Η αγγλική γλώσσα. Συνδυασμός των «αγγλικά» και «αμερικάνικα».
- Πάμε να μιλήσουμε σε αυτές εκεί τις τουρίστριες που μας κοιτάνε τόση ώρα; - Και πώς θα συνεννοηθούμε, αφού τα αγγλικάνικά μας είναι χάλια!
Η αγγλική γλώσσα. Συνδυασμός των «αγγλικά» και «αμερικάνικα».
- Πάμε να μιλήσουμε σε αυτές εκεί τις τουρίστριες που μας κοιτάνε τόση ώρα; - Και πώς θα συνεννοηθούμε, αφού τα αγγλικάνικά μας είναι χάλια!
Η λέξη υπάρχει και με μη αργκοτική σημασία, χαρακτηρίζουσα την Αγγλική εκκλησία, που ανάθεμα και καταλαβαίνω τι ρόλο βαράει.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται στα games, κυρίως στα online. Πρόκειται για τον εξαιρετικό noob, δηλαδή ανίκανο, ανήμπορο συνήθως χαζό και εντελώς αστοιχείωτο στο να παίξει ένα συγκεκριμένο παιχνίδι...
Μπορεί να βρεθεί και ως νουμποφιντέρι, νούμπακλας, τριπλός αυτιστικός νουμπάς ή νουμπομπετόβλακας.
- ΤΙ κάνεις ρε τριπλονούμπακλαααα!!!! Μόλνιρ στο huskar?!!!!??! (DOTA online game)
- Παράτα το CS, είσαι αστοιχείωτος τριπλονούμπακλας!!!!!!!!!
Got a better definition? Add it!
Η συνάντηση, η μάζωξη. Εμπαικτική μεταφορά της αγγλικής λέξης meeting, κυρίως όταν αυτή εκφράζει τις επαγγελματικές συναθροίσεις μεγαλοστελεχών ή και πιο παρακατιανών γιάπηδων. Αντί να γραφεί «μίτινγκ» ή «μήτινγκ», γράφεται με -υ- ώστε να παραπέμεπει στη λέξη μύτη. Προφέρεται δε και αναλόγως, όπως δηλαδή λένε οι γερμανοί το y ή οι γάλλοι το u.
Αν και δεν έχει καμία θέση η μύτη στον εμπαιγμό ή στο πραγματικό μήτινγκ, εντούτοις προσδίδει κάτι το γελοίο στη λέξη, γιατί φέρνει στο νου λέξεις όπως ψηλομύτης, («ψηλομύτινγκ» θα μπορούσε να είναι το μήτινγκ υψηλοβάθμων στελεχών), «σκάω μύτη» (εμφανίζομαι απροειδοποίητα σε μήτινγκ), ή θυμίζει τη μύτη του Πινόκιο που έλεγε ψέματα, έτσι ακριβώς όπως κάνουν όλοι οι συνδαιτημόνες αυτών των συναντήσεων.
Στη σλανγκ μύτινγκ είναι κάποιο «δήθεν» μήτινγκ, είτε ψεύτικο (δικαιολογία για την απουσία μας ή για το κλειστό κινητό μας) ή απλώς η συνάντηση μιας παρέας για χαβαλέ.
- Γιατί άργησες αγάπη μου σήμερα και ήρθα σπίτι και δεν ήταν κανείς, τα φώτα σβηστά και φαγητό ούτε για δείγμα; Και σε έπαιρνα τηλέφωνο και δεν το σήκωνες;
- Μωρέ είχαμε μύτινγκ στη δουλειά και δεν μπορούσα να φύγω ούτε να έχω ανοιχτό το κινητό.
Ρε παίδες, να κανονίσουμε ένα μύτινγκ επί τέλους, χρόνια και ζαμάνια έχουμε να βρεθούμε!
Got a better definition? Add it!
Αυτό που θα λέγαμε ελληνιστί τσοντόφατσα. Χρησιμοποιείται κυρίως για άντρες, και εκτός από τη μακρυά μαλαπέρδα, είναι από τα βασικότερα προσόντα που πρέπει να έχει ένας πορνοστάρ αν θέλει να κάνει διαχρονική καριέρα στο χώρο.
Είναι η φάτσα που έχει κάτι το διεστραμμένο, το παρακμιακό αλλά και το διαχρονικό μαζί. Βέβαια τσόντα-face μπορεί να είναι και κάποιος που δεν είναι πορνοστάρ, αλλά «το 'χει», θα μπορούσε να είναι π.χ. Γεωργίτσης (ή μήπως έχει παίξει σε τσόντα αυτός;)
Νομίζω ότι τα μύδια θα βοηθήσουν στην κατανόηση του λήμματος, είναι τα απόλυτα τσόντα-faces, για όσους βλέπουνε καμιά τσοντούλα. Ειδικά της γενιάς μου (βλέπε νοικιασμένο VHS από το βιντεοκλαμπάδικο της γειτονιάς.)
(Μεταξύ αντροπαρέας που βλέπει τσόντα)
- Πάλι αυτός ο τύπος;
- Καλά σε πόσες τσόντες τον έχουμε πετύχει;;;;
- Απίστευτο τσόντα-face!!!!!!
Δες και -φατσα.
Got a better definition? Add it!
Το αφρώδες μείγμα λιπαντικού και κοπράνων, που αποτελεί κάποιες φορές παράπλευρη απώλεια κατά το πρωκτικό σεξ, το γνωστό πρωκτοζούμι.
Από το επώνυμο του αμερικανού πρώην γερουσιαστή Ρικ Σαντόρουμ.
Η λεξιπλασία έχει ηθικό εμπνευστή τον Νταν Σάβατζ, ο οποίος θέλησε με αυτόν τον τρόπο να αντιδράσει σε δηλώσεις του γερουσιαστή, κατά τις οποίες η ομοφυλοφιλία οφείλει να αντιμετωπίζεται ακριβώς όπως, μεταξύ άλλων, η σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου και η κτηνοβασία, πράξεις που αντίκεινται στο θεσμό του γάμου και της οικογένειας και έτσι πλήττουν την κοινωνία.
Σε σύγκριση συνεπώς με το πρωκτοζούμι, το σαντορούμι αρμόζει σε ομοφυλοφιλικότερα συμφραζόμενα.
Πηγές: ο σχετικός ιστοχώρος του Σάβατζ, η σελίδα όπου πρότεινε την λεξιπλασία, σχετικά άρθρα της αγγλόφωνης Βικιπαίδειας για την λεξιπλασία και για τις δηλώσεις.
Got a better definition? Add it!
Η πόλωση που δημιουργείται από τα polls, δηλαδή τις δημοσκοπήσεις (κατά το κωλονοσκοπήσεις). Ο σλανγκισμός εστιάζει κυρίως στο πνεύμα μισαλλοδοξίας και τεχνητής δέσμευσης που καλλιεργείται μέσα από τέτοιες pollώσεις. Συνηθίζονται στις μέρες μας να γίνονται συνέχεια δημοσκοπήσεις για το καθετί. Πολλές φορές είναι κατά παραγγελία, και στο ερώτημα, και ενδεχομένως και στην απάντηση. Οπότε εμείς οδεύουμε ως πρόβατα σε τεχνητές pollώσεις μας. Γιατί θεωρούμε μαγκιά και αξία μας ότι κάποιος ζητάει την γνώμη μας, κολακεύεται ο εγωισμός μας, και δεν καταλαβαίνουμε ότι έτσι απλώς εξυπηρετούμε τα συμφέροντα κάποιου. Στην χειρότερη περίπτωση πρόκειται για αυτοεκπληρούμενη προφητεία, δηλαδή κάτι που παρουσιάζεται ότι έχει περιγραφική μόνο δύναμη, αποκτά προκλητική δυναμική (λ.χ. άμα βλέπεις ότι όλοι οι άλλοι θεωρούν κάποιον καλό, λες «δεν μπορεί, δίκιο θά 'χουν»). Στην καλύτερη απλώς τεστάρεται το κοινωνικό σύνολο και η δύναμη των μηχανισμών διερεύνησης και διερμηνείας του.
Οι pollώσεις είναι πολλών ειδών. Θα σταχυολογήσω μερικές. 1. Οι pollώσεις με ερωτήματα «ποιος είναι ο καταλληλότερος για πρωθυπουργός ή για κυβέρνηση», ή «ποιος είναι ο πιο δημοφιλής πολιτικός» που, αναλόγως με το ερώτημα που θέτουν και την στιγμή που το θέτουν, καταλαβαίνεις ποια είναι η σκοπιμότητα του pollωτή. Λ.χ. σε λίγο παλιότερες περιόδους το να θέσεις ερώτημα για «καταλληλότερο πρωθυπουργό» έχω την εντύπωση ότι θα ήταν pollωση δεξιάς εφημερίδας για να βαραθρώσει έτι περαιτέρω τον Παπανδρέου (είπαμε πριν λίγα χρόνια), ενώ το ερώτημα για «καταλληλότερη κυβέρνηση» θα ήταν pollωση κεντροαριστερής για να δείξει την δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση της Ν.Δ. Ομοίως οι pollώσεις αορίστως για πιο δημοφιλή πρόσωπα, γίνονταν στα 00ς σε στιγμές που κάποιος ήθελε να καταδειχτεί η δυναμική του Χριστόδουλου, του Στεφανόπουλου ή του Αβραμόπουλου, ή αντιθέτως να δείξει την πτώση τους. Σ' αυτού του είδους τις pollώσεις, η απάντηση βρίσκεται κατά κάποιον τρόπο μέσα στην ερώτηση, ήτοι στην σκοπιμότητα του εκάστοτε pollωτή.
Οι exit-pollώσεις. Εδώ στήνονται pollωτικές κάλπες ή κάλπικες pollώσεις (όπως προτιμάτε), έξω από τα εκλογικά κέντρα, ώστε τα μύδια να τεκμάρουν μια ώρα αρχύτερα το αποτέλεσμα των εκλογών. Γενικά, είναι αρκετά χρήσιμο, αφού pollωνόμαστε που pollωνόμαστε με τις ίδιες τις εκλογές, τουλάστιχον να ξεpollωθούμε μια ώρα αρχύτερα. Αν και κατά τον ΚΥΡ η βραδιά των εκλογών είναι πάντα η πιο ευτυχισμένη νύχτα του Νεοέλληνα, αφού έχει φύγει ο ένας και δεν έχει προλάβει να έρθει ο άλλος. Τώρα λοιπόν τα μύδια έρχονται να μας κλέψουν κι αυτήν ακόμη την χαρά, σαν άλλος φεουδάρχης που διεκδικεί το jus primae noctis του. Άλλωστε, αυτές οι exit-pollώσεις κρύβουν πολλές εκπλήξεις. Όλοι θυμούνται τι έγινε το 2000, που η exit-pollωση έδειξε Ν.Δ. και η μέσα pollωση έδειξε μετά ΠΑΣΟΚ, ώστε ο Κωστάκης πιάστηκε Κώτσος! Οπότε οι μεν οπαδοί του ΠΑΣΟΚ έσπευσαν να κάνουν καζούρα στους αντιπάλους τους, οι δε οπαδοί της ΝΔ να αναπτύξουν (από τότε!) τις θεωρίες περί ασύμμετρων απειλών που στέρησαν απ' τον Κωστάκη τον θρίαμβό του, εκπορεύτηκε πολλή φημολογία, που δεν μου επιτρέπεται να σχολιάσω, μπορώ απλώς να το αναφέρω ως παράδειγμα του πώς η exit-pollωση λειτούργησε κι εδώ pollωτικά.
Κι ένα διασκεδαστικό είδος pollωσης. Με την ανάπτυξη του Ιντερνετιού κάθε ιστοσελίδα και κάθε βλόγιο(ν) μπορεί να κάνει και την δική του pollωση, επί παντός επιστητού! Έτσι φτάνουμε σε ένα σημείο να ρίχνουμε καμιά εικοσαριά ψήφους την ημέρα, το οποίο δεν οδηγεί πουθενά, αλλά κολακεύει το αίσθημά μας ότι ζούμε σε μια δημοκρατία, κι όλοι προσμένουν με αγωνία την γνώμη μας. Τελικά, οι διαδικτυακές pollώσεις αποτελούν όντως ένα τεκμήριο δημοκρατικότητας του Διαδικτύου, αλλά με την έννοια που έχει η κοινοβουλευτική δημοκρατία και στην υπόλοιπη ζωή: ότι δηλαδή ζητάνε την επιλογή σου σε προκαθορισμένα από αυτούς ερωτήματα, με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι αρκούντως καθορισμένα και τα αποτελέσματα.
Σχετικές εκφράσεις:
Δεν ξέρω, δεν απαντώ (έκφραση που εκπορεύτηκε από μία προσφερόμενη επιλογή στις pollώσεις και απέκτησε ευρύτερη σλανγκική σημασία).
γκαλοπάρω: δεν σημαίνει να καλπάζεις με άλογο, από το «gallop», αλλά να καλπάσεις στις pollώσεις, σπεύδοντας να ρίξεις όσες πιο πολλές ψήφους μπορείς σε μια μέρα, από το «gallup», το «γκάλοπ», που βγαίνει από το όνομα του πρώτου pollώσαντος George Gallup, που ίδρυσε το Ινστιτούτο Gallup.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα pollωσης τρίτου είδους είναι η pollωση σ' ένα βλόγιο(ν) που ζητούσε την γνώμη μας αν είναι γκέι ο Μπομπ Σφουγγαράκης. Οι επιλογές ήταν: 1) τελειωμένη, 2) straighter than Clint Eastwood.
Οι σλανγκιστές πιστεύω ότι θα ψήφιζαν το πρώτο, αν έχουν διαβάσει το εν λόγω λήμμα.
Got a better definition? Add it!
Είναι η σιχαμερή λευκή ουσία, γνωστή επιστημονικά και ως σμήγμα, που πιάνουμε στην πούτσα όταν έχουμε να αλλάξουμε σώβρακο 2 βδομάδες. Χαρακτηριστικό της είναι η λευκή σαν τυρί υφή της και η απαίσια μυρωδιά της.
Το φετέισον προέρχεται από το temptation (μεγάλη επιτυχία του Arash) και την ελληνική φέτα.
Πω ρε μαλάκα, έπιασα φετέισον στην πούτσα μου... Θες λίγο;
- Έχω να κάνω μπάνιο 2 εβδομάδες και όχι μόνο αυτό, την παίζω και χύνω στο σώβρακο.
- Ω ρε φίλε, θα έχεις πιάσει τρελό φετέισον.
Συνώνυμα: τυράκι. Σχετικά: τυρί, ούρδα, αλμυρόπουτσα, μυτζήθρα. Δες και -έισον, -έισιον.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.
Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».
- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...
Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω
Got a better definition? Add it!
Φωτογραφία ή εικόνα που έχει υποστεί επεξεργασία στο Photoshop (άλλως γνωστό και ως φωτομάγαζο) ή οποιοδήποτε αντίστοιχο πρόγραμμα, όπως Corel.
Συνήθως αναφέρεται σε φωτομοντάζ (είτε για πλάκα, είτε στεγνά για παραπλάνηση του κοινού), ή σε διορθώσεις που αποκοπούν στο να φαίνεται ομορφότερο το εικονιζόμενο πρόσωπο/κορμί (από μοντέλες και τραγουδιάρες μέχρι δημοσιογράφους και πολιτικούς) - και όχι σε αθώα επεξεργασία τύπου «διόρθωση κόκκινων ματιών».
Ετυμ. (εν μέρει αντιδάνειο) < αγγλ. photoshop <
photo (= φωτογραφία) < photograph < ελλ. φως + γράφειν
+
shop (= μαγαζί) < παλ. αγγλ. sceoppa (= πάγκος πωλητή).
- Χαχα, την είδες την τελευταία φωτοσοπιά στη Σαλάτα Εποχής; Κολλήσανε τη μούρη του Κακλαμάνη σε πόστερ του Σχιζοφρενή δολοφόνου με το πριόνι. Μιλάμε, έκλασα στο γέλιο.
(κοιτάζοντας φωτογραφία περιοδικού)
- Πωωω, πολύ παιδί αυτή η Δούνια... Τούμπανο...
- Φωτοσοπιά είναι ρε στόκε, ξέρεις τι κυτταρίτιδα έχει αυτή κανονικά;
- Δηλαδή, άμα σου κάτσει, θα της πεις όχι, ε;
- ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified