίων, του κράτους της Αθήνας και της υπόλοιπης Ελλάδας, Τούρκων, Βούλγαρων, Αρβανιτών, Βλάχων, Σλάβων, απευθείας απογόνων του Αριστοτέλη, του Αγγλικού, του Γαλλικού και του Ρωσικού κόμματος, του εσωτερικού, του εξωτερικού, του μου-λου, βασιλικών-βενιζελικών, φοιτητών-χουντικών, Μασόνων -Χριστιανών, ορθοδόξων- καθολικών, δοσίλογων-πατριωτών, εχόντων και μη κατεχόντων, Κηφισιάς- Πειραιά, εν άστει-εν αγροίς, των αλωνιών, των σαλονιών, του έντεχνου, του λαϊκού, των Παπανδρέου και των Καραμανλήδων, των καραστρέητ και καραγκαίη κ.ο.κ, οικοδομήσαμε την Ελλάδα πάνω στις ίδιες –σχεδόν, τα καρότα και τα μαστίγια δεν ήτανε για μας- δημοκρατικές βάσεις και αρχές, που διέπουν κάθε σύγχρονη πολυπολιτισμική χώρα, χωρίς βέβαια να είμαστε τέτοια και αποδεχόμενοι δογματικά ότι χωρίς αντίπαλο δέος η κατάληξη δεν μπορεί να είναι άλλη από ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Οπότε, εν μέσω της ως άνω τρικυμίας και σύγχυσης, το παιχνίδι παίζεται ακόμα με πιόνια που αδυνατούν να καταλάβουν σε κάθε δοθείσα περίπτωση αν υπήρξαν ευνοημένα ή γαμώ τη μάνα τους, γιατί όσο τα πολυσκέφτεσαι, τόσο πιο ρευστά γίνονται αυτά τα πράγματα, ειδικά αν σε καταδιώκει η φοβία να καταταχθείς στους γαμώ τη μάνα τους. Πού θα πάει, θα βρεθεί το υπεύθυνο γονίδιο.

Σίγουρα πάντως δε ξεδιάλυνε την κατάσταση η συντονισμένη οικογενειακή κατήχηση που, κατά μία άποψη, μέσα από τις κυνικές διδαχές της δημιούργησε μια παράλληλη έννομη τάξη, που αντιμάχεται σχεδόν στο σύνολό της τη δημόσια έννομη τάξη. Στον πόλεμο, τον έρωτα, αλλά και την επιβίωση του Έλληνα επιτρέπονται τα πάντα. Με τις ευλογίες γονέων και κηδεμόνων λοιπόν και με γνώμονα να μη γίνει το παιδί κορόιδο γαμώ τη μάνα του, έγινε επιτακτική η ανάγκη να παρακάμπτεται ή να γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης ο νόμος και η εφαρμογή του.

Αυτά όμως περί διαίρει και βασίλευε είναι θεωρίες συνωμοσίας, διότι εμείς οι βαλκάνιοι πάνω από όλα είμεθα άνθρωποι της κοινωνικής δικτύωσης κι έτσι κάναμε, κάνουμε και θα κάνουμε τις δουλειές μας. Τι κι αν υπήρχαν πρωτεργάτες και αρχιτέκτονες της διαίρεσης, εμείς αυτή την Ελλάδα θέλαμε κι ας μη γελιόμαστε μεταξύ μας. Μεταξύ πολέμων, κατοχών και κατακτητών, πού να βρεθεί χώρος να πιστέψεις σε αξιοκρατίες και μαλακίες. Άσε που το έδαφος ήταν παραπάνω από γόνιμο και σπαρμένο από τον καιρό που δώσαμε τα φώτα μας στη Δύση κι η μαλάκω η Δύση μας το αναγνώρισε. Έκτοτε, γενιές επί γενεών Ελλήνων μεγαλώνουν καμαρώνοντας για τα κατορθώματα των προγόνων τους, γιατί όταν εμείς είχαμε χοληστερίνη, οι πουθενάδες οι χτεσινοί τρώγανε βελανίδια και, αν μη τι άλλο, μας χρωστάνε παγκοσμίως τη μισή και βάλε ιατρική ορολογία κλπ. Συνεπώς και δικαιωματικά, νομιμοποιηθήκαμε –στις συνειδήσεις μας- ως τα καλά παιδιά της οικουμένης που ντροπή σε όποιον τους φερθεί σαν να 'ναι γαμώ τη μάνα τους.

Τουλάχιστον, οι δυτικοί αντιγραφείς κρατάνε πού και πού τα προσχήματα, στην εφαρμογή είτε των νόμων, είτε των αξιοκρατικών κριτηρίων, γιατί το ξενόφερτο μοντελάκι που υιοθετήσαμε -μόνο ως προς τα καλά του- δεν λειτουργεί αλλιώς. Θέλει την ψευδαίσθησή του... Τα καλά παιδιά βέβαια δεν έχουν ανάγκη να κρατήσουν τα προσχήματα, αυτά είναι για τα πρόβατα, τους δυτικούς, τους ανυποψίαστους, τους «γαμώ τη μάνα τους».

Όσο λοιπόν ο Έλληνας είναι το καλό μας το παιδί και γαμεί αριστερά- δεξιά, ποσώς ενδιαφέρεται για όλα αυτά τα ιδεολογικά. Όταν όμως διαπιστώσει ότι υπάρχουν και καλύτερα παιδιά -«πιο ίσα από τους ίσους» όπως είπε κι ο χάρρυ για τον Σαρτζ, τότε και μόνο τότε θα χρησιμοποιήσει το εν λόγω λήμμα, πνιγμένος από την αδικία της ασύλληπτα μεγάλης και ακατανόητης εικόνας -στον μύλο της οποίας κατά πάσα πιθανότητα έχει ρίξει κι ο ίδιος νερό.

Γιατί βρέχει στη φτωχογειτονιά και το κοχίμπα σβήνει, γιατί «ξεσηκωθείτε αδέρφια να βγούμε στους δρόμους με ρόλεξ στα χέρια, με γούνες στους ώμους», γιατί γάτος γαμεί, γάτος σκούζει κλπ. Κι άμα γουστάρουμε να ξηγιόμαστε κάργα συντάξεις και επιδόματα και κράτος πατερούλη, αυτά είναι κεκτημένα των καλών παιδιών που δεν τα διαπραγματευόμαστε. Ο άλλος δηλαδή γιατί;

Με άλλα λόγια, δεν αντέχονται οι ενοχές για αυτά που θα μπορούσαν να είχαν γίνει αλλά δεν έγιναν, για αυτά που έγιναν ενώ θα μπορούσαν να μην είχαν γίνει, αλλά τώρα είναι αργά για δάκρυα. Όπως σωθήκαν τα άλλα καλά παιδιά, πρέπει να σωθούν και τούτα.
Κι όπως λέει κι ο Χότζας στον Καζαντζίδη, πότε θα φταίει η σακατεμένη η μοίρα, πότε οι πλανήτες ή/και η ακαθορίστου προελεύσεως και έμπνευσης διαίρεση των Ελλήνων σε καλά παιδιά και σε γαμώ τη μάνα τους. Ο καθένας μπορεί να εξάγει τα συμπεράσματά του, τζάμπα είναι το λακριντί. Οι μάζες πάντως χότζα μου δεν έπαψαν, ούτε θα πάψουν να μη σηκώνουν ορθολογιστικές εξηγήσεις. Όταν μας πιάνουν έναν-έναν, κάτι γίνεται...

  1. Η βία, ένστολη ή μη ένστολη, είναι καταστροφική... να το κοιτάξουμε το θέμα και να μην έχουμε μονομέρεια. Δεν μπορεί το ‘να παιδί καλό παιδί και τ’ άλλο γαμώ τη μάνα του.... κι ο αστυνομικός ελληνόπουλο των 900 ευρώ το μήνα είναι.» (Γιακουμάτος)

  2. το ‘να παιδί καλό παιδί και τ’ άλλο γαμώ τη μάνα του. Παντού διακρίσεις σε αυτήν την πουτάνα τη ζωή... καλό μήνα σε όλα τα τσογλάνια του διαδικτύου που βγάζετε τη γλώσσα στην εξουσία (από μπλογκ)

  3. Αιδώς αχρείοι, το ‘να παιδί καλό παιδί και τ’ άλλο γαμώ τη μάνα του. Προκλητικές ανισότητες παρά τις μεγάλες αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα που επιχειρεί η κυβέρνηση... (από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαταγή προϊσταμένου σε υπάλληλό του να τελειώσει τη δουλειά που του ανατέθηκε τόσο γρήγορα, ώστε να μην προλάβει καν να φτάσει η ροχάλα του αφεντικού στο πάτωμα. Μπορεί να υπάρχει και άλλη σχέση εκτός από την εργασιακή, πάντα όμως ο φτύνων βρίσκεται σε θέση ισχύος και εξουσίας έναντι του ταλαίπωρου που πρέπει να τρέξει.

Προφέρεται κοφτά, στο τέλος της φράσης.

Παρεμφερή : σφαιραπετάδην, σφαιράδην, δεν περπατάμε, τρέχουμε, στο τσακ-μπαμ, όχι τώρα, τώρα.

  1. - Σας παρακαλώ, μήπως θα μπορούσατε να μας δώσετε το φάκελο για να βγάλουμε φωτοτυπίες ;;; - Πάτε καλά ρε παλουκάρια ;; Τρεις η ώρα μου 'ρχεστε και μου θέλετε και φωτοτυπίες ;; Ρε πού έχω μπλέξει. Τέλοσπάντων, έχε χάρη που 'σαι και νοστιμούλης, εσύ ο γαλανομάτης. Άστε ταυτότητα, πάρτε το φάκελο και σε τρία λεπτά να' στε πίσω γιατί κλείνουμε. Ακόμα εδώ είστε ;; Έφτυσα.

  2. - Αντρίκο, ακόμα να γδυθείς;;; Σου είπα θέλω σεξ τώρα. - Μα μωρό μου, είμαι πολύ κουρασμένος, έχω και πονοκέφαλο, με τρέξανε άσκημα στην εταιρεία, είχαμε προθεσμία να τελειώσουμε το πρότζεκτ σήμερα. Θέλω να δω και τον Ονούρ …. - Σιχτίρ, άχρηστε. Φέρε μου τουλάχιστον τον όλισβο από το τρίτο συρτάρι, κάτω από τα βρακιά είναι. Τσακίσου, έφτυσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρακλασικός χαρακτηρισμός για μαλθακά και άβγαλτα βουτυρόπαιδα, βουτυρομπεμπέδες, κολεγιόπαιδα, (λα)λάκηδες, λαπάδες, μαμάκηδες, μαμόθρεφτα, μπούες, μπουκμαμάδεςς, μπουλούκους , μπουμπούκους, παπαδάκια, πούδρες, σουβλίτσες, σοφτ και τρυφερά πόδια, φλώρους, χαλβάδες - συνήθως εύπορης μεγαλοαστικής καταγωγής.

Για ακόμα πιο φλώρικες περιπτώσεις, βλ. χλεχλές.

Καμιά σχέση με λελέ, τρελελέ κλπ.

- Κάθε άλλο παρά λελές είναι ο Λαμπρινίδης, λένε εργαζόμενοι (και μάλιστα Νεοδημοκράτες) στο Υπουργείο Εξωτερικών, που γνωρίζουν πως δουλεύει.
(εδώ)

- Ωωωω λελές; μα λελές; δεν νομίζω ότι εκφράστηκες σωστά για το παλικάρι δεν είναι λελές είναι φλούφλης :-)
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκπλήσσω ή ξαφνιάζω κάποιον-κάποια ευχάριστα ή δυσάρεστα σε βαθμό που ακυρώνω εκ των προτέρων οποιαδήποτε αντίδραση και τον/την αφήνω να ψάχνεται.

Πέραν τούτου, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως οι εκφράσεις αφήνω κάποιον μαλάκα (ενεργητική διάθεση)/ μένω μαλάκας (παθητική διάθεση) δίνουν μία επιπλέον διάσταση στην έννοια του μαλάκα: τη διάσταση του σαστισμένου, ίσως πανικόβλητου ατόμου που νιώθει την γη να φεύγει σταθερά κάτω από τα πόδια του, τις αξίες και τα πρότυπα του να καταρρέουν ολόγυρα, τη ζωή του την ίδια να αλλάζει απρόσμενα και αμετάκλητα χωρίς ο ίδιος να το έχει επιλέξει, και που προσπαθεί εις μάτην να βγάλει νόημα από όλον αυτό το χαμό και να ανασυγκροτηθεί για την επόμενη μέρα.

Με αυτή την έννοια, ίσως όλοι μας να είμαστε λίγο-πολύ μαλάκες. Και θα μένουμε μαλάκες όσο επιτρέπουμε στους άλλους να μας αφήνουν μαλάκες.

  1. Θαύμασα επίσης την ενεργητικότητα του Rod Argent με το χαρακτηριστικότατο ήχο στα κίμπορντς. Έπειτα ήταν η φοβερή διασκευή στο Hold your Head Up του Rod Argent που μας άφησε μαλάκες να ξαναζούμε το cosmic rock ταξίδι του ‘71 μαζί με τα γερόντια. (Από εδώ)

  2. ο Mc ross λοιπόν από τις κακές παρέες μας άφησε μαλάκες μόλις πήραμε πρέφα πως απλά διακωμωδεί τις διαμάχες στο ελληνικό ραπ. ο τύπος έφτασε σε σημείο να δείξει το παπάρι του στο site του trompaktikou για να την πει σε κάποιον αλλο. σε ένα από τα πρώτα του βίντεο απαιτούσε λεφτά για να κάνει ταττου. αυτός και το... crew σαρώνουν και μας κανουν να λιώνουμε... λοιπόν. παρακολουθήστε. γελάστε. πείτε την άποψη σας. mc ross. για όλες τις πουτάνες. πούτσα σούζα ξύλο και σόύβλα! (Από εδώ)

  3. Αυτά τα παιχνίδια που παίζει η ζωή αλλά κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει, ούτε στον Αλέξανδρο ούτε στη χαρά, ούτε σε κανέναν, πήραν τον Τόκη μακριά από την οικογένειά του.
    Λίγα λεπτά μετά την αναμενόμενη ανακοίνωση του γάμου της αδερφής μου, ήρθε η απρόσμενη είδηση θανάτου του ξαδέλφου μου και μας άφησε μαλάκες. Και δυστυχώς, μόνο σε κάτι τέτοιες στιγμές σκέφτεσαι και λες αν αξίζουν όλα αυτά που προσπαθείς και θέλεις και σκας αν δεν κάνεις και βρίζεις και κακιώνεις. Θα το θυμάσαι όμως και αύριο; (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλαιάς εποχής, παλαιού τύπου, συνήθως σε απομίμηση.

Επίσης ο παλιομοδίτικος, ο πασέ.

Λέγεται για τρόπους, εμφάνιση, εκφράσεις, αντικείμενα, κλπ.

Από το «παλαιικός», υποθέτω.

Τίτλοι άρθρων από το νέτι:

Δωρεάν ετικέτες σε παλιακό στυλ

Με το παλιακό ύφασμα της θείας μου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified